Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Ο θάνατος και η Ανάσταση – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.


Ίσως δεν είναι ο πιο κοντινός σύντροφος της ζωής μας, είναι όμως ο πιο σίγουρος. Τη χαρά της γέννησης στη ζωή, την ακολουθεί για όλους ανεξαιρέτως η αλυσίδα των δοκιμασιών και την ολοκληρώνει η σφραγίδα του θανάτου. Του θανάτου που έχει όψη τραγική, χρώματα μελανά, σκέψη και παρουσία φοβερή.
Η εμπειρία του είναι βασανιστική. Πληγώνει ο επώδυνος χωρισμός, και το κενό, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, οι ζωντανές αναμνήσεις, η αίσθηση της άγνωστης συνέχειας, ο φόβος του οριστικού τέλους, η υποψία ότι μπορεί να ξεχάσουμε το πρόσωπο, οι τύψεις, τα αν, τα μήπως, οι ενοχές, οι αμφιβολίες. Μας λείπει το σώμα, αυτό που βλέπουμε, που εκφράζει την εικόνα του προσώπου που μιλάει και σκέπτεται, αυτό που φιλούμε, που αγκαλιάζουμε. Και μάλιστα βρίσκεται στη γη και σαπίζει, αλλοιώνεται, παραμορφώνεται. Μας τυραννάει και η συνειδητή ή υποσυνείδητη σκέψη του δικού μας θανάτου.
Όλα αυτά δημιουργούν βαθύ φυσικό πόνο στην ψυχή. Και αυτό είναι καθολικό γεγονός, το ζούμε όλοι, δεν έχει εξαιρέσεις. Ακόμη και η Εκκλησία, κατά την εξόδιο ακολουθία, ψάλλει: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον». Οι ύμνοι της Μεγάλης Παρασκευής και τα εγκώμια δεν δυσκολεύονται να περιγράψουν με πολύ έντονους όρους το ανθρώπινο δράμα της Παναγίας.
Παρά ταύτα, η Εκκλησία μας δίνει και μία άλλη διάσταση του θανάτου. Μας μιλάει για μακαριότητα, για ανάπαυση, για βασιλεία Θεού, για κατάσταση «ένθα ούκ έστι πόνος, ου λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Μιλάει για ζωή και ανάσταση που κρύβονται πίσω από τη θλίψη, το αδιέξοδο, την τραγικότητα του θανάτου, τον οποίο μάλιστα ονομάζει κοίμηση. Και όλα αυτά δεν προσφέρονται ως παρηγορητική διδασκαλία, ως ανακουφιστική ψευδαίσθηση, ως αναγκαία τεχνητή απομάκρυνση από την πραγματικότητα, ως ενδεχόμενο, αλλά ως η μόνη, μεγάλη και κεντρική αλήθεια, ως η διαχρονική εμπειρία της Εκκλησίας και ως η βιωματική απόδειξη της χάριτος των αγίων.
Όλη αυτή η πίστη στηρίζεται στο μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. το Πάσχα είναι αναντίρρητα η μεγαλύτερη γιορτή στην Ορθόδοξη παράδοση. Είναι η συμπύκνωση όλης της θεολογίας. Η ψηλάφηση του μυστηρίου του θανάτου και της αληθινής ζωής. Μια γιορτή που συγκερνά τον τάφο του Κυρίου με το κενό μνήμα της Αναστάσεώς Του. Μόλις βγαίνει ο σταυρός τη Μεγάλη Πέμπτη, ψάλλουμε: «Ο σταυρός Σου, Κύριε, ζωή και ανάστασις υπάρχει τω λαώ Σου», αλλά και όταν απαγγέλουμε το «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι…», πάλι θυμούμαστε τον σταυρό: «τον σταυρόν Σου, Χριστέ, προσκυνούμεν και την αγίαν Σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν…».
Η λέξη Ανάσταση – τόσο προσφιλής στην Ορθόδοξη ζωή και θεολογία – από μόνη της μιλάει με έναν μοναδικό τρόπο και για τη ζωή και για το θάνατο, ταυτόχρονα. Δεν τα διαχωρίζει. Προβάλλει τη ζωή πάνω στον θάνατο και διακρίνει την αλήθεια του θανάτου μέσα από το φώς της μη διακοπτόμενης αιώνιας ζωής.
Στο θριαμβευτικό εφύμνιο της Αναστάσεως, το «Χριστός Ανέστη», τον κατ’ εξοχήν παιάνα της ζωής , από τις δεκατέσσερις λέξεις του, οι τέσσερις έχουν να κάνουν με το θάνατο: «νεκρών», «θανάτω», «θάνατον» και «μνήμασι».
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν…» Ψάλλουμε στον Κανόνα της Αναστάσεως. Η Ανάσταση μεταμόρφωσε τον σταυρό και τον θάνατο του Χριστού σε σύμβολο νίκης και ζωής. Όχι νίκης και ζωής αποκλειστικά δικής Του, αλλά δικής Του νίκης και ζωής για μας. Ο Χριστός δεν αναστήθηκε για να μας αναγκάσει να πιστέψουμε στη θεότητά Του, αλλά για να μας χαρίσει την αιώνια ζωή και αιώνια τη ζωή Του.
Αυτός είναι ο λόγος που η πίστη στη θεότητα του Χριστού και την Ανάστασή Του αποτελεί το καλύτερο μέσο ερμηνείας του πόνου, το καλύτερο εργαλείο αντιμετώπισης του θανάτου, το καλύτερο όργανο παρηγορίας και στηριγμού.
Τελικά, η ανατροπή και επανάσταση της Εκκλησίας είναι ασφαλώς και στη ζωή που προτείνει, είναι οι μακαρισμοί, η επί του Όρους ομιλία, η διδασκαλία της αγάπης, κυρίως όμως είναι η λογική της, η λογική του σταυρού. Με όπλο αυτήν, αποκτά κανείς «ετερότητα» πίστεως, «καινότητα» ζωής και «μακαριότητα» αιωνίου αναστάσεως.
Στην Εκκλησία δοξάζεται ο σταυρωμένος, προκρίνεται ο τελευταίος (Λουκ. ιγ’ 30), πείθει ο μη προμελετών, αλλά αυτός που του δίδεται στόμα και σοφία (Λουκ. κα’ 14), ζει ο νεκρωμένος (Ιω. ια’ 26). Οι οφθαλμοί διανοίγονται και το μυστήριο φανερώνεται, όταν ο Κύριος γίνεται «άφαντος» (Λουκ. κδ’ 31), η χαρά των μαθητών πληρούται όταν ο Χριστός αναλαμβάνεται, χωρίζεται (Λουκ. κδ’ 52), ο θάνατος συντρίβεται όταν ο Θεάνθρωπος σταυρώνεται (Εβρ. β’. 14), η ζωή αποκτά αξία όταν χάνεται (Μάρκ. η’ 35), ο άνθρωπος μακαρίζεται όταν πεθαίνει (μακαρία η οδός…), οδηγείται κανείς εις «πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ’ 13) από το Άγιο Πνεύμα που δεν ενσαρκώνεται.
Ο Χριστός δοξάζεται στη Βηθλεέμ όταν κενώνεται, στον Ιορδάνη όταν ταπεινώνεται, στο Θαβώρ όταν μεταμορφώνεται, στο Όρος των Ελαιών όταν αναλαμβάνεται, στον Γολγοθά όταν θυσιάζεται, στον τάφο όταν ανασταίνεται. Τότε αποκαλείται ο βασιλεύς της δόξης. Όλα αυτά ανατρέπουν τη συνήθη λογική. Την συντρίβουν. Αναδεικνύουν όμως το μεγαλείο του μυστικού ανθρώπου. Αυτό που κρύβει ο καθένας μέσα του, έστω κι αν το αγνοεί. Αυτό που καλείται να αναδείξει.
Η Εκκλησία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως, γιατί ξέρει να προτρέπει τους πιστούς να εισέρχονται δια της στενής πύλης, να βαδίζουν την τεθλιμμένη οδό (Ματθ. ζ’ 14), να ακολουθούν τον Κύριο αίροντες τον σταυρό τους (Ματθ. ιστ. 24), να ζουν συσταυρωμένοι με τον Χριστό (Γαλ. Β’ 20), να βλέπουν τη ζωή μέσα από τον θάνατο και να διακρίνουν τη σωτηρία μέσα από τον πόνο.
Προβάλλοντας τα παθήματά μας πάνω στον σταυρό του Κυρίου «εν ώ παθών έκτεινε τα πάθη», και τον θάνατο πάνω στον τάφο Του, τον οποίο μετέβαλε σε θρόνο Του, μπορούμε να ζούμε τα μεγάλα αποτελέσματα της πίστεως στον Νικητή του θανάτου: «ο πιστεύων εις εμέ ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιω. ζ’ 28), « ο πιστεύων εις εμέ τα έργα α εγώ ποιώ, κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιω. ιδ΄12) και «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται και πας ο ζών και πιστεύων εις εμέ ού μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιω. ια’ 26).
Η πίστη, η αυθεντική, αθώα, παιδική πίστη στη θεότητα του Χριστού, δείχνει τον Θεό… εκεί που Αυτός δεν φαίνεται.
Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου