Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Οδοιπορικό στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά.

Οδοιπορικό στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά.





Με το οδοιπορικό στην Αίγυπτο που ολοκληρώθηκε σήμερα και θα δημοσιευθεί σε λίγες ημέρες στα «Χανιώτικα νέα», επισκεφτήκαμε τη θρησκευτική μα και ιστορική περιοχή όπου στέκει αγέρωχο το άλλοτε φρούριο του Ιουστινιανού, κτισμένο σε μια απόκρημνη πετρώδη πλαγιά του Ιερού Όρους Σινά, ως ανεξάντλητος φάρος της Ορθοδοξίας συνεχίζοντας ν’ ακτινοβολεί στην Οικουμένη έχοντας τον σεβασμό του Αραβικού κόσμου.



Στο αρχονταρίκι του μοναστηριού ο Αρχιεπίσκοπος κ. Δαμιανός μαζί με άλλους πατέρες υποδέχονται την πρόεδρο του Συλλόγου Αθηνά Μυλωνάκη με την αποστολή και άλλους

Η ώρα του κεριού, για την οικογένεια, συγγενείς, χωριανούς, γείτονες και φίλους



Ο μοναχός π. Γρηγόριος και η γατούλα



Καθαρισμός και άναμμα των καντηλιών από μοναχό



Ο Χανιώτης ζωγράφος Σταύρος Προβιδάκης με τον Αρχιεπίσκοπο κ. Δαμιανό


Ορισμένες πολεμίστρες στα τείχη του μοναστηριού και άλλοι χώροι του άλλοτε απόρθητου φρουρίου.


Προσκύνημα στην Κάρα και το χέρι της Αγίας Αικατερίνης









Εσωτερικές όψεις του Ιερού Ναού της Αγίας Αικατερίνης με τους μοναχούς και τον αρχιεπίσκοπο κ. Δαμιανό.


Στιγμιότυπα από την ξενάγησή μας με τον μοναχό π. Γρηγόριο  στην ιστορική βιβλιοθήκη.



Η τραπεζαρία των μοναχών




 Εξωτερική όψη της Ιεράς Μονής από το μονοπάτι για την σκήτη του πατέρα Μωυσή.


 Οι καμήλες των Βεδουϊνων έξω από το Μοναστήρι μεταφέρουν για βόλτα τους επισκέπτες στα μονοπάτια της περιοχής.





 Ο γέροντας Μωυσής και η περιοχή της σκήτης η οποία έχει μετατραπεί σ’ έναν αληθινό παράδεισο.





 Γυναίκες Βεδουίνες σε ώρα εργασίας κεντήματος στα εργαστήρια του χωριού τους.



 Ένα κέρασμα στα μικρά παιδιά με καραμέλες και μαντζούνια.


 Το μικρό πούλμαν και ο Μοχάμεντ που συνεργάζεται με την Μονή μεταφέρει ευχάριστα με τον καλό του χαρακτήρα, τον κόσμο από και προς το μοναστήρι από το αεροδρόμιο του Καϊρου.




 Η τραπεζαρία, το μαγειρείο, το καφενείο και ο ξενώνας που εξυπηρετούν τους επισκέπτες στη Μονή. Ανάμεσα στο προσωπικό η Αθηνά Μυλωνάκη.




 Στιγμιότυπα από το Αλ Χαλίλι στο Κάιρο.




Όψη με κεντρικό δρόμο του Καίρου μια τεράστια μεγαλούπολη δύο… ταχυτήτων με πλούσιες και φτωχές συνοικίες. Το κυκλοφορικό πρόβλημα, βέβαια, είναι μεγάλο αφού δεν υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες. Παρά ταύτα, δεν συμβαίνουν πολλά ατυχήματα επειδή όλοι, οδηγοί και πεζοί προσέχουν…

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΕΙΣ ΠΟΙΜΕΝΑ

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ΛΟΓΟΣ ΕΤΕΡΟΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

 

Εἰς τὸν Ποιμένα

ΣΤΟ ΕΠΙΓΕΙΟ αὐτὸ βιβλίο, ὦ θαυμάσιε, σὲ ἄφησα τελευταῖο ἀπὸ ὅλους. Στὸ οὐράνιο ὅμως βιβλίο εἶμαι πεπεισμένος ὅτι θὰ προηγῆσαι ὅλων μας, διότι ἀσφαλῶς εἶναι ἀξιόπιστος Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε ὅτι «οἱ τελευταῖοι κατὰ τὸ φρόνημα θὰ εἶναι πρῶτοι κατὰ τὸ ἀξίωμα» (πρβλ. Ματθ. κ´ 16).
2. Ποιμὴν στὴν κυριολεξία εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ θεραπεύση τὰ ἀπολωλότα λογικὰ πρόβατα μὲ τὴν ἀκακία του, τὸν ζῆλο του καὶ τὴν προσευχή του.
3. Κυβερνήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς κόπους του ἀπέκτησε πνευματικὴ δύναμι, καὶ μπορεῖ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν τρικυμία, ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἄβυσσο νὰ ἀνασύρη καὶ νὰ σώσῃ τὸ πλοῖο.
4. Ἰατρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀποκτήσει σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀνοσία καὶ δὲν χρειάζεται κανένα φάρμακο γιὰ τὴν ὑγεία του.
5. Διδάσκαλος πραγματικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸν πνευματικὸ βιβλίο, γραμμένο διὰ «δακτύλου Θεοῦ», δηλαδὴ διὰ τῆς ἐνεργείας τῆς θεϊκῆς ἐλλάμψεως καὶ δὲν ἔχει πλέον ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἄλλα βιβλία (1). Δὲν ἁρμόζει στοὺς διδασκάλους νὰ διδάσκουν ἀπὸ ἀντίγραφα καὶ χειρόγραφα, ὅπως καὶ στοὺς ζωγράφους νὰ ἀντιγράφουν παλαιοὺς πίνακες.
6. Ἐσὺ ποὺ ἐκπαιδεύεις αὐτοὺς ποὺ εὑρίσκονται κάτω, νὰ τοὺς παρέχης διδασκαλίες ἀπὸ τὴν ἄνωθεν ἐξ ὕψους σοφία· καὶ μὲ τὶς αἰσθητὲς εἰκόνες καὶ μεθόδους γύμναζέ τους στὰ πνευματικά. Μὴ ξεχάσῃς αὐτὸν ποὺ λέγει, ὅτι «οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων οὐδὲ δι᾿ ἀνθρώπου τὴν διδασκαλίαν παρέλαβον ἢ ἐδιδάχθην» (Γαλ. α´ 12). Διότι δὲν εἶναι δυνατόν μὲ γήϊνες διδασκαλίες νὰ θεραπεύσουν ποτὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι πεσμένοι στὴν γῆ.
7. Ὁ ἱκανὸς κυβερνήτης θὰ διασῴση τὸ πλοῖο, καὶ ὁ καλὸς ποιμὴν θὰ ζωογονήση καὶ θὰ θεραπεύση τὰ ἀρρωστημένα πρόβατα. Ὅσο τὰ πρόβατα ἀκολουθοῦν συνεχῶς τὸν ποιμένα καὶ προχωροῦν, τόσο θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀπολογηθῆ ὑπὲρ αὐτῶν στὸν οἰκοδεσπότη. Ἂς λιθοβολῆ μὲ τὰ λόγια ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ποὺ μένουν πίσω ἀπὸ ὀκνηρία ἢ γαστριμαργία. Εἶναι καὶ αὐτὸ μία ἀπόδειξις καλοῦ ποιμένος.
8. Ὅταν τὰ πρόβατα ἀρχίζουν νὰ νυστάζουν ψυχικὰ ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ καύσωνος ἢ μᾶλλον τοῦ σώματος, τότε ὁ ποιμὴν ἂς ὑψώνη τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἂς ἀγρυπνῆ μὲ ὑπερβολικὸ ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτά. Διότι συνήθως τὴν περίοδο αὐτὴ τοῦ καύσωνος ὁ λύκος τρώγει πολλὰ πρόβατα. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐὰν τὰ λογικὰ πρόβατα δείξουν ταπείνωσι, ὅπως τὰ ἄλογα πρόβατα ποὺ τὴν ὥρα τοῦ καύσωνος κλίνουν κάτω πρὸς τὴν γῆ τὸ κεφάλι, τότε ἂς ἐνθυμούμεθα ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν´ 19).
9. Ὅταν πέση στὸ ποίμνιο ὁ σκοτισμὸς καὶ ἡ νύκτα τῶν παθῶν, στῆσε ἀκοίμητο τὸν «κύνα» (τὸν σκύλο) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στὴν νυκτερινὴ σκοπιά. Δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο νὰ θεωρήσης ὡς κύνα τὸν νοῦ σου ποὺ φονεύει τὰ (νοητά) θηρία.
10. Ὁ ἀγαθὸς Κύριος μᾶς ἔδωσε καὶ τοῦτο τὸ φυσικὸ ἰδίωμα: ὁ ἀσθενὴς νὰ χαίρεται βλέποντας τὸν ἰατρό, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔχη καμμία ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτόν.
11. Ἀπόκτησε καὶ σύ, ὦ θαυμάσιε, ἔμπλαστρα, ἰατρικὰ ὑγρά, ξυράφια, κολλύρια, σπόγγους, φλεβότομα, θερμοκαυτῆρες, ἀλοιφές, ὑπνωτικά, μαχαίρι, ἐπιδέσμους καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται «ἀναυσία», (δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ σὲ πιάνη ναυτία καὶ ἀηδία ἀπὸ τὴν δυσωδία τῶν πληγῶν). Ἂν δὲν τὰ διαθέτωμε αὐτά, πῶς θὰ ἀσκήσωμε τὴν ἐπιστήμη μας; Δὲν ὑπάρχει τρόπος. Διότι ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ἔμπρακτη ἐπέμβασι (ὠφελοῦν) οἱ ἰατροὶ (τοὺς ἀσθενεῖς καί) παίρνουν τὴν ἀμοιβή τους.
12. Ἔμπλαστρο εἶναι ἡ θεραπεία τῶν παθῶν ποὺ φαίνονται ἐξωτερικά, δηλαδὴ τῶν σωματικῶν. Ἰατρικὸ ὑγρὸ εἶναι ἡ θεραπεία τῶν ἐσωτερικῶν παθῶν καὶ τὸ ἄδειασμα τῆς ἐσωτερικῆς ἀκαθαρσίας ποὺ δὲν φαίνεται. Ξυράφι εἶναι ὁ ἐξευτελισμὸς ποὺ δαγκώνει, ἀλλὰ καθαρίζει τὴν σαπίλα τῆς οἰήσεως.
Κολλύριο εἶναι τὸ καθάρισμα τοῦ ψυχικοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐθολώθηκε καὶ ἐταράχθηκε ἀπὸ τὸν θυμό.
Κολλύριο εἶναι ἡ ἐπίπληξις ποὺ πικραίνει ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγο θεραπεύει.
Φλεβότομο εἶναι τὸ σύντομο ἄδειασμα κρυμμένης ἀκαθαρσίας καὶ δυσωδίας.
Φλεβότομο εἶναι, κυρίως, ἔντονη καὶ ἀπότομη ἐπέμβασις πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀσθενῶν.
Σπόγγος εἶναι ἡ μετὰ τὴν φλεβοτομία καὶ τὴν ἐγχείρησι θεραπεία καὶ τὸ δρόσισμα τοῦ ἀσθενοῦς μὲ τὰ γλυκὰ καὶ ἤπια καὶ ἀπαλὰ λόγια τοῦ ἰατροῦ. Θερμοκαυτὴρ εἶναι ὁ κανὼν καὶ τὸ ἐπιτίμιο ποὺ δίνεται μὲ ἀγάπη γιὰ ὡρισμένο χρόνο στὸν ἁμαρτήσαντα γιὰ μετάνοιά του. Ἀλοιφὴ εἶναι ἡ μετὰ τὸν καυτηριασμὸ ἀνακούφισις ποὺ προσφέρεται στὸν ἀσθενῆ μὲ κάποιο λόγο ἢ μὲ ἄλλη μικρὴ παρηγοριά.
Ὑπνωτικὸ εἶναι τὸ νὰ σηκώσωμε τὸ φορτίο τοῦ ὑποτακτικοῦ καὶ μὲ τὴν ὑποταγὴ νὰ τοῦ χαρίσωμε ἀνάπαυσι καὶ ὕπνο ἄϋπνο καὶ ἁγία τύφλωσι, ὥστε νὰ μὴ βλέπη τὰ καλὰ ποὺ ἔχει. Ἐπίδεσμος εἶναι τὸ νὰ στερεώνης μέχρι θανάτου καὶ νὰ δένης σφικτὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ τοὺς παραλελυμένους καὶ ἀποχαυνωμένους ἀπὸ τὴν κενοδοξία.
Καὶ τελευταῖα ἀπ᾿ ὅλα, μαχαίρι εἶναι τὸ μέτρο καὶ ἡ ἀπόφασις γιὰ τὴν ἀποκοπὴ ἑνὸς σώματος ποὺ ἐνεκρώθηκε ψυχικὰ καὶ ἑνὸς μέλους ποὺ ἐσάπησε, ὥστε νὰ μὴ μεταδώση καὶ στοὺς ὑπολοίπους τὴν ἰδική του βλάβη.
13. Μακαρία καὶ ἀξιέπαινη γιὰ τοὺς ἰατροὺς ἡ «ἀναυσία» καὶ γιὰ τοὺς Ἡγουμένους ἡ ἀπάθεια. Διότι οἱ μὲν πρῶτοι, ἐφ᾿ ὅσον δὲν αἰσθάνονται ναυτία καὶ ἀηδία, χωρὶς κόπο θὰ ἐπιχειρήσουν τὴν θεραπεία κάθε δυσωδίας. Καὶ οἱ δεύτεροι πάλι κάθε νεκρωμένη ψυχὴ θὰ μπορέσουν νὰ τὴν ἀναστήσουν.
14. Ἂς εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἡγουμένου: νὰ κατορθώση νὰ συμμετέχη στὸν πόνο καὶ στὶς διαθέσεις κάθε ἀδελφοῦ ἀνάλογα μὲ τὴν τάξι καὶ ἀξία τοῦ καθενός. Γιὰ νὰ μὴ τὸ πάθη ὅπως ὁ Ἰακὼβ καὶ βλάψῃ πολύ, τόσο αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ, ὅσο καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς συμμοναστάς. Αὐτὸ δὲ συνήθως τὸ παθαίνουν οἱ Ἡγούμενοι, ὅταν δὲν ἔχουν ἀκόμη τελείως γυμνασμένες τὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις (Ἑβρ. ε´ 14), ὥστε νὰ ξεχωρίζουν τὸ καλό, τὸ κακὸ καὶ τὸ ἐνδιάμεσο.
15. Εἶναι μεγάλη ἐντροπὴ γιὰ τὸν Γέροντα νὰ προσεύχεται νὰ δοθῆ στὸν ὑποτακτικό του κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν τὸ ἀπέκτησε ἀκόμη. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀντίκρυσαν τὸ πρόσωπο τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ἔκαναν φίλο τους, μποροῦν ἔπειτα καὶ τὸν κάθε ὑπηρέτη καὶ βοηθό του, ἀκόμη καὶ ἄγνωστος ἐὰν εἶναι καὶ ἐχθρός, ἐὰν θελήσουν, νὰ τὸν συμφιλιώσουν μὲ τὸν βασιλέα καὶ νὰ τὸν κάνουν νὰ ἀπολαύση τὴν δόξα του. Παρόμοια σκέπτεται καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους.
16. Τοὺς πιὸ στενοὺς καὶ ἀληθινοὺς φίλους τοὺς σέβονται καὶ τοὺς ὑπακούουν οἱ φίλοι τους. Ἴσως ἀκόμη πιέζονται καὶ ἐκβιάζονται ἀπὸ αὐτούς. Εἶναι καλὸ νὰ ἀποκτήσης φίλους τοὺς «νοερούς» φίλους (2), διότι κανεὶς ἄλλος δὲν μᾶς βοηθεῖ τόσο πολὺ στὴν ἀρετή.
17. Κάποια θεοφιλὴς ψυχὴ μοῦ διηγήθηκε ὅτι πάντοτε, ἰδιαιτέρως ὅμως στὶς ἐτήσιες καὶ Δεσποτικὲς ἑορτές, ὁ Θεὸς ἀμείβει τοὺς δούλους Του μὲ δωρεές (3).
18. Ὁ ἰατρὸς ὀφείλει νὰ ἀποβάλη τελείως τὰ πάθη ἀπὸ μέσα του· ὥστε στὴν κατάλληλη περίστασι νὰ μπορέση νὰ τὰ ὑποκριθῆ, καὶ μάλιστα τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ. Διότι ἐὰν δὲν τὰ ἔχη τελείως ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ μπορέση τότε νὰ τὰ ὑποκριθῆ μὲ ἀπάθεια.
19. Εἶδα ἕναν ἵππο ποὺ ἦταν ἀκόμη κάπως ἀγύμναστος, ὁ ὁποῖος καθὼς ἐσύρετο ἀπὸ τὸ χαλινάρι καὶ ἐβάδιζε ἥσυχα, ξαφνικά, μόλις ἐχαλάρωσε ὀλίγο τὸ χαλινάρι, ἐπεβουλεύθηκε τὴν ζωὴ τοῦ ἰδίου τοῦ κυρίου του. Ἡ ὅμοια μὲ αἴνιγμα αὐτὴ περίπτωσις ἐφαρμόζεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μὲ δυὸ δαίμονας (4). Ὅσοι θέλουν νὰ τὴν ἐρευνήσουν, ἂς τὴν ἐρευνήσουν ἐπίπονα. Τότε ὁ ἰατρὸς θὰ καταλάβη τὴν σοφία ποὺ τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεός, ὅταν μπορέση καὶ θεραπεύση τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα γιὰ τοὺς πολλοὺς εἶναι ἀθεράπευτα.
20. Ἀξιοθαύμαστος διδάσκαλος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔκανε σοφοὺς τοὺς καλοὺς καὶ εὐμαθεῖς μαθητάς, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε σοφοὺς τοὺς ἀμαθεῖς καὶ καθυστερημένους. Τότε ἀναδεικνύεται καὶ ἐπαινεῖται ἡ εὐφυΐα τῶν ἡνιόχων, ὅταν (καί) μὲ ἀκατάλληλους καὶ ἀγύμναστους ἵππους νικήσουν καὶ τοὺς ἵππους διασώσουν.
21. Ἐὰν σοῦ ἐδόθηκαν ὀφθαλμοί, γιὰ νὰ προβλέπης τὰ κύματα, ἂς δίδης καλὲς καὶ σαφεῖς προειδοποιήσεις στοὺς εὑρισκομένους μέσα στὸ πλοῖο. Διαφορετικὰ θὰ εἶσαι καὶ ἐσὺ αἴτιος τοῦ ναυαγίου, ἀφοῦ ἐσὺ ἀνέλαβες, περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι ἀμέριμνοι, τὴν κυβέρνησι τοῦ πλοίου.
22. Εἶδα ἰατροὺς ποὺ δὲν ἐφανέρωσαν ἀπὸ πρὶν στὸν ἄρρωστο τὰ αἴτια τῆς ἀσθενείας. Ἔτσι καὶ στοὺς ἀσθενεῖς καὶ στὸν ἑαυτό τους ἐπροξένησαν πολὺ κόπο καὶ συντριβή.
23. Ὅσο ὁ Γέροντας βλέπει τὴν μεγάλη ἀφοσίωσι τῶν ὑποτακτικῶν του καὶ τῶν ξένων πρὸς τὸ πρόσωπό του, τόσο περισσότερο ὀφείλει τότε νὰ προσέχη στὸ κάθε τί ποὺ πράττει καὶ λέγει. Διότι ἀντιλαμβάνεται πὼς ὅλοι ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτὸν σὰν σὲ «ἀρχέτυπον εἰκόνα» καὶ τὰ λόγια του καὶ τὶς πράξεις του τὰ θεωροῦν κανόνα καὶ νόμο γιὰ τὴν ζωή τους.
24. Τὸν ἀληθινὸ ποιμένα θὰ τὸν φανερώση ἡ ἀγάπη του. Ἀπὸ ἀγάπη ἄλλωστε ὁ Ποιμὴν ἐσταυρώθηκε.
25. Κάνε ἰδικά σου μὲ τὰ λόγια, (ὄχι καὶ μὲ τὰ ἔργα), τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Ἔτσι δὲν θὰ χρειασθῆ νὰ ἀντιμετωπίζης πάντοτε πολλὴ ἐντροπὴ (ἐκ μέρους τῶν ἐξομολογουμένων).
26. Κάνε τὸν ἁμαρτάνοντα νὰ πονέση ὀλίγο καιρό, ὥστε νὰ μὴ μακροχρονίση ἡ ἀσθένειά του ἢ ἐπέλθη ὁ θάνατος ἐξ αἰτίας τῆς καταραμένης σιωπῆς σου. Πολλοὶ ἀπὸ τὴν σιωπὴ τοῦ κυβερνήτου ἐνόμισαν ὅτι πλέουν καλά, μέχρις ὅτου προσέκρουσαν ἐπάνω σὲ βράχους.
27. Ἂς ἀκούσωμε τὸν μέγαν Παῦλο ποὺ γράφει πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Νὰ τοὺς παρατηρῆς εὐκαίρως (= σὲ κατάλληλο καιρό) καὶ ἀκαίρως (= σὲ ἀκατάλληλο καιρό)» (Β´ Τιμ. δ´ 2). Μὲ τὸ «εὐκαίρως» νομίζω ὅτι ἐννοεῖ τὴν περίπτωσι ποὺ οἱ ἐλεγχόμενοι δέχονται εὐχαρίστως τὸν ἔλεγχο. Καὶ μὲ τὸ «ἀκαίρως», ὅταν πικραίνωνται ἀπὸ αὐτόν. Ἄλλωστε παρόμοια γίνεται καὶ μὲ τὶς πηγές. Ἀναβλύζουν ὕδατα, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν πάντοτε πλησίον τους διψασμένοι.
28. Ὑπάρχουν καὶ Γέροντες, γιὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, μὲ συνεσταλμένο χαρακτήρα, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς ἀποσιωποῦν ὅσα πρέπει νὰ λεχθοῦν στοὺς ὑποτακτικούς. Καὶ αὐτοὶ ἂς μὴ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ ἂς φροντίζουν νὰ δίδουν ἐγγράφως σ᾿ αὐτοὺς τὶς ἀπαραίτητες ἐντολές.
29. Ἂς ἀκούσωμε τί λέγει σὲ ὡρισμένα σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφή: «Κόψε την (τὴν συκιά). Γιατί νὰ ἀχρηστεύη καὶ τὴν γῆ»; (Λουκ. ιγ´ 7). «Ἀποδιῶξτε τὸν πονηρὸ ἀπὸ ἀνάμεσά σας» (Α´ Κορ. ε´ 13). «Νὰ μὴ προσεύχεσαι (ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἱερεμία) γι᾿ αὐτὸν τὸν λαό» (Ἱερ. ζ´ 16). Παρόμοιο ἐλέχθη (στὸν Σαμουήλ) γιὰ τὸν Σαοὺλ (Α´ Βασ. ιστ´ 1). Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τὰ γνωρίζη ὁ Ποιμήν. Καὶ νὰ γνωρίζη σὲ ποιοὺς καὶ πῶς καὶ πότε πρέπει νὰ ἐφαρμόζωνται. Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ ἀξιόπιστο ἀπὸ τὸν Θεόν.
30. Ἐὰν κανεὶς δὲν ἐντρέπεται ὅταν ἐλέγχεται ἰδιαιτέρως, γι᾿ αὐτὸν ὁ δημόσιος ἔλεγχος θὰ γίνη ἀφορμὴ ἀναισχυντίας, διότι αὐτὸς θεληματικὰ ἀπεστράφη καὶ ἐβδελύχθη τὴν σωτηρία του.
31. Σκέπτομαι καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶδα σὲ πολλοὺς καλόγνωμους ἀσθενεῖς. Γνωρίζοντας τὴν δειλία τους καὶ τὴν ἀδυναμία τους, ἱκέτευσαν τοὺς ἰατροὺς νὰ τοὺς δέσουν καὶ χωρὶς τὴν θέλησί τους καὶ μὲ θεληματικὴ βία νὰ τοὺς ἰατρεύσουν. Διότι «τὸ μὲν πνεῦμα ἦτο πρόθυμον» γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ζωῆς, «ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής» (Ματθ. κς´ 41) γιὰ τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες τοῦ παρελθόντος. Καὶ ἐγὼ βλέποντας αὐτὸ παρεκάλεσα τοὺς ἰατροὺς νὰ πεισθοῦν καὶ νὰ ὑπακούσουν σ᾿ αὐτούς.
32. Ὁ ὁδηγός, δηλαδὴ ὁ Γέροντας, οὔτε πρέπει νὰ παρουσιάζη σὲ ὅλους ὅσους προσέρχονται στὴν μοναχικὴ ζωὴ «στενὴν καὶ τεθλιμμένην τὴν ὁδόν» (Ματθ. ζ´ 14), ἀλλ᾿ οὔτε καὶ στὸν καθένα «τὸν ζυγὸν χρηστὸν καὶ τὸ φορτίον ἐλαφρόν» (Ματθ. ια´ 30). Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ ἐξετάζη κάθε περίπτωσι καὶ ἀναλόγως νὰ προσφέρη τὸ κατάλληλο φάρμακο. Σ᾿ αὐτοὺς ποὺ βαρύνονται ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα καὶ εὔκολα ρέπουν πρὸς τὴν ἀπόγνωσι, ἂς δίδεται τὸ δεύτερο φάρμακο. Ἐνῷ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ρέπουν πρὸς τὸ ὑπερήφανο καὶ ἐγωϊστικὸ φρόνημα εἶναι κατάλληλο τὸ πρῶτο.
33. Μερικοὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνουν μεγάλη ὁδοιπορία ἐρώτησαν αὐτοὺς ποὺ ἐγνώριζαν τὸν δρόμο, καὶ ἐκεῖνοι τοὺς εἶπαν ὅτι εἶναι ἴσιος καὶ χωρὶς κινδύνους. Ἔτσι ὅμως, ἀκούοντας αὐτά, ὡδοιποροῦσαν ἀνέμελα καὶ στὰ μισά του δρόμου ἢ ἐκινδύνευσαν ἢ ἀκόμη καὶ ἐγύρισαν πίσω, διότι εὑρέθηκαν ἀπροετοίμαστοι γιὰ τὶς θλίψεις. Τὸ ἴδιο σκέψου καὶ γιὰ τὴν ἀντίθετη περίπτωσι.
34. Ὅπου ἄναψε στὴν καρδιὰ ὁ θεῖος ἔρως, ἐκεῖ δὲν ἴσχυσε ὁ φόβος τῶν λόγων. Ὅπου ἔκανε τὴν παρουσία του ὁ φόβος τῆς γεένης, ἐκεῖ παρατηρεῖται ὑπομονὴ κάθε κόπου. Καὶ ὅπου ἐμφανίζεται ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου βασιλείας, ἐκεῖ συναντᾶς τὴν περιφρόνησι ὅλων τῶν ἐπιγείων.
35. Ὁ καλὸς στρατηγὸς πρέπει νὰ γνωρίζη καλὰ τὴν θέσι καὶ τὴν τάξι καθενὸς στρατιώτου. Ἴσως μέσα στὸ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν του νὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ ξεχωρίζουν στὴν μάχη καὶ στὴν μονομαχία. Αὐτοὶ πρέπει νὰ ἀποτραβηχθοῦν στὴν ἡσυχία καὶ νὰ εἶναι βοηθοί του ὑπὲρ τῶν συστρατιωτῶν τους.
36. Ὁ κυβερνήτης δὲν μπορεῖ μόνος του, χωρὶς τὴν συνεργασία τῶν ναυτῶν, νὰ σώσῃ τὸ πλοῖο. Οὔτε ὁ ἰατρὸς μπορεῖ νὰ θεραπεύση τὸν ἀσθενῆ, ἂν προηγουμένως δὲν παρακληθῆ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἂν δὲν παρακινηθῆ ἀπὸ τὴν πλήρη ἐμπιστοσύνη του καὶ τὴν φανέρωσι τοῦ τραύματος. Ὅσοι ἐντράπηκαν τοὺς ἰατρούς, ἄφησαν τὶς πληγὲς νὰ σαπήσουν· πολλοὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς ὡδηγήθηκαν καὶ στὸν θάνατο.
37. Ὅταν βόσκουν τὰ πρόβατα, ὁ Ποιμὴν ἂς μὴ παύη νὰ παίζη τὴν φλογέρα τῆς διδασκαλίας καὶ μάλιστα ὅταν πρόκειται νὰ κοιμηθοῦν. Διότι τίποτε ἄλλο δὲν φοβεῖται ὁ λύκος ὅσο τὸν ἦχο τῆς ποιμενικῆς φλογέρας.
38. Ὁ Γέροντας δὲν πρέπει οὔτε πάντοτε νὰ ταπεινώνεται παράλογα οὔτε πάντοτε νὰ ἐξυψώνη τὸν ἑαυτό του ἀπερίσκεπτα, βλέποντας τὸν Παῦλο νὰ χρησιμοποιῆ καὶ τὰ δυὸ κατὰ τὶς περιστάσεις (πρβλ. Β´ Κορ. ι´ 10 καὶ ιβ´ 10).
39. Ὁ Κύριος πολλὲς φορὲς ἔκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ὑποτακτικῶν μερικὰ ἐλαττώματα τοῦ Γέροντος. Ἐκεῖνος ὅμως τὰ ἐφανέρωσε σ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐκλόνισε μέσα τους τὴν ἐμπιστοσύνη.
40. Εἶδα Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ὑπερβολικὴ ταπείνωσι συμβουλευόταν σὲ μερικὰ πράγματα τὰ τέκνα του. Εἶδα ὅμως καὶ ἄλλον ποὺ ἤθελε ἀπὸ ὑπερηφάνεια νὰ τοὺς ἐπιδεικνύη τὴν ἄσοφη σοφία του καὶ νὰ τοὺς συμπεριφέρεται εἰρωνικά.
41. Σπανίως βέβαια, ἀλλὰ ἔτυχε περίστασι ποὺ εἶδα ἐμπαθεῖς νὰ γίνωνται Γέροντες ἀπαθῶν, καὶ σιγὰ-σιγά, ἐπειδὴ ἐντράπηκαν τοὺς ὑποτακτικούς των, νὰ περιορίζουν τὰ πάθη των. Αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα νομίζω ὅτι τὸ ἐπέφερε σ᾿ αὐτοὺς ὁ μισθὸς τῶν «σεσωσμένων», τῶν καλῶν ὑποτακτικῶν δηλαδή. Καὶ ἀπέβη σ᾿ αὐτοὺς ἡ ἐμπαθὴς διακονία αἰτία ἀπαθείας.
42. Πρέπει νὰ προσέχωμε, ὥστε νὰ μὴ σκορπίσωμε στὸ πέλαγος ὅσα συναθροίσαμε στὸ λιμάνι. Ἀντιλαμβάνονται τὸν λόγο ὅσοι εἶναι ἀκόμη ἀσυνήθιστοι καὶ ἀγύμναστοι στοὺς θορύβους τοῦ κόσμου.
43. Μεγάλο πράγμα εἶναι ἀληθινὰ τὸ νὰ ὑπομένης μὲ ἀνδρεία τὸν καύσωνα τῆς ἡσυχίας καὶ τὴν ἄπνοια καὶ τὸν πόλεμο τῆς ἀμελείας καὶ ἀδιαφορίας, καὶ νὰ μὴν ἐπιζητῆς ρεμβασμοὺς καὶ κινήσεις καὶ παρηγορὶες ἔξω ἀπὸ τὸ πλοῖο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ κελλί, ὅπως κάνουν οἱ ἀμελεῖς καὶ ἀδιάφοροι ναυτικοί, οἱ ὁποῖοι τὶς ὧρες τῆς νηνεμίας ποθοῦν τὸ κολύμπι μέσα στὰ νερά. Ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ὅμως εἶναι τὸ νὰ μὴ φοβῆσαι τοὺς θορύβους, ἀλλὰ νὰ μένης ἀπτόητος στὴν καρδιὰ ἀπὸ τοὺς κτύπους των καὶ ἀτάραχος καὶ νὰ συναναστρέφεσαι ἐξωτερικὰ μὲν μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐσωτερικὰ δὲ μὲ τὸν Θεόν.
44. Ἂς σοῦ εἶναι, ὦ θαυμάσιε, τὰ ὅσα συμβαίνουν στὰ κοσμικὰ δικαστήρια, ἀφορμὴ σκέψεως γιὰ τὰ ἰδικά μας πράγματα. Ἂς παρατηρῆς ποιὸς ἔρχεται στὸ φοβερὸ καὶ ἀληθινὸ δικαστήριό μας ὡς κατάδικος· καὶ ποιὸς ὡς ἀθῷος ἔχοντας πολλὴ ἐπιθυμία νὰ ἐργασθῆ καὶ νὰ ὑπηρετήση τὸν Θεόν. Εἶναι ὁπωσδήποτε ἀντίθετος ὁ ἐρχομὸς τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοῦ ἄλλου, καὶ χρειάζεται ὁ καθένας τὴν ἰδική του ἀντιμετώπισι.
45. Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἂς ἐρωτᾶται ὁ ἔνοχος -ἰδιαιτέρως ὅμως- τί εἴδους ἁμαρτίες διέπραξε. Αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους: Γιὰ νὰ μὴν ἀποκτᾶ παρρησία, ἐπειδὴ θὰ κεντᾶται καὶ θὰ ταπεινώνεται συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι αὐτή. Καὶ γιὰ νὰ παρακινῆται πρὸς ἀγάπην μας, γνωρίζοντας ποιὰ τραύματα ἀνελάβαμε στοὺς ὤμους μας.
46. Οὔτε τοῦτο νὰ σοῦ διαφεύγη, ὦ σεπτὲ φίλε, ὅπως καὶ δὲν σοῦ εἶναι ἄγνωστο· μὴ γένοιτο! Ἐννοῶ ὅτι πρέπει στὴν κρίσι τῶν ἐνόχων νὰ λαμβάνωνται ὑπ᾿ ὄψιν καὶ οἱ τόποι (ὅπου ἔζησαν) καὶ ἡ ἀνατροφή τους καὶ οἱ συνήθειές τους. Διότι προέρχονται ἐξ αὐτῶν μεγάλες καὶ ποικίλες διαφορές. Πολλὲς φορὲς ὁ ἀσθενέστερος σωματικὰ εἶναι ταπεινότερος στὴν καρδιά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τιμωρῆται ἐλαφρότερα ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς δικαστάς. Εὐνόητο εἶναι, τί ἰσχύει γιὰ τὴν ἀντίθετη περίπτωσι.
47. Δὲν εἶναι σωστὸ ὁ λέων νὰ βόσκη πρόβατα. Παρομοίως δὲν εἶναι ἀσφαλὲς ἕνας ποὺ εἶναι ἀκόμη ἐμπαθὴς νὰ κυβερνᾶ ἄλλους ἐμπαθεῖς.
48. Ἄσχημο θέαμα ἡ ἀλεποῦ ἀνάμεσα στὶς ὄρνιθες. Τίποτε ὅμως πιὸ ἄσχημο ἀπὸ Ποιμένα ποὺ ὀργίζεται. Διότι αὐτὴ μὲν ἀναταράζει καὶ φονεύει ὄρνιθες, αὐτὸς δὲ λογικὲς ψυχές.
49. Πρόσεξε μὴ γίνης λεπτολόγος ἐξεταστής καὶ τῶν πιὸ μικρῶν σφαλμάτων, διότι ἔτσι δὲν θὰ εἶσαι πλέον μιμητὴς τοῦ Θεοῦ.
50. Ἂς ἔχης καὶ σὺ τὸν Θεὸν οἰκονόμο καὶ Ἡγούμενο σὲ ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ὑποθέσεις σου, σὰν ἕνα ἄριστο κυβερνήτη. Κόβοντας δὲ μὲ τὴν ἐπέμβασι Ἐκείνου τὸ θέλημά σου, θὰ γίνης καὶ σὺ ἀμέριμνος καὶ θὰ καθοδηγῆσαι ἀπὸ τὸ νεῦμα Του καὶ μόνο.
51. Πρέπει καὶ σὺ καὶ ὅλοι νὰ ἐξετάσωμε τὸ ἑξῆς: Μήπως ἡ θεία Χάρις οἰκονόμησε νὰ γίνουν μέσῳ ἡμῶν πάρα πολλὰ θαυμαστὰ πράγματα, ὄχι ἀπὸ τὴν ἰδική μας καθαρότητα (καὶ ἁγιότητα), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστι τῶν ὑποτακτικῶν. Ἄλλωστε καὶ πολλοὶ ἐμπαθεῖς (καὶ ἁμαρτωλοὶ Γέροντες) ἐθαυματούργησαν μὲ τὸν τρόπο ποὺ προανεφέρθη.
52. Ἐάν, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «πολλοὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ μοῦ εἰποῦν· Κύριε, Κύριε, ἐμεῖς δὲν ἐπροφητεύσαμε στὸ ὄνομά σου;» κ. λπ. (Ματθ. ζ´ 22), τότε δὲν εἶναι ἀπίστευτο αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη πιὸ ἐπάνω.
53. Ἐκεῖνος ποὺ πραγματικὰ ἐξιλέωσε τὸν Θεόν, μπορεῖ κατὰ τρόπο ἀφανῆ καὶ μυστικὸ νὰ εὐεργετῆ ὅσους ὑποφέρουν (ἀπὸ ἁμαρτίες). Ἔτσι ἐπιτυγχάνει δυὸ σπουδαιότατα πράγματα: Καὶ τὸν ἑαυτό του φυλάσσει ἄτρωτο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δόξα σὰν ἀπὸ ἐρυσίβη (=ἀρρώστια τῶν φυτῶν), καὶ αὐτοὺς ποὺ αἰσθάνθηκαν τὴν εὐεργεσία τοὺς κάνει νὰ εὐχαριστοῦν μόνο τὸν Θεόν.
54. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ τρέχουν μὲ νεανικὴ ὄρεξι ἑτοίμαζε πολὺ καλὰ καὶ μὲ γενναιοδωρία τὰ πιὸ ἐξαίρετα καὶ ἀνώτερα φαγητά. Σ᾿ ἐκείνους ὅμως ποὺ προχωροῦν καθυστερημένα εἴτε μὲ τὴν ζωή τους εἴτε μὲ τὴν διάθεσί τους, δίνε τους γάλα ὅπως στὰ μικρὰ παιδιά. Διότι βεβαίως κάθε προσφορὰ παρηγορίας ἔχει τὸν καιρό της.
55. Πολλὲς φορὲς τὸ ἴδιο φαγητὸ σὲ ἄλλους προξένησε προθυμία καὶ σὲ ἄλλους ἀθυμία. Πρέπει νὰ προσέχωμε ποιοὺς ἔχομε ἐμπρός μας προκειμένου νὰ κάνουμε σπορά. Νὰ προσέχωμε τὸν χρόνο, τὸ πρόσωπο, τὴν ποιότητα καὶ τὴν ποσότητα.
56. Μερικοὶ χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν καθόλου πόση εὐθύνη ἔχει τὸ νὰ ἀναλάβουν ὑποτακτικούς, ἐπεχείρησαν ἀπερίσκεπτα νὰ ποιμάνουν ψυχές. Καὶ συνέβη προηγουμένως νὰ διαθέτουν πολὺ πνευματικὸ πλοῦτο, τὸν ὁποῖον ὡς Γέροντες ἐσκόρπισαν στοὺς ἄλλους, καὶ ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὴν ὑπεύθυνη αὐτὴ θέσι μὲ ἄδεια τὰ χέρια.
57. Ὅπως ὑπάρχουν ἀληθινὰ καὶ γνήσια τέκνα καὶ ἄλλα ἀπὸ δεύτερο γάμο καὶ ἄλλα ἀπὸ δοῦλες καὶ ἄλλα ποὺ εὑρέθηκαν ἐγκαταλελειμμένα στὸν δρόμο, ἔτσι διακρίνομε πολλὲς ἀντιστοιχίες καὶ στὸ θέμα τῆς πνευματικῆς υἱοθεσίας. Πνευματικὴ ἀναδοχὴ στὴν κυριολεξία εἶναι τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τῆς ψυχῆς σου ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ ἄλλου. Ὑπάρχει καὶ ἀναδοχὴ μόνο ὡς πρὸς τὰ ἁμαρτήματα τοῦ παρελθόντος, καθὼς καὶ ὡς πρὸς τὰ ἁμαρτήματα μόνο ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ ἀναδοχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναλαμβάνομε μόνο τὸ βάρος τῶν ἰδικῶν μας ἐντολῶν, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἔλλειψις πνευματικῆς δυνάμεως καὶ ἀπαθείας. Ἀλλὰ καὶ στὴν πρώτη μορφὴ τῆς τελείας ἀναδοχῆς ἡ εὐθύνη καὶ τὸ βάρος ποὺ σηκώνομε εἶναι ἀνάλογο μὲ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ποὺ ἐπιβάλλομε.
58. Ὁ γνήσιος υἱὸς γνωρίζεται ποιὸς εἶναι στὴν ἀπουσία τοῦ πατέρα του. Ἂς παρατηρῆ ὁ Γέροντας καὶ ἂς σημειώνη καλὰ ὅσους τοῦ ἀντιμιλοῦν καὶ τοῦ ἀντιστέκονται, καὶ ἐπὶ παρουσία ὑψηλῶν προσώπων ἂς τοὺς ἐπιτιμᾶ μὲ βαρύτατες ἐπιπλήξεις καὶ τιμωρίες, ἔστω καὶ ἂν πικραίνονται πολὺ ἀπὸ τοὺς ἐξευτελισμοὺς αὐτούς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμπνέει φόβο καὶ στοὺς ἄλλους. Καὶ εἶναι βέβαια συμφερώτερο μὲ τὴν τιμωρία τοῦ ἑνὸς νὰ σωφρωνίζωνται οἱ πολλοί.
59. Ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ ἀνέλαβαν φορτία ἄλλων ὑπεράνω τῶν δυνάμεών τους ἀπὸ πνευματικὴ ἀγάπη φέροντας στὸν νοῦ τους Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ αὐτὴν κανεὶς δὲν ἔχει» κ. τ. λ. (Ἰωάν. ιε´ 13). Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἔχουν λάβει ἴσως ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν δύναμι τῆς πνευματικῆς ἀναδοχῆς καὶ ἐν τούτοις δὲν ἀναλαμβάνουν μὲ εὐχαρίστησι χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ ἀδελφοῦ ξένα φορτία.
Ἐγὼ αὐτοὺς τοὺς ἐλεεινολόγησα ὡς ἀνθρώπους χωρὶς ἀγάπη, ἐνῷ γιὰ τοὺς προηγουμένους εὑρῆκα νὰ ταιριάζη κάποιος λόγος τῆς Γραφῆς: «Ὅποιος ἐξάγει ἀπὸ τὸν ἀνάξιον τὸν ἄξιον, θὰ εἶναι ὡσὰν στόμα μου» (Ἱερ. ιε´ 19). Καὶ «ὅπως συμπεριεφέρθης στὸν ἄλλον, ἔτσι ἂς συμβῆ καὶ σ᾿ ἐσένα» (Ὀβδ. 15).
60. Παρακαλῶ νὰ προσέξης καὶ τὸ ἑξῆς: Ἡ «κατ᾿ ἔννοιαν» ἁμαρτία τοῦ Γέροντος λογαριάζεται πολλὲς φορὲς βαρύτερη ἀπὸ τὴν «κατ᾿ ἐνέργειαν» ἁμαρτία τοῦ ὑποτακτικοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἐλαφρότερο τὸ πταῖσμα τοῦ στρατιώτου ἀπὸ τὴν ἄσχημη καὶ ἄστοχη ἀπόφασι τοῦ στρατηγοῦ.
61. Νὰ νουθετῆς τοὺς ὑποτακτικούς σου νὰ μὴν ἐξομολογοῦνται μὲ λεπτομερῆ περιγραφὴ τοῦ εἴδους των τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα τῆς λαγνείας. Ὅλα ὅμως τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ φέρουν στὴν σκέψι τους νύκτα καὶ ἡμέρα λεπτομερῶς.
62. Γύμναζε τοὺς ὑποτακτικούς σου νὰ εἶναι μεταξύ τους τελείως εἰλικρινεῖς καὶ ἀκέραιοι. Ἀλλὰ πρὸς τοὺς δαίμονας νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικοί.
63. Ἂς μὴ σοῦ διαφεύγη σὲ τί ἀποσκοποῦν καὶ ποῦ καταλήγουν οἱ διάφορες σχέσεις τῶν προβάτων τῆς ποίμνης σου μεταξύ τους. Διότι οἱ λύκοι ἐπιδιώκουν νὰ καταστρέφουν τοὺς ἀγωνιστὰς μέσῳ τῶν ρᾳθύμων.
64. Μὴ τὸ θεωρῆς κοπιαστικὸ νὰ προσεύχεσαι -ἐφ᾿ ὅσον σοῦ τὸ ζητοῦν- καὶ γιὰ τοὺς ἐντελῶς ἀμελεῖς. Καὶ θὰ προσεύχεσαι ὄχι γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν -διότι εἶναι ἀδύνατο, ἐὰν δὲν συνεργήσουν κι ἐκεῖνοι- ἀλλὰ γιὰ νὰ ξυπνήση μέσα τους ὁ Θεὸς τὸν ζῆλο.
65. Οἱ ἀδύνατοι ἂς μὴ συντρώγουν μὲ αἱρετικούς, ὅπως ἔχει ὁρισθῆ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνας. Ὅσοι ὅμως μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου εἶναι δυνατοί, ἐὰν προσκαλοῦνται μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ καλὴ προαίρεσι ἀπὸ αὐτούς, καὶ θέλουν νὰ ὑπάγουν, ἂς πηγαίνουν πρὸς δόξαν Κυρίου.
66. Μὴ προφασίζεσαι ἄγνοια (γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διέπραξες). Γιατί ὅποιος δὲν ἐγνώριζε καὶ ἔπραξε ἄξια τιμωριῶν, θὰ τιμωρηθῆ γιατί δὲν ἐφρόντισε νὰ μάθη.
67. Εἶναι ἐντροπὴ γιὰ τὸν Ποιμένα νὰ φοβῆται τὸν θάνατο, (πράγμα ποὺ δὲν ταιριάζει οὔτε στὸν ὑποτακτικό), ἀφοῦ ἡ ὑπακοὴ χαρακτηρίζεται ἀκριβῶς ὡς ἀφοβία τοῦ θανάτου.
68. Ἐρεύνα, ὦ μακάριε, ποιὰ ἀρετὴ εἶναι ποὺ χωρὶς αὐτὴ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον (5). Καὶ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ πρὶν ἀπὸ ὅλα φρόντιζε νὰ τὴν ἀποκτήσουν τὰ τέκνα σου. Καὶ ἂς τὰ ἀπαλλάξης τελείως ἀπὸ τὸν πειρασμὸ νὰ βλέπουν γύρω τοὺς πρόσωπα μὲ ἁπαλὴ καὶ κάπως γυναικεία ὄψι.
69. Σὲ ὅλους τοὺς ἐν Κυρίῳ ὑποτακτικούς μας ἂς εἶναι ξεχωριστὲς οἱ κατοικίες καὶ οἱ τάξεις ἀνάλογα μὲ τὶς ἡλικίες τους. Ἔτσι δὲν θὰ χρειασθῆ νὰ διώξωμε κανέναν ἀπὸ τὸ λιμάνι.
70. Πρὶν ἀπὸ τὴν νόμιμη ἐνηλικίωση, ὅπως αὐτὴ ὁρίζεται ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, ἂς μὴν ἐπιθέσωμε σὲ κανέναν τὰ χέρια μας (δηλαδὴ ἂς μὴ κείρωμε κανέναν μοναχό). Μήπως συμβῆ μερικὰ πρόβατα νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπὸ ἄγνοια στὸ σχῆμα καί, ὅταν ἀργότερα ἔλθουν σὲ ἐπίγνωσι καὶ δὲν μποροῦν νὰ ὑπομείνουν «τὸ βάρος καὶ τὸν καύσωνα», λιποτακτήσουν πρὸς τὸν κόσμο, πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ εἶναι ἀκίνδυνο γι᾿ αὐτούς, ποὺ ἐβιάσθηκαν νὰ τοὺς κείρουν.
71. Ποιὸς ἄραγε ἔγινε τέτοιος πνευματικὸς «οἰκονόμος» ἀπὸ τὸν Θεόν, ὥστε νὰ μὴν ἔχη ὁ ἴδιος ἀνάγκη ἀπὸ τὶς βρύσες τῶν δακρύων του καὶ τοὺς μόχθους του, καὶ νὰ τὶς προσφέρη ἀφθόνως στὸν Θεὸν γιὰ τὴν ψυχικὴ κάθαρσι τῶν ἄλλων;
72. Ψυχὲς καὶ μάλιστα σώματα μολυσμένα καὶ ἀκάθαρτα, μὴ σταματήσης ποτὲ νὰ σπογγίζης (καὶ νὰ καθαρίζης). Γιὰ νὰ ζητήσης μὲ παρρησία ἀπὸ τὸν καλὸ Ἀγωνοθέτη ὄχι μόνο ἰδικούς σου στεφάνους, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ψυχῶν.
73. Ἐγνώρισα ἀσθενῆ ποὺ ἐκαθάρισε μὲ τὴν πίστι του τὴν ἀσθένεια ἄλλου ἀσθενοῦς. Τὸ ἐπέτυχε αὐτὸ ἱκετεύοντας ὑπὲρ ἐκείνου τὸν Θεὸν μὲ ἐπαινετὴ ἀναίδεια καὶ θυσιάζοντας τὴν ψυχή του χάριν τῆς ἄλλης ψυχῆς, μὲ ταπεινὸ βέβαια φρόνημα. Αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τὴν θεραπεία τοῦ ἄλλου ἐπέτυχε καὶ τὴν ἰδική του θεραπεία. Ὁμοίως ἐγνώρισε καὶ ἄλλον ποὺ ἔκανε τὸ ἴδιο, ἀλλὰ μὲ ὑπερηφάνεια. Αὐτὸς ἄκουσε (τὸν Κύριον) νὰ τὸν ἐπιτιμᾶ, λέγοντας, «ἰατρὲ θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. δ´ 23).
74. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγκαταλείψῃ κανεὶς κάποιο ἀγαθὸ χάριν ἑνὸς μεγαλυτέρου ἀγαθοῦ. Ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος ποὺ ἀπέφυγε τὸ μαρτύριο ὄχι ἀπὸ δειλία, ἀλλὰ χάριν ἐκείνων ποὺ ὠφελοῦντο καὶ ἐσώζοντο ἀπὸ αὐτόν (6).
75. Ὑπάρχει καὶ ἄλλος ποὺ γιὰ νὰ περισώση τὴν τιμὴ τοῦ πλησίον παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὴν ἀτίμωσι. Αὐτός, ἂν καὶ στὰ μάτια τῶν πολλῶν φαίνεται ὡς ἁμαρτωλὸς καὶ φιλήδονος, στὴν πραγματικότητα εἶναι «ὡς πλάνος καὶ ἀληθής» (Β´ Κορ. ς´ 8).
76. Ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ κατέχει λόγους ὠφελείας καὶ δὲν τοὺς μεταδίδη ἄφθονα, δὲν θὰ μείνη ἀτιμώρητος, πόσο ἄραγε, ἀγαπητέ μου, κινδυνεύουν ὅσοι μποροῦν καὶ μὲ τὸν ζῆλο τῶν ἔργων τους ἀκόμη νὰ βοηθήσουν τοὺς ταλαιπωρουμένους, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐν τούτοις δὲν δείχνουν προθυμία νὰ συγκοπιάσουν μαζί τους;
77. Λύτρωσε ἄλλους σὺ ποὺ ἐλυτρώθηκες ἀπὸ τὸν Θεόν. Σὺ ποὺ ἐσώθηκες σῶσε αὐτοὺς ποὺ ὁδηγοῦνται στὸν θάνατο καὶ μὴ τσιγκουνευθῆς νὰ ἐξαγοράσης αὐτοὺς ποὺ φονεύονται ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἔπαθλο τοῦ Θεοῦ, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη ἢ ἀγγελικὴ ἐργασία ἢ θεωρία.
78. Σὰν συνεργάτη τῶν ἀσωμάτων καὶ νοερῶν δυνάμεων καθιστᾶ τὸν ἑαυτό του ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν καθαρότητα ποὺ τοῦ ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, σπογγίζει τὴν ἀκαθαρσία τῶν ἄλλων (καὶ τὴν καθαρίζει) καὶ προσφέρει ἔτσι στὸν Θεὸν ἀπὸ «ἐπίμωμα» «ἄμωμα» δῶρα. Διότι αὐτὸ εἶναι συνεχῶς τὸ μοναδικὸ ἔργο τῶν θείων λειτουργῶν -«πάντες οἱ κύκλῳ αὐτοῦ οἴσουσι (=θὰ φέρουν) δῶρα» (Ψαλμ. οε´ 12), δηλαδὴ ψυχές.
79. Τίποτε ἄλλο δὲν δείχνει περισσότερο τὴν φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότητα τοῦ Πλάστου μας πρὸς ἐμᾶς, ὅσο τὸ ὅτι ἐγκατέλειψε τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα πρόβατα γιὰ νὰ ἀναζητήση τὸ «πεπλανημένον». Πρόσεχε λοιπὸν καὶ σύ, ὦ ἀξιοθαύμαστε, καὶ ὅλον σου τὸν ζῆλο, τὴν ἀγάπη, τὴν θέρμη, τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἱκεσία σου δεῖξε τα στὸν περισσότερο «πεπλανημένον καὶ συντετριμμένον». Στὶς μεγάλες ἄλλωστε ἀσθένειες καὶ πληγὲς ἀντιστοιχοῦν ἀναμφιβόλως καὶ μεγάλοι μισθοί.
80. Ἂς ἐξετάσωμε καὶ ἂς προσέξωμε καὶ ἂς ἐνεργήσωμε ἀναλόγως. Ὁ Γέροντας δὲν πρέπει πάντοτε νὰ ἀποδίδη τὸ δίκαιο, λόγω τῆς ἀδυναμίας ὡρισμένων ἀδελφῶν. Ἔτυχε νὰ ἰδῶ κάποιον σοφώτατο δικαστῆ νὰ δικάζη δυὸ ἀδελφούς. Καὶ τὸν μὲν ἔνοχο ὡς περισσότερο ἀδύνατο τὸν ἀνεκήρυξε ἀθῷο, τὸν δὲ ἀθῷο ὡς ἀνδρεῖο καὶ καρτερικὸ τὸν κατεδίκασε ὡς ἔνοχο· ὥστε νὰ μὴ αὐξηθῆ μὲ τὴν δικαιοσύνη ἡ διάστασις. Ἰδιαιτέρως ὅμως καὶ χωριστὰ εἶπε στὸν καθένα ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε καὶ μάλιστα στὸν ψυχικὰ ἀσθενῆ.
81. Ἡ χλοερὴ πεδιάδα εἶναι κατάλληλη γιὰ τὰ πρόβατα. Καὶ ἡ διδαχὴ καὶ ὑπόμνησις τοῦ θανάτου εἶναι ὅ, τι πιὸ κατάλληλο γιὰ κάθε λογικὸ πρόβατο, καὶ ἔχει τὴν δύναμι νὰ θεραπεύση κάθε εἴδους ψώρα.
82. Ὅταν ἐπιθεωρῆς καὶ ἐξετάζης τοὺς ἀνδρείους, νὰ τοὺς ἐξευτελίζης χωρὶς λόγο ἐμπρὸς στοὺς ἀδυνάτους, ὥστε μὲ τὸ φάρμακο τοῦ ἑνὸς νὰ θεραπεύσης τὸ τραῦμα τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ παιδαγωγήσης τοὺς παραλύτους νὰ γίνουν στερεοί.
83. Πουθενὰ δὲν φαίνεται ὁ Θεὸς νὰ ἐδημοσίευσε ἐξομολόγησι ποὺ ἄκουσε. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴν ἀνακόψῃ καὶ δυσκολεύση μὲ τὴν ἀποκάλυψι τοὺς ἐξομολογουμένους καὶ τοὺς κάνη ἔτσι νὰ πέσουν σὲ ἀνίατη ἀσθένεια.
84. Καὶ ἐὰν ἔχωμε προορατικὸ χάρισμα ἂς μὴν εἰποῦμε ἐμεῖς πρῶτοι τὰ σφάλματα στοὺς ἐνόχους, ἀλλὰ καλύτερα μὲ πλάγια λόγια ἂς τοὺς παρακινήσωμε νὰ τὰ ἐξομολογηθοῦν οἱ ἴδιοι. Διότι ἔτσι μὲ τὴν ἐξαγόρευσι ποὺ θὰ μᾶς κάνουν, τοὺς παρέχεται πλουσία συγχώρησις. Καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγησι ἂς τοὺς προσφέρωμε τὴν δυνατότητα νὰ ἔχουν πρὸς ἐμᾶς περισσότερο θάρρος καὶ σχέσεις ἀπ᾿ ὅ, τι προηγουμένως. Διότι ἔτσι προοδεύουν πολὺ στὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη ἀπέναντί μας. Ὀφείλομε ἀκόμη νὰ τοὺς παρέχωμε ὑπόδειγμα ἄκρας ταπεινώσεως, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐκπαιδεύσωμε νὰ αἰσθάνωνται φόβο (καὶ σεβασμό) ἀπέναντί μας. Καὶ σὲ ὅλα πρέπει νὰ δείχνης ὑπομονή, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς ἀνυπακοῆς.
85. Πρόσεξε μήπως ἡ ὑπὲρ τὸ δέον ταπείνωσίς σου συσσωρεύση κάρβουνα ἀναμμένα στὴν κεφαλὴ τῶν τέκνων σου.
86. Ἐξέτασε μήπως ἰδῆς δένδρα, τὰ ὁποῖα στὸν ἰδικό σου ἀγρὸ πιάνουν ἄδικα τὸν τόπο, ἐνῷ μποροῦν ἴσως νὰ καρποφορήσουν σὲ ἄλλο. Αὐτὰ μὴν ἀμελήσης νὰ τὰ συμβουλεύσης μὲ ἀγάπη νὰ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ τὸν ἰδικό σου ἀγρὸ καὶ νὰ μεταφυτευθοῦν ἀλλοῦ.
87. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ὁ Γέροντας μπορεῖ ἀκίνδυνα (νὰ βοηθῆ πνευματικῶς καί) νὰ κατεργάζεται τὴν ἀρετὴ σὲ ἀκαταλλήλους τόπους, δηλαδὴ σὲ κοσμικωτέρους καὶ φιληδόνους.
88. Ἂς ἐξετάζη λοιπὸν καλὰ (ὁ Γέροντας) κάθε πρόβατο ποὺ πρόκειται νὰ δεχθῆ στὴν ποίμνη του. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἀπαγορεύει νὰ ἀπορρίψωμε καὶ νὰ ἀπομακρύνωμε ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐκρίναμε ἀκατάλληλο.
89. Ἐὰν ὁ ἰατρὸς διαθέτη τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία, τότε δὲν χρειάζεται καὶ τόσο τὴν ἐξωτερική, προκειμένου νὰ ὑποβοηθῆται στὴν φροντίδα τῶν ἀσθενῶν. Ἐὰν ὅμως στερῆται τὴν πρώτη, τότε ἂς χρησιμοποιήση τὴν Δευτέρα.
90. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο δῶρο πιὸ εὐπρόσδεκτο ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ Τοῦ προσφέρωμε λογικὲς ψυχὲς διὰ τῆς μετανοίας. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν ἀξίζει ὅσο ἡ ψυχή. Διότι αὐτὸς (εἶναι φθαρτὸς καί) παρέρχεται, ἐνῷ ἡ ψυχὴ καὶ εἶναι καὶ παραμένει ἄφθαρτη. Μὴ μακαρίζης λοιπόν, ὦ μακάριε, αὐτοὺς ποὺ προσφέρουν χρήματα, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ ἀφιερώνουν στὸν Χριστὸν λογικὰ πρόβατα.
91. Νὰ καταστήσης ἄμωμο καὶ καθαρὸ τὸ ὁλοκαύτωμα ποὺ προσφέρεις. Διότι διαφορετικά, σὲ τίποτε δὲν ὠφέλησες τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴν θυσία αὐτή.
92. Ὅπως πρέπει νὰ ἐννοοῦμε τὸ εὐαγγελικὸ ρητὸ «ἔπρεπε νὰ παραδοθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ τὸν παραδώση» (Μάρκ. ιδ´ 21), ἔτσι ἂς ἐννοήσης, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, ὅτι «πολλοὶ ἔπρεπε νὰ σωθοῦν -ὅσοι βεβαίως θὰ ἤθελαν- μισθὸ ὅμως θὰ πάρουν ἐκεῖνοι, διὰ τῶν ὁποίων μετὰ τὸν Κύριον ἔγινε ἡ σωτηρία».
93. Περισσότερο ἀπὸ ὅλα, ὦ σεπτὲ φίλε μου, μᾶς χρειάζεται δύναμις πνευματική. Ὥστε αὐτοὺς ποὺ ἐπεχειρήσαμε νὰ τοὺς εἰσαγάγωμε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, καὶ ἀπεφασίσαμε νὰ τοὺς δείξωμε τὸν Χριστὸν ἀναπαυόμενον ἐπάνω στὴν μυστικὴ καὶ κρυφὴ τράπεζα, ὅταν τοὺς ἰδοῦμε νὰ πιέζωνται καὶ νὰ στεναχωροῦνται, καὶ μάλιστα εἰς αὐτὰ τὰ πρόθυρα τῆς εἰσόδου, ἀπὸ τὸν ὄχλο (τῶν πειρασμῶν) ποὺ θέλουν νὰ τοὺς ἐμποδίσουν, τότε ἂς τοὺς πιάσωμε ἀπὸ τὸ χέρι σὰν τὰ νήπια καὶ ἂς τοὺς ἐλευθερώσωμε ἀπὸ τὸν ὄχλο τῶν λογισμῶν αὐτῶν.
Καὶ ἐὰν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι πολὺ νήπιοι ἢ ἀδύνατοι, τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ τοὺς σηκώσωμε καὶ νὰ τοὺς κρατήσωμε στοὺς ὤμους μας, μέχρις ὅτου περάσουν ἀπὸ τὴν θύρα τῆς πραγματικὰ στενῆς εἰσόδου. Διότι σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο συναντᾶται συνήθως ὅλη ἡ ἀποπνικτικὴ πίεσις καὶ θλίψις. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάποιος ἔλεγε γι᾿ αὐτήν: «Τοῦτο κόπος ἐστὶν ἐνώπιόν μου, ἕως οὗ εἰσέλθω εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμ. οβ´ 16-17).
94. Ὡμιλήσαμε στὰ προηγούμενα, ὦ μεγάλε πάτερ, γιὰ ἐκεῖνον τὸν μεγάλο πατέρα καὶ διδάσκαλο, πόσο πολὺ ἦταν ἐνδεδυμένος τὴν ἄνω σοφία, ἀνυπόκριτος, ἐλεγκτικός, ἀκριβής, νηφάλιος, συγκαταβατικός, χαρούμενος στὴν ψυχή· καὶ τὸ πιὸ θαυμάσιο ἀπὸ ὅλα, ὅτι παιδαγωγοῦσε μὲ περισσοτέρα ἀκρίβεια ὅσους ἔβλεπε ὅτι ἐπιθυμοῦσαν τὴν σωτηρία τους. Ὅσους πάλι ἔβλεπε νὰ ἔχουν ἴδιον θέλημα ἢ προσπάθεια, τοὺς ἐστεροῦσε μὲ τέτοιον τρόπο αὐτὸ ποὺ ἐπεθυμοῦσαν, ὥστε τοῦ λοιποῦ νὰ προσέχουν ὅλοι νὰ μὴ δείχνουν καθόλου ὅτι ἔχουν ἴδιον θέλημα ἢ ἰδιαίτερες συμπάθειες.
Ἔλεγε μάλιστα ὁ ἀείμνηστος καὶ τοῦτο: Εἶναι καλύτερο νὰ διώξης κάποιον ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, παρὰ νὰ τὸν ἀφήσης νὰ κάνη τὸ θέλημά του. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔδιωξε κάποιον, ἔκανε πολλὲς φορὲς τὸν διωγμένο ταπεινότερο καὶ τὸν ἔμαθε ἀκόμη νὰ κόβη στὸ ἑξῆς τὸ θέλημά του. Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ δῆθεν ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ συγκατάβασι ἔκανε χάρι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐπέμειναν στὸ θέλημά τους, θὰ τοὺς κάνη ὥστε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου των νὰ τὸν καταρῶνται ἐλεεινά, διότι μᾶλλον τοὺς ἐξηπάτησε παρὰ τοὺς ὠφέλησε.
Μποροῦσες λοιπὸν νὰ ἰδῆς ἐκεῖνον τὸν Μέγαν μετὰ τὴν ἑσπερινὴ ἀκολουθία νὰ κάθεται ἐπάνω σ᾿ ἕναν θρόνο -ἐξωτερικὰ πλεγμένο ἀπὸ ξύλο καὶ ἐσωτερικὰ μὲ πνευματικὰ χαρίσματα- σὰν νὰ ἦταν βασιλεὺς καὶ νὰ τὸν περικυκλώνουν σὰν σοφὲς μέλισσες ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ τῆς καλῆς συνοδίας καὶ νὰ ἀκούουν σὰν ἀπὸ στόμα Θεοῦ τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολές του. Στὸν ἕναν διέταζε νὰ ἀπαγγείλη πενήντα, στὸν ἄλλον τριάντα καὶ στὸν ἄλλον ἑκατὸ ψαλμούς. Σὲ ἄλλον νὰ κάνη τόσες μετάνοιες. Σὲ ἄλλον νὰ κοιμηθῆ καθιστός. Στὸν ἕναν νὰ κάνη ὡρισμένη ὥρα ἀνάγνωσι καὶ στὸν ἄλλον νὰ κάνη ὡρισμένη ὥρα προσευχή.
Ἐπὶ πλέον ὤρισε δυὸ ἀδελφοὺς ὡς ἐπιτηρητάς, γιὰ νὰ παρατηροῦν τὴν ἡμέρα αὐτοὺς ποὺ ἄνοιγαν συζητήσεις ἢ ἔπεφταν σὲ ὀκνηρία, καὶ νὰ τοὺς διορθώνουν· καὶ τὴν νύκτα νὰ παρακολουθοῦν ὅσους ἀγρυπνοῦσαν ἄκαιρα καὶ νὰ ἐπιβλέπουν γιὰ ἄλλα πράγματα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γράψω. Ἀκόμη δὲ καὶ στὸ ζήτημα τῆς τροφῆς εἶχε ὁρίσει ἐκεῖνος ὁ Μέγας στὴν τάξι τοῦ καθενός. Διότι δὲν εἶχαν ὅλοι ἕνα φαγητὸ ἢ ὅμοιο, ἀλλὰ ἐρρυθμιζόταν στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὴν κατάστασί του. Σὲ ἄλλους ὁ καλὸς διαχειριστὴς ἔδινε ἀσκητικώτερα καὶ λιγότερα φαγητά, καὶ σὲ ἄλλους πλουσιώτερα. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο ἦταν, ὅτι ὅλοι ἀγόγγυστα ἐκτελοῦσαν τὴν ἐντολή του σὰν νὰ προερχόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρχε στὴν ἐξουσία τοῦ ἀειμνήστου καὶ μία λαύρα, στὴν ὁποία ὁ τέλειος κατὰ πάντα Ἡγούμενος ἐγκαθιστοῦσε τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς ποὺ ἦσαν ἱκανοὶ γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή.
95. Μὴ κάνης, σὲ παρακαλῶ, τοὺς ἁπλοὺς καὶ εὐθεῖς μοναχοὺς νὰ γίνουν πονηροὶ καὶ πολύπλοκοι στοὺς λογισμούς των. Ἀντιθέτως, εἰ δυνατόν, φρόντιζε νὰ μεταβάλλης τοὺς πονηρούς σε ἁπλοὺς - πράγμα θαυμαστὸ καὶ δυσκατόρθωτο!
96. Ὁ τελείως καθαρισμένος ἀπὸ τὰ πάθη, ἕνεκα τῆς ἰδικῆς του ἀπαθείας σὰν θεϊκὸς δικαστῆς θὰ κάνη μὲ ἀκρίβεια τὴν κρίσι του. Διότι ἡ ἔλλειψις τῆς ἀπαθείας τύπτει τὴν καρδία τοῦ δικαστοῦ καὶ δὲν τὸν ἀφίνει νὰ τιμωρῆ καὶ νὰ καθαρίζη τὰ πάθη ὅπως πρέπει.
97. Τὴν ἀκεραία πίστη καὶ τὰ εὐσεβῆ δόγματα ἂς ἀφήσης πρὶν ἀπὸ ὅλα κληρονομία στὰ τέκνα σου, ὥστε ὄχι μόνο τὰ τέκνα σου, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐγγονούς σου νὰ ὁδηγήσης στὸν Κύριον διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.
98. Αὐτοὺς ποὺ εἶναι γεμάτοι νεανικὸ σφρίγος μὴ λυπᾶσαι νὰ τοὺς ἐξασθενίζης καὶ νὰ τοὺς δαμάζης, ὥστε νὰ σὲ δοξάσουν τὴν ὥρα τοῦ θανάτου των.
99. Ἂς ἔχης, ὦ πάνσοφε, καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὡς ὑπόδειγμα τὸν μέγαν Μωϋσῆ. Διότι καὶ αὐτὸς δὲν κατώρθωσε νὰ ἐλευθερώση ἀπὸ τὸν Φαραὼ τοὺς ὑπηκόους, ἂν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία, παρὰ ἀφοῦ ἔφαγαν τὸν ἄζυμο ἄρτο μὲ τὰ πικρὰ χόρτα. Ἄζυμος ἄρτος σημαίνει ψυχὴ χωρὶς τὸ πρόσθετο στοιχεῖο, (τὸ προζύμι), τοῦ ἰδίου θελήματος. Διότι αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δημιουργεῖ «φούσκωμα» καὶ ἔπαρσι. Ὁ ἄζυμος ἄρτος ἀντίθετα πάντοτε παραμένει ταπεινός. Καὶ ὡς πικρὰ χόρτα ἂς ἐννοήσωμε ἄλλοτε τὴν δριμύτητα ποὺ φέρει ἡ ἐντολὴ τοῦ Γέροντος, καὶ ἄλλοτε τὴν θλίψι ποὺ φέρει ἡ πικρία τῆς νηστείας.
100. Ἐγώ, ὦ μεγάλε πάτερ, καθὼς σοῦ γράφω αὐτά, νομίζω ὅτι ἀκούω ἐκεῖνον ποὺ λέγει: Ἐσὺ ποὺ διδάσκεις τὸν ἄλλο, δὲν γίνεσαι διδάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ σου;» (Ρωμ. β´ 21).
Καὶ τώρα τὰ ἑξῆς μόνο θὰ εἰπῶ καὶ θὰ σταματήσω τὸν λόγο: Ψυχὴ ποὺ μὲ τὴν καθαρότητα ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεόν, δὲν χρειάζεται ἄλλον διδασκαλικὸ λόγο, διότι ἡ μακαρία φέρει μέσα τὴν τὸν αἰώνιο Λόγο ὡς μυσταγωγὸ καὶ ὁδηγὸ καὶ φωτιστή. Τέτοια ἀκριβῶς ἔχω ἀντιληφθῆ ὅτι εἶναι καὶ ἡ ἰδική σου ἱερώτατη καὶ ὁλοφώτεινη κεφαλή. Γνωρίζω καλὰ τὴν πάναγνη γνώμη καὶ διάθεσί της, ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ λόγια, ἀλλὰ ἀπὸ ἔργα καὶ προσωπικὴ πείρα· καὶ γνωρίζω ὅτι ἐξαστράπτει μὲ τὴν πραότητά της ποὺ φονεύει τὰ θηρία καὶ μὲ τὴν ταπείνωσί της - ἀρετὲς ὅμοιές μὲ ἐκεῖνες τοῦ μεγάλου νομοθέτου Μωϋσῆ.
Αὐτὸν ἀκολουθώντας κατὰ πόδας, ὦ καρτερικότατε, καὶ προχωρώντας συνεχῶς πρὸς τὰ ὕψη, ὀλίγο ἀκόμη καὶ θὰ τὸν ξεπερνοῦσες -ἐννοῶ στὸ ἐγκώμιο τῆς ἁγνότητος καὶ στὸ βραβεῖο τῆς σωφροσύνης- διὰ τῶν ὁποίων ἰδιαίτερα καὶ ἀποκλειστικὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσωμε τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι πάναγνος, ποὺ δίδει κάθε ἀπάθεια καὶ ἐνισχύει στὴν ἀπόκτησί της, καὶ ποὺ μεταβιβάζει μὲ αὐτὴν (τὴν ἀπάθεια) ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανὸ ὅσους ζοῦν ἀκόμη στὴν γῆ.
Ἀνέβηκες δὲ στὰ ὕψη αὐτῶν τῶν ἀρετῶν, ὅπως ὁ φίλος της ἁγνότητος Ἠλίας, σὰν μὲ πύρινο ἅρμα μὲ ἀκούραστα πόδια, καὶ ὄχι μόνο τὸν Αἰγύπτιο ἐφόνευσες καὶ ἀπέκρυψες τὸ κατόρθωμα μέσα στὴν ἄμμο τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἔτρεξες πρὸς τὸ ὄρος. Ἐκεῖ μὲ ἀκανθώδη καὶ δυσκολοβάδιστη στὰ θηρία πορεία ἀντίκρυσες τὸν Θεὸν καὶ ἀξιώθηκες νὰ ἀπολαύσης τὴν φωνὴ καὶ τὴν λάμψι Του. Καὶ ἔλυσες τὰ ὑποδήματά σου, δηλαδὴ κάθε περίβλημα καὶ κάλυμμα τῶν νεκρῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν. Καὶ ἔπιασες ἀπὸ τὴν οὐρά, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἄκρη τὸν Ἄγγελο ποὺ ἔγινε Δράκοντας καὶ τὸν ἔρριξες σὰν μέσα στὴν φωλιά του σὲ βαθύτατο λάκκο καὶ ζοφερὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ καὶ τὸν Φαραὼ ἐνίκησες, τὸν ὑψηλὸ καὶ ἀγέρωχο, καὶ τοὺς Αἰγυπτίους ἐτρομοκράτησες καὶ κατέπληξες καὶ τὰ πρωτότοκά τους -τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα- ἐθανάτωσες.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος σὰν σὲ ἀκλόνητο καὶ ἀκράδαντο, σοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν καθοδήγησι τῶν ἀδελφῶν. Ἐσύ, ὦ ὁδηγέ, ὁδηγώντας αὐτούς, τοὺς ἀπεμάκρυνες ἄφοβα καὶ τοὺς ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὸν Φαραὼ καὶ ἀπὸ τὸν ἀκάθαρτο πηλὸ τῆς πλινθοποιΐας. Καὶ τοὺς μετέδωσες καὶ τοὺς ἔκανες νὰ γευθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν καλὰ τὸ πῦρ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν νεφέλη τῆς ἁγνότητος ποὺ σβήνει καὶ ἐξαφανίζει ὅλη τὴν φλόγα (τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν). Ἐπὶ πλέον διεσκόρπισες ἐμπρός τους τὴν ἐρυθρὰ καὶ φλογισμένη θάλασσα (τῆς σαρκικῆς πυρώσεως) -τὴν θάλασσα στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως κατὰ κανόνα οἱ περισσότεροι κινδυνεύομε- καὶ τοὺς ἀνέδειξες μὲ τὴν ράβδο σου καὶ τὴν ποιμενική σου ἐπιστήμη νικητὰς καὶ τροπαιούχους, καὶ ἔπνιξες τελειωτικὰ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς ποὺ τοὺς κατεδίωκαν ἀπὸ πίσω.
Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν Ἀμαλὴκ τῆς οἰήσεως, αὐτόν, ποὺ συνήθως συναντοῦν οἱ νικηταὶ ἔπειτα ἀπὸ τὴν νίκη τῆς θαλάσσης, τὸν κατετρόπωσες μὲ τὴν ἔκτασι τῶν χεριῶν σου, καθὼς ἵστασο ἀνάμεσα στὴν πράξι καὶ στὴν θεωρία καὶ προσευχόσουν γιὰ τὸν θεοφώτιστο λαό σου. Ἐνίκησες τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη. Ἀνέβασες πρὸς τὸ ὄρος τῆς ἀπαθείας αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀκολουθοῦν. Τοὺς ἐχειροτόνησες ἱερεῖς (πνευματικῶν θυσιῶν). Παρέδωσες τὸν νόμο τῆς (πνευματικῆς) περιτομῆς, μὲ τὴν ὁποία ἐὰν δὲν καθαρισθοῦμε εἶναι ἀδύνατο νὰ ἰδοῦμε τὸν Θεόν. Ἀνέβηκες πολὺ ὑψηλὰ παραμερίζοντας κάθε σκοτεινὸ σύννεφο καὶ ζόφο καὶ θύελλα, παραμερίζοντας δηλαδὴ τὸ «τρίγνοφον» (7) σκοτάδι τῆς ἀγνοίας.
Προσήγγισες στὸ φῶς, τὸ ὁποῖον σοῦ παρουσιάσθηκε κατὰ πολὺ σεβασμιώτερο καὶ λαμπρότερο καὶ ἀνώτερο ἀπὸ ὅ, τι στὴν βάτο. Ἀξιώθηκες νὰ ἀκούσης τὴν θεϊκὴ φωνή. Ἀξιώθηκες θεϊκῆς θεωρίας καὶ προφητικῆς χάριτος. Εἶδες κατὰ κάποιον τρόπο, ζωντας ἀκόμη στὴν γῆ, τὰ «ὀπίσω τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ τὰ μελλοντικὰ μεγαλεῖα, τὸν πλήρη φωτισμὸ τῆς γνώσεως ποὺ μᾶς ἀναμένει στὴν μέλλουσα ζωή. Ἔπειτα ἄκουσες καὶ τὴν φωνὴ ποὺ σοῦ εἶπε: «Δὲν θὰ ἰδῆ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου» (Ἐξοδ. λγ´ 20). Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατέβηκες ἀπὸ ἐκείνη τὴν θέα τοῦ Θεοῦ στὴν βαθύτατη κοιλάδα τῆς ταπεινώσεως, στὸν Χωρήβ, φέροντας μαζί σου καὶ τὶς πλάκες ποὺ ἀνυψώνουν στὴν γνῶσι τοῦ θεϊκοῦ θελήματος, καὶ ἔχοντας ἀκτινοβόλο καὶ δοξασμένο τὸ πρόσωπο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἀλλοίμονο ὅμως γιὰ τὸ θέαμα ποὺ ἀντίκρυσες ἐν συνεχείᾳ: Τὸ χρυσὸ μοσχάρι ποὺ κατεσκεύασαν! Αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς ἰδικῆς μου συνοδίας. Ἀλλοίμονο γιὰ τὴν συντριβὴ τῶν πλακῶν!
Τί ἔκανες ἔπειτα; Ἐπῆρες τὸν λαό σου ἀπὸ τὸ χέρι. Τὸν ἐπέρασες μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ἴσως δὲ καὶ ὅταν κάποτε συνέβη νὰ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του φλόγα, τοῦ ἄνοιξες πηγὴ ὕδατος δακρύων μὲ τὸ ξύλο, δηλαδὴ μὲ τὴν σταύρωσι «τῆς σαρκός, σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γάλ. ε´ 24). Πολεμεῖς ἔπειτα τὰ ἐχθρικὰ ἔθνη ποὺ συναντᾶς καὶ τὰ κατακαίεις μὲ τὸ πῦρ τοῦ Κυρίου. Φθάνεις στὸν Ἰορδάνη -τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ παραποιήσω καὶ νὰ προχωρήσω λίγο πιὸ πέρα τὴν διήγησι- καὶ ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ χωρίζεις σὲ τμήματα τὸν λαὸ μὲ τὸν λόγο σου. Ἐν συνεχείᾳ διαιρεῖς τὰ ὕδατα, καὶ αὐτὰ ποὺ ἦταν ἐμπρός, (δηλαδὴ τὰ εἰσαγωγικὰ δάκρυα), τὰ ἄφησες νὰ χυθοῦν στὴν ἁλμυρὰ καὶ Νεκρὰ θάλασσα, νὰ χυθοῦν δηλαδὴ γιὰ τὴν νέκρωσι τῶν παθῶν. Ἐνῷ τὰ ὕδατα ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἐπάνω, δηλαδὴ τὰ (τελειοποιά) δάκρυα τῆς ἀγάπης ποὺ προέρχονται ἐκ τῆς ἄνωθεν χάριτος, τὰ ἐσταθεροποίησες στοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν νοητῶν Ἰσραηλιτῶν σου, (δηλαδὴ τῶν μαθητῶν σου).
Ἔπειτα τοὺς διατάζεις νὰ πάρουν δώδεκα πέτρες, ποὺ σημαίνει ἢ ὅτι τοὺς δείχνεις τὸν δρόμο τῶν Ἀποστόλων ἢ ὅτι ὑπονοεῖς τὴν νίκη τῶν ὀκτὼ περίπου ἐθνῶν καὶ παθῶν καὶ ἐν συνεχείᾳ τὴν ἀπόκτησι τῶν τεσσάρων μεγάλων καὶ γενικῶν ἀρετῶν (8). Ἀπομακρύνεσαι καὶ ἀφίνεις πλέον πίσω σου ὁριστικὰ τὴν περιοχὴ τῆς ἀγόνου καὶ Νεκρᾶς θαλάσσης. Φθάνεις ἐμπρὸς στὴν ἐχθρικὴ πόλι. Σαλπίζεις μὲ τὴν προσευχὴ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἑβδόμου κύκλου, δηλαδὴ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείου ἀνθρωπίνης ζωῆς (9). Κατεκρήμνισες τὴν πόλι. Ἐνίκησες. Ἔτσι μπορεῖς νὰ ψάλλης καὶ σὺ πρὸς τὸν ἄϋλο καὶ ἀόρατο Σύμμαχό σου: «Οἱ ρομφαῖες τοῦ ἐχθροῦ ἐκμηδενίσθηκαν καὶ τὶς πόλεις τῶν παθῶν μου κατέστρεψες» (πρβλ. Ψαλμ. θ´ 7).
Θέλεις νὰ εἰπῶ τὸ σπουδαιότερο καὶ γενναιότερο ἀπὸ ὅλα; Ἀνέβηκες στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἶναι ἡ ὅρασις τῆς τελείας ψυχικῆς εἰρήνης. Βλέπεις τὸν Χριστόν, τὸν Θεὸν τῆς εἰρήνης. Συγκακοπαθεῖς «ὡς καλὸς στρατιώτης» (Β´ Τιμ. β´ 3). Συσταυρώνεσαι κατὰ τὴν σάρκα «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γάλ. ε´ 24). Καὶ ἔτσι δικαίως γίνεσαι, ὅπως ὁ Χριστός, «Θεὸς τοῦ Φαραώ» (Ἔξοδ. ζ´ 1) καὶ ὅλης της ἐχθρικῆς του δυνάμεως. Ἐν συνεχείᾳ συνθάπτεσαι καὶ συγκατέρχεσαι στὸν ᾅδη, στὴν ἄβυσσο δηλαδὴ τῆς θεολογίας καὶ τῶν ἀρρήτων μυστηρίων. Ἀλείφεσαι μὲ μύρα καὶ εὐωδιάζεσαι ἀπὸ τὶς συγγενικὲς καὶ ἀγαπημένες γυναῖκες, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ἀρετές. Ἀνασταίνεσαι, -τί μὲ ἐμποδίζει νὰ τὸ εἰπῶ καὶ αὐτό, ὅταν καὶ στὸν οὐρανὸ εὑρίσκεσαι καὶ κάθεσαι ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός (10); Ὤ, τί διέδωσαν οἱ ἐχθροί, ὅτι ἐκλάπη τὸ σῶμα σου! - ἀνασταίνεσαι καὶ σὺ τριήμερος, μετὰ τὴν νίκη δηλαδὴ τῶν τριῶν τυράννων ποὺ ἀντιστοιχεῖ μᾶλλον, γιὰ νὰ γίνω πιὸ σαφής, μὲ τὴν νίκη τοῦ σώματος, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος. Ή καὶ μετὰ τὴν κάθαρσι τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ δηλαδή, τοῦ συναισθηματικοῦ καὶ τοῦ διανοητικοῦ.
Ἔρχεσαι τέλος ἐπάνω στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν -πρέπει νὰ συντμήσω τὸν λόγο καὶ νὰ μὴ σοφίζωμαι περιττά, γράφοντας μάλιστα πρὸς ἐσένα τὸν πλήρη σοφίας καὶ ἀνώτερον ἀπὸ ὅλους μας στὴν γνῶσι τῶν «ὑπὲρ ἡμᾶς» πραγμάτων- γιὰ τὸ ὁποῖον ὄρος ἕνας καλὸς δρομεὺς ἐκελαηδοῦσε καὶ ἔλεγε: «Ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις» (Ψαλμ. ργ´ 18), γιὰ τὶς ψυχὲς δηλαδὴ ποὺ ἐξολοθρεύουν τὰ θηρία (11). Τρέχοντας λοιπὸν καὶ σὺ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἔφθασες στὴν ἄκρη τοῦ ὄρους. Ἀνέβλεψες πρὸς τὸν οὐρανὸ -πάλι θὰ ἐπαναφέρω τὸν λόγο στὸν συμβολισμὸ τοῦ Λόγου-, εὐλόγησες ἐμᾶς τοὺς μαθητάς σου, εἶδες νὰ προβάλλη ἐμπρός σου στηριγμένη στὸν οὐρανὸ ἡ κλίμαξ τῶν ἀρετῶν.
Σ᾿ αὐτὴν τὴν κλίμακα σύμφωνα μὲ τὴν χάρι ποὺ σοῦ ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν «σὰν σοφὸς ἀρχιτέκτων ἔβαλες τὸ θεμέλιο» (Α´ Κορ. γ´ 10) ἢ μᾶλλον τὴν κατασκεύασες ὁλόκληρη, μολονότι ἀπὸ τὴν πολλή σου ταπεινοφροσύνη ἐπίεσες ἐμᾶς τοὺς ἀνοήτους καὶ μᾶς παρεπλάνησες νὰ σοῦ δανείσωμε τὸ ρυπαρό μας στόμα γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσης στὸν λαό σου. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι περίεργο, διότι σύμφωνα μὲ τὴν συμβολικὴ διήγησι καὶ ὁ Μωϋσῆς συνήθιζε νὰ ἀποκαλῆ τὸν ἑαυτό του ἰσχνόφωνο καὶ βραδύγλωσσο. Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ἀξιώθηκε νὰ ἔχη ἄριστο βοηθὸ καὶ «λογοδότη» τὸν Ἀαρών. Ἐνῷ ἐσύ, ὁ μυημένος στὰ ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, δὲν γνωρίζω πῶς παρωρμήθηκες νὰ ἔλθης σ᾿ ἐμένα, μία ἄνυδρη πηγὴ γεμάτη ἀπὸ αἰγυπτιακοὺς βατράχους ἢ μᾶλλον ἀπὸ κάρβουνα.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πρέπει νὰ σταματήσω ἀφίνοντας ἀτελείωτο τὸν δρόμο τοῦ λόγου ποὺ ἀφορὰ ἐσένα, ὦ οὐρανοδρόμε, συνεχίζω ὑφαίνοντας πάλι τὸν ποικιλόμορφο στολισμὸ τοῦ κάλλους σου:
Προχώρησες στὸ ἅγιον ὄρος, ἀνύψωσες τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό, ἐπάτησες τὸ πόδι σου στὴν ἄκρη, ἔτρεξες, ἀνέδραμες, ἀνυψώθηκες, «ἐπέβης ἐπὶ χερουβείμ», δηλαδὴ στὶς ἀγγελικὲς ἀρετές, «καὶ ἐπετάσθης» (Ψαλμ. ιζ´ 11), καὶ «ἀνέβης ἐν ἀλαλαγμῷ» (Ψαλμ. μς´ 6), ἀφοῦ κατετρόπωσες τὸν ἐχθρό. Μᾶς ἄνοιξες τὸν δρόμο, προηγήθηκες, ἀλλὰ καὶ τώρα ἀκόμη ἡγεῖσαι καὶ προηγεῖσαι ὅλων μας, διότι ἔχεις τρέξει καὶ ἔχει φθάσει στὴν κορυφὴ τῆς ὁσίας Κλίμακος καὶ ἔχεις ἑνωθῆ μὲ τὴν ἀγάπη.
Ἡ δὲ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεὸς (Α´ Ἰωάν. δ´ 8).
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμήν.
----------
1. Ἡ κατάκτισις τῆς θείας σοφίας καὶ τοῦ τίτλου τοῦ διδασκάλου γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολὴ προϋπέθετε πάντοτε τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὸν ἄνωθεν φωτισμό. «Ἄνευ τῶν Ἁγίων δὲν ὑπάρχουν ἀληθινοὶ διδάσκαλοι καὶ παιδαγωγοὶ οὔτε ἀληθινὴ παιδεία ἄνευ τῆς ἁγιότητος. Μόνον ὁ Ἅγιος εἶναι ὁ ἀληθινὸς παιδαγωγὸς καὶ διδάσκαλος. . . Ἡ ἀληθινὴ παιδεία, ὁ ἀληθινὸς φωτισμός, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητος» (π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς). Σχετικῶς παρατηρεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ἡ καθαρότης τοῦ βίου καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο θεοδίδακτο καὶ ἀνενδεῆ μελέτης βιβλίων -«τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν ἀντὶ βιβλίων γενέσθαι ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς καὶ καθάπερ ταῦτα διὰ μέλανος, οὕτω τὰς καρδίας τὰς ἡμετέρας διὰ Πνεύματος ἐγγεγράφθαι» (Α´ ὁμιλία εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, προοίμιον).
2. Ἐννοεῖ τοὺς Ἀγγέλους. Ἴσως ὅμως νὰ ἐννοῆ καὶ τοὺς Ἁγίους.
3. Στὴν Ὀρθόδοξο ἀσκητικὴ παράδοση εἶναι κοινὴ πίστις ὅτι σὲ ἁγίους τόπους ἢ σὲ ἱερὲς χρονικὲς περιόδους (δεσποτικές, θεομητορικὲς ἑορτές κ. λπ.), ἡ Χάρις προσφέρεται πλουσιωτέρα καὶ ἡ θεία μέθεξις παρουσιάζεται ἐντονωτέρα. Ἡ ἐν λόγῳ πεποίθησις τοῦ ὁσίου Ἰωάννου ὑποσημαίνει καὶ τὸ ἔξοχο ἐκκλησιαστικό του φρόνημα.
4. Ἐννοεῖ τοὺς δαίμονας τῆς γαστριμαργίας καὶ τῆς κενοδοξίας. Ἀπὸ αὐτοὺς διατρέχουν ἰδιαιτέρως κίνδυνο οἱ νεώτεροι καὶ ἀρχάριοι. Καὶ περὶ ἀρχαρίων ἀσφαλῶς γίνεται ἐδῶ λόγος, ἐφ᾿ ὅσον πρόκειται γιὰ «ἵππον ἔτι ἀγυμνάστως διακείμενον».
5. Ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν συνάφεια τοῦ λόγου πρόκειται γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ἠθικῆς καθαρότητος καὶ ἁγνότητος. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. ε´ 8).
6. Ἐννοεῖ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας τὸν Θαυματουργό, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ πολλοὺς χριστιανοὺς στὸν ἐπὶ Δεκίου διωγμὸ (250 μ. Χ.) κατέφυγε στὰ ὄρη.
7. Κατὰ μία ἄποψι τὸ ἀποκαλεῖ «τρίγνοφον», διότι ἐπικάθηται στὸ τριμερὲς τῆς ψυχῆς -λογιστικό, ἐπιθυμητικὸ καὶ συναισθηματικό.
8. Οἱ τέσσερις γενικώτατες ἀρετὲς εἶναι ἡ φρόνησις, ἡ ἀνδρεία, ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη. Ἡ διαίρεσις αὐτὴ συναντᾶται στὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία καὶ ἔχει υἱοθετηθῆ ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
9. Ὁ ἕβδομος κύκλος συμβολίζει τὴν ἐπίγειο ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ὄγδοο ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητος (πρβλ. σχόλιο 1, λόγου Ε´).
10. Ἡ τολμηρὰ αὐτὴ φράσις δικαιολογεῖται, διότι ἐκλαμβάνεται μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσις ἀνεκεφαλαιώθη καὶ ἐτιμήθη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκάθησε μετὰ τὴν Ἀνάληψι στὸν θρόνο τῆς μεγαλωσύνης. Σχετικῶς βλέπε καὶ Ἐφεσ. β´ 6.
11. Βλέπε σχόλιο 1, λόγου ΚΕ´.

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΤΡΟΠΗ

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΤΡΟΠΗ

Προτροπὴ ἐπίτομος καὶ ἰσοδύναμος
τῶν διὰ πλάτους εἰρημένων.

Ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀναβάσεις προθύμως (1161.) ἐν καρδίᾳ τιθέμενοι, ἀδελφοὶ, τοῦ φάσκοντος ἀκούοντες· Δεῦτε, ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου· καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τοῦ καταρτίζοντος τοὺς πόδας ἡμῶν ὡσεὶ ἐλάφου, καὶ ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἱστῶντος, τοῦ νικῆσαι ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ.
Δράμετε, δυσωπῶ, μετ᾿ ἐκείνου τοῦ λέγοντος· Σπουδάσωμεν ἕως οὗ καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα πάντες τῆς πίστεως, καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ εἰς ἄνδρα τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ὃς τριακονταέτης τῇ ὁρωμένῃ ἡλικίᾳ βαπτισθεὶς, τὸν τριακοστὸν βαθμὸν ἐν τῇ νοερᾷ κλίμακι ἐκληρώσατο· εἴπερ ἡ ἀγάπη ἐστὶν ὁ Θεός· ᾧ ὕμνος, ᾧ κράτος, ᾧ σθένος· ᾧ τὸ πάντων ἀγαθῶν αἴτιον ἔνεστι, καὶ ἦν, καὶ ἔσται εἰς ἀορίστους αἰῶνας.

Ἀντίστοιχος πρὸς ὅσα προηγουμένως
ἀνεπτύχθησαν λεπτομερῶς

ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ἀνεβαίνετε, ἀδελφοί, ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τὶς ἀναβάσεις, ἀκούοντας αὐτὸν ποὺ λέγει: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Ἡσ. β´ 3), ὁ ὁποῖος «δίνει στὰ πόδια μας τὴν εὐκινησία τῆς ἐλάφου καὶ μᾶς ἀνεβάζει σὲ ὑψηλοὺς τόπους» (Ψαλμ. ιζ´ 34), «ὥστε νὰ νικήσωμε, δοξολογώντας Αὐτόν» (Ἀββακ. γ´ 19).
Νὰ τρέξετε, παρακαλῶ, μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Σπουδάσωμεν, ἕως οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´ 13). Τοῦ Χριστοῦ, ποὺ στὴν ἡλικία τῶν τριάκοντα ἐτῶν ὡς ἄνθρωπος ἐβαπτίσθηκε καὶ κατεῖχε τὴν τριακοστὴ βαθμίδα τῆς πνευματικῆς κλίμακος.
(Ἂς προχωρήσωμε μέχρι τὴν τελευταία βαθμίδα τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὸν Θεόν), ἐφ᾿ ὅσον βέβαια ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο πρέπει ὁ ὕμνος, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμις καὶ τὸ σθένος, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ αἰτία κάθε καλοῦ καὶ ὑπῆρχε καὶ θὰ ὑπάρχη εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.
Ἀμήν.

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ , ΕΛΠΙΔΟΣ & ΠΙΣΤΕΩΣ

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ

Περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεως

Περὶ τοῦ συνδέσμου τῆς ἐναρέτου τριάδος ἐν ἀρεταῖς.

1. (1153.) Νυνὶ δὲ λοιπὸν, μετὰ πάντα τὰ προειρημένα, μένει τὰ τρία ταῦτα, τὰ τὸν σύνδεσμον πάντων (1156.) ἐπισφίγγοντα καὶ κρατοῦντα, πίστις, ἐλπὶς, ἀγάπη. Μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη· Θεὸς γὰρ ὀνομάζεται.
2. Πλὴν ἔγωγε τὴν μὲν ἀκτῖνα ὁρῶ, τὴν δὲ φῶς, τὴν δὲ κύκλον· πάντα δὲ ἒν ἀπαύγασμα καὶ μίαν λαμπρότητα.
3. Ἡ μὲν γὰρ πάντα δύναται καὶ ποιεῖν, καὶ δημιουργεῖν· τὴν δὲ ἔλεος Θεοῦ περικυκλοῖ, καὶ ἀκαταίσχυντον ποιεῖ· ἡ δὲ οὐδὲ πίπτει οὐδ᾿ ἑστήκει τοῦ θέειν· οὐδὲ τὸν τρωθέντα ἠρεμεῖν λοιπὸν τῆς μακαρίας μανίας ἐᾷ.
4. Ὁ περὶ ἀγάπης Θεοῦ λέγειν βουλόμενος, περὶ Θεοῦ λέγειν ἐπεχείρησε. Περὶ Θεοῦ δὲ λόγος διεξιέναι, σφαλερὸν καὶ ἐπικίνδυνον τοῖς μὴ προσέχουσιν.
5. Ὁ περὶ ἀγάπης λόγος, ἀγγέλοις γνώριμος· κἀκείνοις κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς ἐλλάμψεως·
6. Ἀγάπη ὁ Θεός ἐστιν, ὁ ὅρον δὲ τούτου λέγειν βουλόμενος, ἐν ἀβύσσῳ τυφλώττων τὸν ψάμμον μετρεῖ.
7. Ἀγάπη κατὰ μὲν ποιότητα ὁμοίωσις Θεοῦ, καθ᾿ ὅσον βροτοῖς ἐφικτόν. Κατὰ δὲ ἐνέργειαν μέθη ψυχῆς· κατὰ δὲ τὴν ἰδιότητα πηγὴ πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως·
8. ἀγάπη ἐστὶ κυρίως ἀπόθεσις παντοίας ἐναντίας ἐννοίας· εἴπερ ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν.
9. Ἀγάπη, καὶ ἀπάθεια, καὶ υἱοθεσία, τοῖς ὀνόμασι, καὶ μόνοις διακέκριται. Ὡς φῶς, καὶ πῦρ, καὶ φλὸξ εἰς μίαν συντρέχουσιν ἐνέργειαν, οὕτω καὶ περὶ τούτων νόει.
10. Κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἐλλείψεως ἐνυπάρχει φόβος· ὁ γὰρ φόβου χωρὶς ἀγάπης πεπλήρωται, ἢ τὴν ψυχὴν νενέκρωται·
11. οὐδὲν τὸ δυσχερὲς ἀπὸ τῶν ἀνθρωπίνων καὶ πόθου, καὶ φόβου, καὶ σπουδῆς, καὶ ζήλου, καὶ δουλείας, καὶ ἔρωτος Θεοῦ παραθεῖναι εἰκόνας. Μακάριος ὅστις τοιοῦτον πρὸς Θεὸν ἐκτήσατο ἔρωτα, οἷον μανικὸς ἐραστὴς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται. Μακάριος ὁ οὕτως φοβηθεὶς τὸν Κύριον, ὡς δικαστὴν κατάδικοι δεδοίκασι· μακάριος ὁ οὕτως σπουδαῖος γενόμενος ἐν τῇ ὄντως σπουδῇ, ὡς εὐγνώμονες δοῦλοι πρὸς τὸν οἰκεῖον κύριον. Μακάριος ὃς οὕτως ζηλωτὴς ἐν ἀρεταῖς γέγονεν, ὡς οἱ περὶ τὰς ἑαυτῶν ὁμοζύγους ἐκ ζήλου νήφοντες. Μακάριος ὁ οὕτως Κυρίῳ ἐν προσευχῇ παριστάμενος, ὡς ὑπηρέται βασιλεῖ παρεστήκασι. Μακάριος ὁ Κύριον, ὡς ἀνθρώπους ἀποθεραπεύειν ἀνελλιπῶς ἀγωνιζόμενος·
12. οὐχ οὕτως μήτηρ ὑπομαζίῳ ὡς ἀγάπης υἱὸς τῷ Κυρίῳ προσκολλᾶσθαι πέφυκε πάντοτε.
13. Ὁ ὄντως ἐρῶν ἀεὶ τὸ τοῦ φιλουμένου πρόσωπον φαντάζεται, καὶ τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται ὁ τοιοῦτος. Οὐκ ἔτι οὐδὲ καθ᾿ ὕπνους ἠρεμεῖν τοῦ πόθου δύναται· ἀλλὰ κἀκεῖσε πρὸς τὸ ποθούμενονἀδολεσχεῖ. Οὕτως ἐπὶ σωμάτων, οὕτως ἐπὶ ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι. Τρωθείς τις περὶ ἑαυτοῦ ἔλεγεν, ὅπερ θαυμάζω, ὡς Ἐγὼ καθεύδω διὰ τὴν χρείαν τῆς φύσεως, ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος.
14. Σημειωτέον σοι, ὦ πισυνὲ, ὅτι περ μετὰ τούτων θηρίων παρὰ τῆς ἐλάφου ψυχῆς ὄλεθρον, τότε ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον πυρὶ τῆς ἀγάπης, ὡς ὑπὸ ἰοῦ βαλλομένη.
15. Ἡ μὲν τῆς (1157.) πείνης ἐνέργεια ἄδηλός τις καὶ ἀσήμαντος· ἡ δὲ τῆς δίψης ἐπιτατική τις καὶ προφανὴς, καὶ τοῦ φλογμοῦ πᾶσι σημαντική· διὰ τοῦτό φησιν ὁ Θεὸν ποθῶν· Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν, τὸν ἰσχυρὸν, τὸν ζῶντα.
16. Εἰ πρόσωπον φιλουμένου ἐναργῶς ὅλους ἡμᾶς μεταβάλλει, καὶ φαιδροὺς, καὶ ἱλαροὺς, καὶ ἀλύπους ἀπεργάζεται· τί ἂν καὶ οὐ ποιήσει πρόσωπον Δεσπότου ἐν καθαρᾷ ψυχῇ ἐπιδημίαν ἀοράτως ποιουμένου;
17. Ὁ μὲν φόβος ὅταν αἰσθήσει ψυχῆς γένηται, ἐκτήκειν καὶ κατεσθίειν τὴν ῥυπαρίαν πέφυκε. Καθήλωσον γὰρ, φησὶν, ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου. Ἡ δὲ ὁσία ἀγάπη ἐνίους μὲν κατεσθίειν εἴωθε, κατὰ τὸν εἰπόντα· Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας. Ποτὲ δέ τινας λαμπρύνειν, καὶ ἀγαλλιᾶσθαι ποιεῖ. Ἐπ᾿ αὐτῷ γάρ φησιν· Ἤλπισεν ἡ καρδία μου καὶ ἐβοηθύνθην [ἐβοηθήθην], καὶ ἀνέταλεν [ἀνέθαλεν]ἡ σάρξ μου· καὶ καρδίας εὐφραινομένης, πρόσωπον θάλλει. Ὅταν λοιπὸν ὅλος ὁ ἄνθρωπος οἷόν πως συνανακραθῇ τῇ τοῦ Θεοῦ ἀγάπῃ, τότε καὶ ἐκτὸς τοῦ ἐν τῷ σώματι ὡς δι᾿ ἐσόπτρου τινὸς τὴν τῆς ψυχῆς δείκνυσι λαμπρότητα· οὕτως δοξάζεται Μωϋσῆς ὁ θεόπτης ἐκεῖνος.
18. Οἱ τοιοῦτον ἰσάγγελον κατειληφότες, πολλάκις τροφῆς σωματικῆς ἐπιλανθάνονται. Οἶμαι δὲ οὐδὲ συχνότερον ταύτης ὀρέγονται. Καὶ οὐ θαῦμα· εἴπερ καὶ πόθος ἐναντίος πολλάκις τροφὴν διεκρούσατο,
19. οἶμαι τῶν ἀφθάρτων τούτων λοιπὸν, μηδὲ, ὡς ἔτυχε, τὸ σῶμα νοσηλεύεσθαι· ἡγνίσθη γὰρ καὶ τρόπον τινὰ ἐφθαρτοποιήθη διὰ φλογὸς ἁγνείας διακοψάσης φλόγα.
20. Οἶμαι μηδὲ αὐτὴν βρῶσιν, ἣν προσίενται λοιπὸν μεθ᾿ ἡδύτητος προσίεσθαι. Ὕδωρ μὲν γὰρ ὑπόγειον ῥίζαν φυτοῦ, τούτων δὲ ψυχὴν πῦρ οὐρανίον τρέφειν πέφυκεν·
21. αὔξησις φόβου ἀρχὴ ἀγάπης· τέλος δὲ ἁγνείας ὑπόθεσις θεολογίας.
22. Θεῷ τελείως τὰς αἰσθήσεις ἑνώσας τοὺς λόγους αὐτοῦ μυσταγωγεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ· τούτων γὰρ μὴ συναφθέντων χαλεπὸν περὶ Θεοῦ διαλέγεσθαι.
23. Ἐνούσιος μὲν λόγος τελειοῖ ἁγνείαν, παρουσίᾳ ἑαυτοῦ νεκρώσας τὸν θάνατον· τούτου δὲ νεκρωθέντος, ὁ τῆς θεολογίας μαθητὴς πεφώτισται.
24. Ὁ λόγος Κυρίου ὁ ἐκ Κυρίου ἁγνὸς διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος· ὁ γὰρ Θεὸν μὴ γνοὺς στοχαστικῶς ἀποφθέγγεται·
25. ἁγνεία μαθητὴν θεολόγον εἰργάσατο δι᾿ ἑαυτοῦ κρατύναντα τῆς τριάδος τῶν τριῶν [al. abest τῶν τριῶν] τὰ δόγματα.
26. Ὁ ἀγαπῶν τὸν Κύριον, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ προηγάπησεν. Ἀπόδειξις γὰρ τοῦ προτέρου τὸ δεύτερον.
27. Ὁ ἀγαπῶν τὸν πλησίον οὐδέποτε καταλαλούντων ἀνέξεται· ὡς ἀπὸ πυρὸς μᾶλλον δὲ ἀποφεύξεται.
28. Ὁ λέγων Κύριον ἀγαπᾷν καὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ὀργιζόμενος, ὅμοιός ἐστι τῷ καθ᾿ ὕπνους τρέχοντι.
29. Κράτος ἀγάπης ἐλπὶς, δι᾿ αὐτῆς γὰρ τὸν τῆς ἀγάπης μισθὸν ἀπεκδεχόμεθα.
30. Ἐλπίς ἐστιν ἀδήλου πλούτου πλοῦτος·
31. ἐλπίς ἐστιν ἀνενδοίαστος πρὸ θησαυροῦ θησαυρός·
32. αὕτη κόπων ἀνάπαυλαι, αὕτη ἀγάπης θύρα, αὕτη ἀναιρεῖ ἀπόγνωσιν, αὕτη τῶν (1160.) ἀπόντων εἰκών· ἐλπίδος ἔλλειψις, ἀγάπης ἀφανισμὸς, ταύτῃ δέδενται πόνοι, ταύτῃ κρέμανται κόποι· ταύτην κυκλοῖ ἔλεος.
34. Εὔελπις μοναχὸς, ἀκηδίας σφάκτης, ἐν μαχαίρᾳ ταύτης, ἐκείνην τροπούμενος,
35. Ἐλπίδα τίκτει δώρων Κυρίου πεῖρα· ὁ γὰρ ἄπειρος οὐκ ἀδίστακτος μένει.
36. Ἐλπίδα [ἐλπίς] λύει θυμός· ἡ μὲν γὰρ οὐ καταισχύνει· ἀνὴρ δὲ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων.
37. Ἀγάπη προφητείας χορηγός· ἀγάπη τεράτων παρεκτική· ἀγάπη ἐλλάμψεως ἄβυσσος. Ἀγάπη πηγὴ πυρός· ὅσον ἀναβλύσει, τοσοῦτον τὸν διψῶντα καταφλέξει· ἀγάπη ἀγγέλων στάσις· ἀγάπη προκοπὴ τῶν αἰώνων.
38. Ἀπάγγειλον ἡμῖν, ὦ καλὴ ἐν ἀρεταῖς, ποῦ ποιμαίνεις τὰ πρόβατά σου, ποῦ κατασκηνοῖς ἐν μεσημβρίᾳ; φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς, ἐπειδὴ λοιπὸν ἀναβαίνειν πρὸς σὲ βουλόμεθα. Σὺ γὰρ δεσπόζεις πάντων. Νῦν δέ μου ψυχὴν κεκαρδίωκας, καὶ οὐ δύναμαι κατέχειν σου τὴν φλόγα, ὅθεν ὑμνήσας σε πορεύομαι· Σὺ δὲ δεσπόζεις τοῦ κράτους τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ σάλον τῶν κυμάτων αὐτῆς σὺ καταπραΰνεις, καὶ νεκροῖς· σὺ ταπεινοῖς ὡς τραυματίαν ὑπερήφανον λογισμόν· ἐν τῷ βραχίονι τῆς δυνάμεώς σου διεσκόρπισας τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ ἀπολεμήτους τοὺς σοὺς ἐραστὰς ἀπεργάζῃ. Πῶς δὲ ὁ Ἰακὼβ ἐπὶ τὴν κλίμακά σε ἐστηριγμένην τεθέαται μαθεῖν ἐπείγομαι.
Τί δὲ ἄρα τὸ εἶδος τῆς τοιαύτης ἀνόδου ἐρωμένῳ φράσον· τίς δὲ ὁ τρόπος καὶ ὁ ἔρανός σου τῆς τῶν βαθμῶν ἐκείνης συνθέσεως, ἃς ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο ὁ σὸς ἐραστής· τίς δὲ ὁ ἀριθμὸς τούτων ἐδίψων γνῶναι· ὅσος δὲ ἄρα τοῦ δρόμου χρόνος. Τοὺς γὰρ χειραγωγοὺς ἀπήγγειλεν ὁ μαθών σου τὴν πάλην καὶ τὴν ὅρασιν· οὐδὲν δὶ ἕτερον φωτίζειν βεβούληται, μᾶλλον δὲ δεδύνηται, εἰ δέοι με λέγειν οἰκειότερον. Ἡ δὲ ὥσπερ ἐξ οὐρανοῦ μοι φανεῖσα, ἡ βασίλισσα αὔτη, καὶ ὡς ἐν ὠτί μου ψυχῆς τοῦτο προσομιλοῦσα ἔλεγεν· Ἐὰν μὴ λυθῇς, ὦ ἐραστὰ, τῆς παχύτητος, ἐμὴν ὥραν, ὡς ἔστι, μανθάνειν οὐ δύνασαι. Ἡ δὲ κλίμαξ τὴν τῶν ἀρετῶν σε διδασκέτω πνευματικὴν σύνθεσιν· ἐπ᾿ αὐτῆς διεστήριγμαι ἐγὼ τῆς κορυφῆς, καθὰ ὁ μέγας μου μύστης ἔφησε. Νῦν δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα, πίστις, ἐλπὶς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη.

(Διὰ τὸν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου τριάδος τῶν ἀρετῶν)

ΝΥΝΙ ΔΕ λοιπὸν - ὕστερα ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα - μένει τὰ τρία ταῦτα – τὰ ὁποῖα σφίγγουν καὶ διατηροῦν τὸν σύνδεσμο ὅλων – πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (πρβλ. Α´ Κορ. ιγ´ 13), διότι καὶ ὁ Θεὸς ἀγάπη ὀνομάζεται (πρβλ. Α´ Ἰωάν. δ´ 16). Ἐγὼ ὅμως τὴν μία τὴν βλέπω σὰν ἀκτίνα, τὴν ἄλλη σὰν φῶς καὶ τὴν Τρίτη σὰν ἡλιακὸ δίσκο, καὶ ὅλες μαζὶ σὰν ἕνα φωτεινὸ ἀπαύγασμα καὶ μία καὶ τὴν αὐτὴν λαμπρότητα. Ἡ μία, ἡ πίστις, δύναται νὰ ἐπιτελέση τὰ πάντα. Ἡ ἄλλη, ἡ ἐλπίς, περικυκλώνει μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν καταισχύνει τὸν ἐλπίζοντα. Καὶ ἡ Τρίτη, ἡ ἀγάπη, δὲν πέφτει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὕψος της οὔτε σταματᾶ ἀπὸ τὸ τρέξιμό της οὔτε ἐπιτρέπει σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπλήγωσε μὲ τὰ βέλη της νὰ ἠρεμήση ἀπὸ τὴν «μακαρίαν μανίαν» ποὺ τοῦ ἐπροξένησε.
2. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὴν ἀγάπη εἶναι σὰν νὰ ἐπιχειρῆ νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξις ὅμως ὁμιλίας περὶ Θεοῦ εἶναι πράγμα ἐπισφαλὲς καὶ ἐπικίνδυνο σὲ ὅσους δὲν προσέχουν. Γιὰ τὴν ἀγάπη γνωρίζουν νὰ ὁμιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὅποιος προσπαθεῖ νὰ δώση ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μὲ τυφλὸ ποὺ μετρᾶ στὴν ἄβυσσο τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου.
3. Ἡ ἀγάπη, ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μὲ τὸν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ὡς πρὸς τὴν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρὸς δὲ τὶς ἰδιότητές της, πηγὴ πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
4. Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καὶ ἀντιθέτου σκέψεως, ἐφ᾿ ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Α´ Κορ. ιγ´ 5). Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ υἱοθεσία μόνο στὴν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στὸ φῶς, στὴν φωτιὰ καὶ στὴν φλόγα, ἔτσι νὰ σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτές. Ὅσο ποσὸν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσὸν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δὲν ἔχει φόβο ἢ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη ἢ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.
5. Δὲν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα στὰ πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στὸν κύριό τους.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιὰ τὶς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι ποὺ προσέχουν ζηλότυπα τὶς γυναῖκες τους.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρὸς στὸν Κύριον ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρὸς στὸν βασιλέα.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ περιποιῆται καὶ νὰ ἀναπαύη τὸν Κύριον ὅπως ἔτυχε νὰ περιποιηθῆ καὶ νὰ ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.
Δὲν προσκολλᾶται τόσο πολὺ ἡ μητέρα στὸ βρέφος ποὺ θηλάζει, ὅσο ὁ υἱὸς τῆς ἀγάπης στὸν Κύριον.
6. Ὁ πραγματικὸς ἐραστὴς φέρνει πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καὶ τὸ ἐναγκαλίζεται μυστικὰ μὲ ἡδονή. Αὐτὸς ποτέ, οὔτε καὶ στὸν ὕπνο του δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ βλέπει τὸ ποθητὸ πρόσωπο καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καὶ ἀσκοῦν τὸν πνευματικὸ ἔρωτα).
7. Κάποιος ποὺ ἐκτυπήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βέλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του - πράγμα ποὺ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω - : «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).
8. Πρέπει νὰ σημειώσης καὶ τοῦτο, ὡς ἀφωσιωμένε φίλε, ὅτι ἀφοῦ ἡ ψυχὴ σὰν ἄλλη ἔλαφος ἐξοντώση τὰ δηλητηριώδη ἑρπετὰ τῶν παθῶν, τότε «ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 3), διότι πληγώνεται σὰν μὲ δηλητήριο ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης (1).
9. Ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ ἡ πείνα εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται καὶ δὲν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τὸ ἔντονο καὶ φανερὸ ποὺ κάνει ἔκδηλο σὲ ὅλους τὸν ἐσωτερικὸ φλογισμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπόθει τὸν Θεὸν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3).
10. Ἐὰν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;
11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήση πραγματικὰ σὲ μία ψυχή, λυώνει καὶ κατατρώγει τὰ ρυπαρὰ πάθη τῆς σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου», λέγει σχετικὰ ὁ Ψαλμῳδὸς (Ψαλμ. ριη´ 120). Ἐνῷ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζει νὰ τοὺς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας»· δηλαδὴ «μᾶς ἐπλήγωσες στὴν καρδιά» (Ἆσμα δ´ 9). Ἄλλους τοὺς κάνει ὡρισμένες φορὲς νὰ ἀγάλλωνται καὶ νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὴν Γραφή: «Ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ´ 7). Καί· «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρ. ιε´ 13).
Ὅταν λοιπὸν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῆ κάπως μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ ἐξωτερικὰ στὸ σῶμα του σὰν σὲ καθρέπτη δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐδοξάσθη καὶ ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι κατέκτησαν τὴν ἰσάγγελη αὐτὴ βαθμίδα, ξεχνοῦν πολλὲς φορὲς τὴν σωματικὴ τροφή. Καὶ νομίζω ὅτι δὲν τὴν ἐπιθυμοῦν καὶ τόσο συχνά, πράγμα ὄχι ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καὶ ὁ μὴ κατὰ Θεὸν πόθος νὰ κόβη πολλὲς φορὲς τὴν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ.
Αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν πλέον σὲ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καὶ τὸ σῶμα τους δὲν θὰ ἀσθενῆ τόσο εὔκολα. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καὶ ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα δηλαδὴ τῆς ἁγνότητος ἔσβησε τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τρώγουν δὲν τοὺς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ ποτίζουν μυστικὰ τὶς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὶς τρέφει μυστικὰ τὸ οὐράνιο πῦρ.
12. Ἡ αὔξησις τοῦ φόβου εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ τὸ τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τελείως τὶς αἰσθήσεις του μὲ τὸν Θεόν, μυσταγωγεῖται στὴν θεολογία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δὲν ἔχουν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεόν, εἶναι δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ θεολογῆ κανείς (2).
13. Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ κατοικήση, θὰ χαρίση τελεία ἁγνότητα καὶ καθαρότητα, νεκρώνοντας τὸν θάνατο, (δηλαδὴ τὰ πάθη ποὺ νεκρώνουν τὴν ψυχή). Μετὰ ἀπὸ τὴν νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καὶ γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνὸς γνωρίζει τὸν Ἁγνόν), ἐφ᾿ ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἁγνός (ἐστι) διαμένων εἰς αἰώνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια´ 7, ιη´ 10). Καὶ ὅποιος δὲν ἐγνώρισε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν Θεόν, ὁμιλεῖ περὶ Θεοῦ «στοχαστικῶς».
14. Ἡ ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τὸν μαθητή (3), ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁγνεία του αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ κηρύξη καὶ νὰ στερεώση τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
15. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τὸν ἀδελφό του. Τὸ δεύτερο ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ποτὲ δὲν θὰ ἀνεχθῆ ἀνθρώπους ποὺ καταλαλοῦν. Θὰ φύγη δὲ μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς σὰν ἀπὸ φωτιά. Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Κύριον καὶ συγχρόνως ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει στὸν ὕπνο του!
16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μὲ αὐτὴν περιμένομε τὸν μισθὸ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπὶς εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», (δηλαδὴ πλοῦτος ἑνὸς πλούτου ποὺ δὲν φαίνεται). Ἡ ἐλπὶς εἶναι ἀσφαλὴς ἀπόκτησις θησαυροῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτησί του. Αὐτὴ εἶναι ἀνάπαυσις καὶ ἀνακούφισις ἀπὸ τοὺς κόπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ φονεύει τὴν ἀπόγνωσι. Αὐτὴ εἰκονίζει ἐμπρός μας τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμὸς τῆς ἀγάπης. Σ᾿ αὐτὴν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ᾿ αὐτὴν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτὴν περικυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
17. Ὁ εὔελπις μοναχὸς εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τὴν ὁποία κατανικᾶ μὲ τὴν μάχαιρα τῆς ἐλπίδος. Ἡ ἐλπὶς γεννᾶται ἀπὸ τὴν γεῦσι καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τὰ ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τὴν ἐλπίδα τὴν ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε´ 5), ἐνῷ «ἀνὴρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Πάρμ. ια´ 25).
18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τὴν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τὴν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς – ὅσο περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις καὶ ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ πρόοδος εἰς τοὺς αἰῶνες ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.
«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σὺ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τὰ πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις τὸ μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α´ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς». Ἐπιθυμοῦμε πιὰ νὰ ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσὺ κυριαρχεῖς σὲ ὅλα. Τώρα μοῦ ἐπλήγωσες τὴν καρδία καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀνθέξω στὴν φλόγα σου. Γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ ὑμνήσω καὶ θὰ προχωρήσω: Ἐσὺ κυριαρχεῖς ἐπάνω στὴν δύναμι τῆς θαλάσσης, ἐσὺ καταπραΰνεις καὶ νεκρώνεις τὴν ταραχὴ τῶν κυμάτων της. Ἐσὺ ταπεινώνεις καὶ καταρρίπτεις ὡς τραυματία τὸν ὑπερήφανο λογισμό. Μὲ τὸν ἰσχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τοὺς ἐχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 10-11) καὶ ἀναδεικνύεις ἀνικήτους τους ἰδικούς σου ἐραστὰς.
» Καὶ βιάζομαι νὰ μάθω πῶς σὲ εἶδε ὁ Ἰακὼβ ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος. Ἐρωτῶ νὰ μάθω γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάβασι. Πές μου, πῶς ἦταν ὁ τρόπος καὶ ἡ σύνθεσις στὴν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης, τὴν ὁποία ἔβαλε στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία του νὰ ἐπιχειρήση ὁ ἐραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 6). Διψῶ ἀκόμη νὰ μάθω, ποιὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν βαθμίδων, καὶ πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιὰ τὴν ἀνάβασι. Διότι τοὺς μὲν χειραγωγοὺς τῆς ἀναβάσεως, (τοὺς Ἀγγέλους δηλαδή), τοὺς ἀνήγγειλε αὐτὸς ποὺ σὲ εἶδε καὶ ἐπάλαιψε μαζί σου (4), ἀλλὰ γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θέλησε ἢ μᾶλλον δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς διαφωτίση».
Ἐκείνη δὲ -ἂν καὶ θεωρῶ καλύτερο νὰ εἰπῶ Ἐκεῖνος (5)- ἡ βασίλισσα, σὰν νὰ ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔλεγε στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μου:
«Ἐάν, ὦ ἐραστά, δὲν λυθῆς ἀπὸ τὴν παχύτητα τοῦ σώματος, δὲν θὰ μπορέσης νὰ γνωρίσης τὸ κάλλος τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλίμαξ ἂς σὲ διδάσκη τὴν πνευματικὴ σύνθεσι τῶν ἐπὶ μέρους ἀρετῶν. Στὴν κορυφὴ δὲ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι στηριγμένη ἐγώ, καθὼς τὸ εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ Ἀπόστολος Παῦλος): «Νυνὶ δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα· πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´ 13).
----------
1. Γιὰ τὴν κατανόησι τῆς φράσεως αὐτῆς πρέπει νὰ σημειωθῆ, ὅτι σύμφωνα μὲ μία λανθασμένη ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων (βλέπε σχόλιο 1, λόγου ΚΕ´) ἡ ἔλαφος κατατρώγει τοὺς ὄφεις, τὸ δὲ δηλητήριό τους μέσα στὸν ὀργανισμό της δημιουργεῖ φλόγωσι καὶ ἀφόρητη δίψα, ὥστε νὰ ἐπιποθῆ «ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων». Ἐδῶ χαρακτηρίζεται ὡς ἔλαφος ἡ ψυχὴ ποὺ ἀνέβηκε στὶς βαθμίδες τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀπαθείας καὶ προχωρεῖ τώρα γεμάτη δίψα καὶ θεῖο πόθο πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ἀγάπης.
2. Ἐὰν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν καταστῆ ἡγιασμένο δοχεῖο τῆς Χάριτος, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη θεολόγος. «Πᾶσα προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου -παρατηρεῖ σύγχρονος θεολόγος- ὅπως γίνη μέτοχος τῆς θεολογίας αὐτοδυνάμως, ἐν τῇ αὐταρκείᾳ τῆς ἐκπεσούσης αὐτοῦ φύσεως καὶ τῶν διεσπασμένων καὶ φύσει ἄλλωστε περιωρισμένων αὐτοῦ δυνατοτήτων εἶναι ἀνέφικτος. . . [Καὶ ἀντὶ θεολογίας ἔχομεν τότε] τὸν περὶ Θεοῦ θνητὸν ἀνθρώπινον λόγον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου κυοφορεῖται ἐν πολλοῖς τὸ σκάνδαλον μιᾶς ἁμαρτανούσης θεολογίας, ἡ ὁποία ἀντὶ τῆς ζωῆς εἶναι φορεὺς τοῦ θανάτου» (Κ. Μουρατίδης, «Κοινωνία» ΙΖ´ 2, σελ. 59).
3. Ἐννοεῖ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Εὐαγγελιστή.
4. Πρόκειται γιὰ τὸν πατριάρχη Ἰακώβ. Τὸ περιστατικὸ τῆς πάλης του μὲ τὸν Θεὸν περιγράφεται στὴν Γένεσι, λβ´ 24-31.
5. «Ἐκεῖνος», δηλαδὴ ὁ Θεός, ἐφ᾿ ὅσον «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 16)

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ EΝΑΤΟΣ

Περὶ ἀπαθείας

Περὶ τοῦ ἐπιγείου οὐρανοῦ τῆς θεομιμήτου ἀπαθείας,
καὶ τελειότητος, καὶ ἀναστάσεως ψυχῆς
πρὸ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.

1. (1148.) Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ ἡμεῖς οἱ τεθέντες ἐν λάκκῳ ἀγνωσίας βαθυτάτῳ καὶ σκοτεινοῖς πάθεσι, καὶ σκιᾷ θανάτου τούτου τοῦ σώματος, περὶ τοῦ ἐπιγείου οὐρανοῦ ἐκ θρασύτητος φιλοσοφεῖν ἀρχόμεθα. Ἔχει μὲν γὰρ τὸ στερέωμα τοὺς ἀστέρας κάλλος, ἡ δὲ ἀπάθεια τὰς ἀρετὰς κόσμον· οὐδὲν γὰρ ἕτερόν τι ἔγωγε ἀπάθειαν ὑπείληφα εἶναι· ἀλλ᾿ ἢ ἐγκάρδιον νοὸς οὐρανὸν, τὰς τῶν δαιμόνων πανουργίας, ἀθύρματα λοιπὸν λογιζόμενον.
2. Ἀπαθὴς μὲν οὖν κυρίως καὶ ὑπάρχει, καὶ γνωρίζεται, ὁ τὴν σάρκα μὲν ἄφθαρτον ποιήσας, τὸν δὲ νοῦν τῆς κτίσεως ἀνυψώσας, τὰς δὲ πάσας αἰσθήσεις τούτῳ ὑποτάξας· τῷ δὲ προσώπῳ Κυρίου τὴν ψυχὴν παραστήσας ὑπὲρ τὴν ἑαυτῆς ἰσχὺν πρὸς αὐτὸν ἀεὶ ἐπεκτεινομένης.
3. Τινὲς δὲ πάλιν ἀπάθειαν εἶναι ὁρίζονται ἀνάστασιν ψυχῆς πρὸ τοῦ σώματος· ἄλλοι δὲ ἐπίγνωσιν Θεοῦ τελείαν, ἀγγέλων δευτέραν·
4. αὕτη οὖν ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης καθά μοί τις αὐτῆς γευσάμενος ὑφηγήσατο, οὕτω λοιπὸν τὸν νοῦν ἁγιάζει, καὶ τῶν ὑλῶν ἀφαρπάζει, ὡς τὸ πολὺ τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς, μετὰ τὴν κατάληψιν μέντοι τοῦ οὐρανίου λιμένος, ἐν οὐρανῷ ἐξεστηκότα αὐτὸν πρὸς θεωρίαν ἀνυψοῖ· περὶ οὗ καί φησί που ὁ πεῖραν ἴσως εἰληφὼς, ὅτι τοῦ Θεοῦ οἱ κραταιοὶ τῆς γῆς σφόδρα ἐπήρθησαν· τοιοῦτον ἔγνωμεν καὶ τὸν Αἰγύπτιον, τὸν μὴ ἐῶντα τὰς ἑαυτοῦ χεῖρας ἐπὶ πολὺ τεταμένας ἐν προσευχῇ, ἡνίκα ἂν μετά τινων προσηύχετο.
5. Ἔστιν ἀπαθὴς, καὶ ἔστιν ἀπαθοῦς ἀπαθέστερος. Ὁ μὲν γὰρ ἰσχυρῶς μισεῖ τὰ πονηρὰ, ὁ δὲ ἀπλείστως πλουτεῖ ἐν ἀρεταῖς,
6. καὶ ἡ ἁγνεία ἀπάθεια λέγεται, καὶ εἰκότως. Προοίμιον γὰρ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καὶ ἀφθαρσίας φθαρτῶν.
7. Ἀπάθειαν ἔδειξεν ὁ εἰπών· Νοῦν Κυρίου κέκτημαι. Ἀπάθειαν ἔδειξεν ὁ εἰπὼν Αἰγύπτιος, μὴ φοβεῖσθαι τὸν Κύριον. Ἀπάθειαν ἔδειξεν ὁ ἀνθυποστρέψαι τὰ πάθη εὐξάμενος. Τίς πρὸ τῆς μελλούσης λαμπρότητος, ὡς ὁ Σύρος ἐκεῖνος ἀπαθείας ἠξίωται; Ὁ μὲν γὰρ Δαυῒδ ὁ περίφημος ἐν προφήταις· Ἄνες μοι, φησὶν πρὸς (1149.) Κύριον, ἵνα ἀναψύξω. Ὁ δὲ τοῦ Θεοῦ ἀθλητής· Ἄνες τὰ κύματα τῆς χάριτός σου.
8. Ἀπάθειαν ἔχει ψυχὴ, ἡ οὕτως ποιωθεῖσα ταῖς ἀρεταῖς, ὡς οἱ ἐμπαθεῖς ταῖς ἡδοναῖς.
9. Εἰ τοῦτο ὅρος γαστριμαργίας, τὸ, καὶ μὴ ὀρεγόμενον βιάζεσθαι, τοῦτο πάντως ὅρος ἐγκρατείας, τὸ καὶ πεινῶσαν τὴν φύσιν ἀνυπεύθυνον οὖσαν ἐπικρατεῖν.
Εἰ τοῦτο ὅρος λαγνείας, τὸ, καὶ ἐπὶ ζώοις καὶ ἀψύχοις μαίνεσθαι· τοῦτο ὅρος ἁγνείας, τὸ, ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἀψύχοις τῇ αἰσθήσει διακεῖσθαι.
Εἰ τοῦτο φιλαργυρίας πέρας, τὸ, μηδέποτε τοῦ συναθροίζειν παύεσθαι, ἢ κορέννυσθαι· τοῦτο ἀκτημοσύνης, τὸ, μηδὲ τοῦ σώματος φείσασθαι τοῦ ἰδίου. Εἰ τοῦτο ἀκηδίας πέρας, τὸ, ἐν πάσῃ ὑπάρχοντα ἀνέσει ὑπομονὴν μὴ κεκτῆσθαι· τοῦτο ὑπομονῆς, τὸ, ἐν θλίψει ὄντα, ἄνεσιν ἔχειν λογίζεσθαι.
Εἰ τοῦτο ὀργῆς πέλαγος, τὸ καὶ μηδενὸς παρόντος θηριοῦσθαι· τοῦτο μακροθυμίας τοῦ ἀπόντος, τοῦ λοιδοροῦντος καὶ παρόντος ὡσαύτως γαλιᾷν [γαληνιᾷν].
Εἰ τοῦτο κενοδοξίας ὕψος, τὸ καὶ μηδενὸς παρόντος τοῦ ἐπαινεῖν ὀφείλοντος κενοδοξίας ἔργα σχηματίζεσθαι, τοῦτο πάντως ἀκενοδοξίας εἶδος, τὸ μηδέποτε ἐν παρουσίαις τὴν ἔννοιαν κλέπτεσθαι. Εἰ τοῦτο εἶδος ἀπωλείας, εἴγουν ὑπερηφανίας τὸ ἐν εὐτελεῖ σχήματι ἐπαίρεσθαι, τοῦτο σωτηριῶδες ταπεινώσεως τεκμήριον, τὸ ἐν ὑψηλοῖς ἐγχειρήμασι, καὶ κατορθώμασι ταπεινὸν ἔχειν φρόνημα.
Καὶ εἰ τοῦτο ἐμπαθείας παντελοῦς τεκμήριον, τὸ πᾶσι τοῖς ὑπὸ δαιμόνων ὑποσπειρομένοις σχεδὸν ὀξέως ὑπείκειν. Ἐγὼ τοῦτο τῆς ἁγίας ἀπαθείας ὑπείληφα γνώρισμα, τὰ δύνασθαι ἐναργῶς λέγειν· Ἐκκλίνοντος ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ πονηροῦ, οὐκ ἐγίνωσκον, οὐδὲ πῶς ἐλήλυθεν, οὐδὲ τίνος ἕνεκα, οὐδὲ πῶς ἀπελήλυθεν, ἀλλ᾿ ὅλος λοιπὸν ἀναισθήτως πρὸς τὰ τοιαῦτα ἔχω· ἡνωμένος ὅλος ὢν, καὶ ἀεὶ ἐσόμενος Θεῷ.
10. Ὁ τοιαύτης καταστάσεως ἠξιωμένος, ἔτι ὢν ἐν σαρκὶ, αὐτὸν τὸν ἐνοικοῦντα ἀεὶ ἐν ἅπασι λόγοις, καὶ ἔργοις, καὶ διανοήμασιν ἔχει κυβερνῶντα. Ὅθεν λοιπὸν καὶ ὡς φωνῆς τινος, τῆς τοῦ Κυρίου βουλήσεως ἔνδον διὰ φωτισμοῦ ἀντιλαμβάνεται, πάσης διδασκαλίας ἀνθρωπίνης ὑψηλότερος γενόμενος· Πότε ἥξω, καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ; οὐ γὰρ φέρω λοιπὸν τοῦ πόθου τὴν ἐνέργειαν· ἀλλὰ ζητῶ, ὅπερ ἀθάνατον κάλλος πρὸ τῆς πηλοῦ μοι δέδωκας.
11. Ὁ ἀπαθὴς, τί δεῖ πολλὰ λέγειν; ζῇ μὲν οὐκ ἔτι αὐτὸς, ζῇ δὲ ἐν αὐτῷ ὁ Χριστὸς, καθά φησιν ὁ τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνισάμενος, καὶ τὸν δρόμον τετελεκὼς, καὶ τὴν πίστιν τετηρηκὼς ὀρθόδοξον.
12. Οὐ συνίσταται διάδημα βασιλέως ἐξ ἑνὸς λίθου, καὶ οὐ τελειοῦται ἀπάθεια, ἂν μιᾶς ἀρετῆς καὶ τῆς τυχούσης ἀμελήσωμεν·
13. ἀπάθειαν μὲν νοήσεις, τὸ τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως ἐν οὐρανοῖς παλάτιον. Πολλὰς δὲ μονὰς τὰς ἔνδον τῆς πόλεως ταύτης (1152.) κατασκηνώσεις. Τεῖχος τὴν Ἱερουσαλὴμ, τὴν τῶν πταισμάτων ἄφεσιν. Δράμωμεν, ἀδελφοὶ, τῆς ἐν τῷ νυμφῶνι τοῦ παλατίου εἰσόδου τυχεῖν· εἰ δὲ ἔκ τινος ἢ φορτίου προλήψεως, ὢ τῆς συμφορᾶς!ἢ χρόνου προκατελήφθημεν, κἂν μονήν τινα πέριξ τοῦ νυμφῶνος προφθάσωμεν. Εἰ δὲ ἔτι ὀκλάζομεν, ἢ παρειμένοι τυγχάνομεν, κἂν ἐντὸς τοῦ τείχους παντὶ τρόπῳ γενώμεθα· ὁ γὰρ πρὸ τέλους ἐκεῖ μὴ εἰσελθὼν, μᾶλλον δὲ μὴ ὑπερβεβηκὼς ἐν ἐρημίᾳ αὐλισθήσεται. Διὰ τοῦτό τις ηὔχετο λέγων· Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Καὶ ἕτερος ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ φησιν· Οὐχ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν εἰσιν αἱ διαχωρίζουσαι ἀνὰ μέσον ὑμῶν καὶ ἐμοῦ; Διακόψωμεν, ὦ φίλοι, τὸ μεσότειχον τοῦ φραγμοῦ, ὅπερ διὰ παρακοῆς κακῶς ᾠκοδομήσαμεν· λάβωμεν ἐντεῦθεν λύσιν τοῦ χρέους, διότι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ ᾅδῃ ὁ δυνάμενος ἰάσασθαι. Σχολάσωμεν, ἀδελφοὶ, καὶ γὰρ σχολασταὶ ἀπεγράφημεν· οὐκ ἔστι πτῶμα, οὐκ ἔστι καιρὸν, οὐκ ἔστι φορτίον προφασίσασθαι· ὅσοι γὰρ ἔλαβον τὸν Κύριον διὰ λούτρου παλιγγενεσίας, ἔδωκε αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, εἰπών· Σχολάσατε καὶ γνῶτε, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς, καὶ ἡ ἀπάθεια. Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀνιστᾷ μὲν ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν πένητα νοῦν· καὶ ἀπὸ κοπρίας παθῶν ἐγείρει πτωχὸν ἡ μακαρία ἀπάθεια· ἡ δὲ πανύμνητος ἀγάπη ποιεῖ αὐτὸν τοῦ καθίσαι μετὰ ἀρχόντων, ἁγίων ἀγγέλων, μετὰ ἀρχόντων λαοῦ Κυρίου.

(Διὰ τὸν ἐπίγειον οὐρανόν, τὴν θεομίμητον ἀπάθειαν
καὶ τελειότητα καὶ ἀνάστασιν τῆς ψυχῆς,
πρὸς τῆς κοινῆς ἀναστάσεως)

ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ποὺ καὶ ἐμεῖς ποὺ εὑρισκόμαστε στὸν βαθύτατο λάκκο τῆς ἀγνωσίας καὶ στὶς σκοτεινὲς περιοχὲς τῶν παθῶν καὶ στὴν σκιὰ τοῦ θανάτου τούτου τοῦ σώματος, ἐπιχειροῦμε μὲ θρασύτητα νὰ φιλοσοφήσωμε γιὰ τὸν ἐπίγειο οὐρανό, (δηλαδὴ τὴν ἀπάθεια). Τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ ἔχει βεβαίως ὡς ὡραιότητα τοὺς ἀστέρες, ἀλλὰ ἡ ἀπάθεια ἔχει ὡς στολισμὸ τὶς ἀρετές. Ἐγὼ τουλάχιστον νομίζω ὅτι ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «ἐγκάρδιος οὐρανὸς τοῦ νοός», ὁ ὁποῖος λογαριάζει γιὰ παιγνίδια τὶς πανουργίες τῶν δαιμόνων.
2. Εἶναι καὶ διακρίνεται πραγματικὰ ὡς ἀπαθής, ἐκεῖνος ποὺ ἀφθαρτοποίησε τὴν σάρκα του, ποὺ ἀνύψωσε τὸν νοῦ του ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὁρατὴ κτίσι καὶ ὑπέταξε σ᾿ αὐτὸν ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ποὺ παρέστησε τὴν ψυχή του ἐμπρὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ ποὺ προχωρεῖ συνεχῶς καὶ πλησιάζει τὸν Κύριον ὑπηρετώντας Τον μὲ ζῆλο ὑπερανθρώπινο. Μερικοὶ πάλι ὁρίζουν τὴν ἀπάθεια ὡς ἀνάστασι τῆς ψυχῆς πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάστασι τοῦ σώματος. Καὶ ἄλλοι ὡς τελεία ἐπίγνωσι τοῦ Θεοῦ, δευτέρα κατὰ σειράν, μετὰ τὴν ἐπίγνωσι ποὺ ἔχουν οἱ Ἄγγελοι.
3. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀπάθεια, «ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης» (1), καθὼς μοῦ ἐξήγησε κάποιος ποὺ τὴν εἶχε δοκιμάσει, τόσο πολὺ ἁγιάζει τὸν νοῦ καὶ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὰ ὑλικά, ὥστε τὸ περισσότερο μέρος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, μετὰ τὴν ἄφιξι βεβαίως στὸ οὐράνιο λιμάνι τῆς ἡσυχίας, τὸ ζῆ κανεὶς σὰν νὰ εὑρίσκεται στὸν οὐρανό, καὶ ἀνυψώνεται ἐκστατικός σε οὐράνιες θεωρίες· πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο ὁμιλεῖ κάπου ἐπιτυχῶς καὶ ὁ Ψαλμῳδὸς ποὺ τὸ εἶχε γευθῆ: «Ὅτι τοῦ Θεοῦ οἱ κραταιοί, τῆς γῆς σφόδρα ἐπήρθησαν» (Ψαλμ. μς´ 10). Ὡς τέτοιον γνωρίζομεν καὶ τὸν Αἰγύπτιον ἐκεῖνον (ἀσκητή), ὁ ὁποῖος δὲν ἄφινε ἐπὶ πολὺ τὰ χέρια του ἁπλωμένα στὴν προσευχὴ ὅταν προσευχόταν μαζὶ μὲ ἄλλους (2).
4. Ὑπάρχει ὁ ἀπαθής, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἀπαθέστερος ἀπὸ τὸν ἀπαθῆ. Ὁ πρῶτος ἀποστρέφεται μὲ ὑπερβολικὸ μίσος τὸ κακό, ἐνῷ ὁ δεύτερος εἶναι ἄπληστος στὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν. Καὶ ἡ ἁγνεία ἀπάθεια ὀνομάζεται, καὶ πολὺ φυσικά, διότι εἶναι ὁ πρόλογος τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀφθαρτοποιήσεως τῶν φθαρτῶν.
5. Ἀπάθεια ἐφανέρωσε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «νοῦν Κυρίου κέκτημαι» (πρβλ. Α´ Κορ. β´ 16). Ἀπάθεια ἐφανέρωσε ὁ Αἰγύπτιος ποὺ εἶπε ὅτι δὲν φοβεῖται τὸν Κύριον (3). Ἀπάθεια ἐφανέρωσε ἐκεῖνος ποὺ προσευχήθηκε νὰ ἐπιστρέψουν πάλι τὰ πάθη (4). Ποιὸς ἀξιώθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος νὰ ἔχη τόση ἀπάθεια, ὅση ἐκεῖνος ὁ Σῦρος (5); Διότι ἐνῷ ὁ περίφημος μεταξὺ τῶν προφητῶν Δαβὶδ ἔλεγε στὸν Κύριον «σταμάτησε τὴν θλίψι μου, γιὰ νὰ ἀνακουφισθῶ» (Ψαλμ. λη´ 14), ὁ Σύρος αὐτὸς ἀθλητὴς τοῦ Θεοῦ ἔλεγε «σταμάτησε τὰ κύματα τῆς χάριτός Σου»!
6. Ἀπάθεια ἔχει ἡ ψυχὴ ποὺ ἐταυτίσθηκε τόσο μὲ τὶς ἀρετές, ὅσο οἱ ἐμπαθεῖς μὲ τὶς ἡδονές.
7. Ἐὰν τὸ ὅριο τῆς γαστριμαργίας εἶναι, νὰ πιέζη κανεὶς τὸν ἑαυτό του νὰ φάγη καὶ χωρὶς νὰ ἔχη ὄρεξι, τότε τὸ ὅριο τῆς ἐγκρατείας εἶναι, καὶ ὅταν πεινᾶ, νὰ συγκρατῆ τὴν φύσι του, παρ᾿ ὅλον ὅτι δὲν εἶναι ἔνοχη γιὰ κάτι.
8. Ἐὰν τὸ ὅριο τῆς λαγνείας εἶναι ἡ μανιώδης διέγερσις καὶ πρὸς τὰ ἄλογα ζῷα καὶ τὰ ἄψυχα ἀντικείμενα, τότε τὸ ὅριο τῆς ἁγνείας εἶναι νὰ τὰ αἰσθάνεται κανεὶς ὅλα καὶ νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη σὰν ἄψυχα.
9. Ἐὰν τὸ τέρμα τῆς φιλαργυρίας εἶναι νὰ μὴ παύῃ κανεὶς καὶ νὰ μὴ χορταίνη ποτὲ συναθροίζοντας χρήματα, τότε καὶ τὸ τέρμα τῆς ἀκτημοσύνης εἶναι νὰ μὴ λυπᾶται οὔτε τὸ σῶμα του ἀκόμη.
10. Ἐὰν τὸ τέρμα τῆς ἀκηδίας εἶναι νὰ μὴν ἔχη κανεὶς ὑπομονὴ ἐνῷ ζῆ σὲ πλήρη ἄνεσι, τότε τὸ τέρμα τῆς ὑπομονῆς εἶναι νὰ ζῆ σὲ θλίψι καὶ νὰ θεωρῆ ὅτι ἔχει ἄνεσι.
11. Ἐὰν τὸ πέλαγος τῆς ὀργῆς εἶναι νὰ ἀποθηριώνεται κανεὶς καὶ ὅταν εἶναι μόνος του, τότε τὸ πέλαγος τῆς μακροθυμίας εἶναι νὰ εἶναι ὅμοια γαλήνιος καὶ στὴν ἀπουσία καὶ στὴν παρουσία τοῦ ὑβριστοῦ.
12. Ἐὰν τὸ ὕψος τῆς κενοδοξίας εἶναι νὰ δείχνη κανεὶς ἐπιτηδευμένη ἐπιδεικτικὴ συμπεριφορὰ καὶ ὅταν εἶναι μόνος του, τότε ὁπωσδήποτε τὸ γνώρισμα τῆς ἀκενοδοξίας εἶναι νὰ μὴ κλέπτεται καθόλου ὁ λογισμὸς στὴν παρουσία αὐτῶν ποὺ ἐπαινοῦν.
13. Ἐὰν τὸ γνώρισμα τῆς ἀπωλείας, δηλαδὴ τῆς ὑπερηφανείας, εἶναι νὰ αἰσθάνεται κανεὶς ἔπαρσι καὶ ὅταν ἔχη ταπεινὴ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι, τότε ἡ ἀπόδειξις τῆς σωτηρίου ταπεινώσεως εἶναι νὰ ἔχη ταπεινὸ φρόνημα καὶ στὰ ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα καὶ κατορθώματα.
14. Ἐὰν ἡ ἀπόδειξις τῆς τελείας ἐμπαθείας εἶναι νὰ ὑποχωρῆ κανεὶς πάραυτα σχεδὸν στὸ κάθε τί ποὺ ἐνσπείρουν οἱ δαίμονες, τότε ἐγὼ θεωρῶ σὰν γνώρισμα τῆς ἁγίας ἀπαθείας τὸ νὰ μπορῆ κανεὶς νὰ λέγη καθαρά: «Ἐκκλίνοντος ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ πονηροῦ οὐκ ἐγίνωσκον» (Ψαλμ. ρ´ 4), οὔτε πῶς ἦλθε οὔτε γιατί ἀπῆλθε· ἀντίθετα νοιώθω πλήρη ἀναισθησία πρὸς ὅλα αὐτά, εἶμαι ὅλος ἑνωμένος μὲ τὸν Θεόν, καὶ πάντοτε θὰ εἶμαι.
15. Ὅποιος ἀξιώθηκε αὐτὴν τὴν κατάστασι, ἐνῷ εὑρίσκεται ἀκόμη στὴν σάρκα του, ἔχει ὡς ἔνοικό του τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὸν κυβερνᾶ σὲ ὅλα τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα καὶ τὶς σκέψεις. Ἔτσι ἀκούει μέσα του σὰν κάποια φωνὴ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ποὺ τὸ ἀντιλαμβάνεται μὲ ἕναν ἐσωτερικὸ φωτισμό, καὶ γίνεται ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη διδασκαλία. Λέγει δὲ «πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ»; (Ψαλμ. μα´ 3). Διότι δὲν ἀντέχω περισσότερο τὴν ἐνέργεια τοῦ πόθου μου αὐτοῦ, ἀλλὰ ἐπιζητῶ τὸ ἀθάνατο κάλλος ποὺ μοῦ εἶχες δώσει προτοῦ ἐνδυθῶ τὸ πήλινο αὐτὸ σῶμα (ὅπως κατήντησε μετὰ τὴν παράβασι). Ἀλλὰ τί χρειάζεται νὰ λέγωμε πολλά; Ὁ ἀπαθὴς «ζῆ μὲν οὐκέτι αὐτός, ζῆ δὲ ἐν αὐτῷ Χριστός» (Γαλ. β´ 20), καθὼς λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγώνα καὶ ἐτελείωσε τὸν δρόμο καὶ ἐτήρησε τὴν πίστι, (δηλαδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος).
16. Τὸ στέμμα τοῦ βασιλέως δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕναν μόνο πολύτιμο λίθο. Οὔτε ἡ ἀπάθεια εἶναι τελεία, ἐὰν ἔστω καὶ μία ὁποιαδήποτε ἀρετὴ ἀμελήσωμε.
Ὡς ἀπάθεια νὰ ἐννοήσης τὸ οὐράνιο ἀνάκτορο τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως. Ὡς «πολλὰς μονάς» (Ἰωάν. ιδ´ 2) τὶς κατοικίες ποὺ εὑρίσκονται μέσα στὴν πόλι. Καὶ ὡς τεῖχος τῆς ἐπουρανίου αὐτῆς Ἱερουσαλὴμ τὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων.
17. Ἂς τρέξωμε, ἀδελφοί, ἂς τρέξωμε, γιὰ νὰ κατορθώσωμε νὰ εἰσέλθωμε στὸν νυμφώνα τοῦ ἀνακτόρου. Ἐὰν δὲ εἴτε ἀπὸ κάποιο φορτίο εἴτε ἀπὸ κάποια πρόληψι εἴτε ἀπὸ κάποια ἀργοπορία καθυστερήσαμε -ὢ συμφορά μας!- τουλάχιστον ἂς προφθάσωμε κάποια κατοικία γύρω ἀπὸ τὸν νυμφώνα. Ἐὰν δὲ ἀκόμη ἔχουν καμφθῆ καὶ ἀποκάμει τὰ πόδια μας, ἂς φθάσωμε μὲ κάθε τρόπο ἔστω μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ εἰσέλθη στὸ τεῖχος ἢ μᾶλλον δὲν θὰ τὸ ὑπερπηδήση πρὸ τοῦ θανάτου του, θὰ παραμείνη ἔξω, στὴν ἐρημικὴ περιοχὴ (τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν). Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάποιος ἔλεγε στὴν προσευχή του «ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. ιζ´ 30). Καὶ κάποιος ἄλλος, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε: «Οὐχὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν εἰσιν αἱ διαχωρίζουσαι ἀναμέσον ὑμῶν καὶ ἐμοῦ»; (Ἡσ. νθ´ 2).
18. Ἂς γκρεμίσωμε, ἀγαπητοί μου, τὸ «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (Ἐφεσ. β´ 14), τὸ ὁποῖο κακῶς οἰκοδομήσαμε μὲ τὴν παρακοή μας. Ἂς λάβωμε ἀπὸ ἐδῶ τὴν ἐξόφλησι τοῦ χρέους, διότι στὸν ᾅδη δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μπορῆ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα.
19. Ἂς «σχολάσωμε», (ἂς ἀφήσωμε τὰ ἄλλα καὶ ἂς ἀφιερώσωμε χρόνο), ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς (γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς ἀπαθείας). Ἄλλωστε ἔχομε χαρακτηρισθῆ «σχολασταί» (6). Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμελῆ καὶ νὰ προφασίζεται εἴτε πτώσεις του εἴτε περιστάσεις εἴτε φορτία· διότι «ὅσοι ἔλαβον τὸν Κύριον –διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας- ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. α´ 12), καὶ τοὺς εἶπε: «Νὰ σχολάσετε, νὰ ἠρεμήσετε καὶ νὰ γνωρίσετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς καὶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀπάθεια» (πρβλ. Ψαλμ. με´ 11). Εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀνυψώνει ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανὸ τὸν πένητα νοῦ, καὶ ἀνεγείρει ἀπὸ τὴν κοπρία τῶν παθῶν τὸν πτωχὸ ἄνθρωπο ἡ μακαρία ἀπάθεια. Ἐνῷ ἡ πανύμνητη ἀγάπη τὸν ἀξιώνει νὰ καθήση μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντας Ἀγγέλους, μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ τοῦ Κυρίου.
----------
1. Θαυμασία ὅσο καὶ παράδοξη διατύπωσις! Σχετικῶς διαβάζομε στὸ ἔργο περὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς τῶν Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων: «Καὶ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὡς ἑξῆς ὁμιλεῖ περὶ ἀπαθείας καὶ τελειότητος: Οἱ ἀπαθεῖς προχωρώντας ἀσταμάτητα καὶ ἀχόρταγα πρὸς τὸ ὕψιστο ποθούμενο, καθιστοῦν τὴν τελειότητα χωρὶς τέλος. . . Εἶναι τελεία ἡ τελειότης, ὅσον ἀφορᾶ τὰ μέτρα καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ εἶναι χωρὶς τέλος, διότι ξεπερνᾶ τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν καθημερινὴ πρόοδο καὶ διότι ὑψώνεται συνεχῶς μὲ τὶς πρὸς τὸν Θεὸν ἀναβάσεις» (Φιλοκαλία, Δ´, σελ. 281).
2. Ἐννοεῖ τὸν ἀββᾶ Τιθόη, γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ «Γεροντικὸν» γράφει: «Εἰ μὴ ταχέως κατέφερε τὰς χείρας αὐτοῦ, ὅτε ἴστατο εἰς προσευχή, ἠρπάζετο ὁ νοῦς αὐτοῦ ἄνω». -Ἡ ἀρπαγὴ τοῦ νοὸς στὴν προσευχὴ ὑποδηλοῖ ὕψιστο σημεῖο πνευματικῆς προόδου - («Γεροντικόν», ἐκδ. Π. Πάσχου, σελ. 122).
3. Δηλαδὴ ὁ Μέγας Ἀντώνιος. «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος -γράφει τὸ «Γεροντικόν», σελ. 4- ἐγὼ οὐκέτι φοβοῦμαι τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ἀγαπῶ αὐτόν· ἡ γὰρ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον».
4. Ἐννοεῖ τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβό. Σχετικῶς βλέπε «Γεροντικόν», σελ. 45-46.
5. Πρόκειται γιὰ τὸν ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο. Περὶ αὐτοῦ ὁμιλεῖ ὁ νηπτικὸς πατὴρ Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ, μετὰ τὸ νικῆσαι πάντα τά τε ψυχικὰ καὶ σωματικὰ πάθη, χάριτι Χριστοῦ, ἵνα μὴ ἀργὸς ἐκ τῶν πολέμων τοῦ ἐχθροῦ εὑρεθῆ καὶ τούτου χάριν κατακριθῆ, ὡς ἐδόκει, ἐξ ἀφάτου ταπεινώσεως ἐζήτει τὴν χάριν τῆς ἀπαθείας ἀρθῆναι ἀπ᾿ αὐτοῦ· περὶ οὗ Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος ἐκπλαγεὶς ἔγραψειν· ὅτι εἰσί τινες ἀπαθῶν ἀπαθέστεροι, ὡς ὁ Σύρος ἐκεῖνος φησί, καὶ τὰ ἑξῆς» (Περὶ τῶν ἑπτὰ σωματικῶν πράξεων. . . , Φιλοκαλία, Γ´, σελ. 66).
6. Πιθανὸν νὰ ὑπαινίσσεται τὸ περιστατικὸ τῆς Ἐξόδου, ὅπου ὁ Φαραὼ ἀντιτίθεται στοὺς Ἱσραηλίτες, ποὺ ζητοῦν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο γιὰ τὴν ἐκτέλεσι θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, ἀποκαλώντας τους ἀργόσχολους: «Σχολάζετε, σχολασταί ἐστε· διὰ τοῦτο λέγετε· πορευθῶμεν, θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν» (ε´ 17). Ἡ ἐν λόγῳ «σχολὴ» εἶναι ἐπαινετή. Ὅπως τὸ τονίζει καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, «αὕτη ἡ σχολὴ ἀγαθὴ τῷ σχολάζοντι καὶ ὡφέλιμος, ἡσυχίαν ἐμποιοῦσα πρὸς τὴν τῶν σωτηρίων διδαγμάτων ἀνάληψιν» (ὁμιλία εἰς τὸν ΜΕ´ Ψαλμόν).