Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Μερικά μυστικά προσευχής από μια καρδιά γεμάτη αγάπη


dock 3

Βρήκα στο βιβλίο “Βίος και Λόγοι” του άγιου (και επίσημα πλέον!) γέροντα Πορφυρίου ένα κομμάτι που μιλάει για την προσευχή. Πιο συγκεκριμένα, ο γέροντας αναφέρεται στις περιπτώσεις που ο Θεός δε μας δίνει αυτό που με ένταση και επιμονή ζητούμε.
Να μην εκβιάζουμε με τις προσευχές μας τον Θεό. Να μη  ζητάμε απ’το Θεό να μας απαλλάξει από κάτι, ασθένεια κλπ ή να μας λύσει τα προβλήματά μας, αλλά να ζητάμε δύναμη και ενίσχυση από Εκείνον για να τα υπομένουμε.
Όπως Εκείνος κρούει με ευγένεια την πόρτα της ψυχής μας, έτσι κι εμείς να ζητάμε ευγενικά αυτό που επιθυμούμε κι αν ο Κύριος δεν απαντάει, να σταματάμε να το ζητούμε. Όταν ο Θεός δε μας δίνει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα μυστικά Του.
Εφόσον πιστεύουμε στην αγαθή Του πρόνοια, εφόσον πιστεύουμε ότι Εκείνος γνωρίζει τα πάντα απ’τη ζωή μας κι ότι πάντα θέλει το αγαθόν, γιατί να μη δείχνουμε εμπιστοσύνη; Να προσευχόμαστε απλά και απαλά, χωρίς πάθος και εκβιασμό. (…) Μην κυνηγάμε ν’αποχτήσουμε αυτό που θέλουμε, αλλά να τ’αφήνουμε στο θέλημα του Θεού. Γιατί, όσο το κυνηγάμε, τόσο αυτό απομακρύνεται. Άρα, λοιπόν, υπομονή και πίστη και γαλήνη. Κι αν το ξεχάσουμε εμείς, ο Κύριος ποτέ δε ξεχνάει κι αν είναι για το καλό μας, θα μας δώσει αυτό που πρέπει κι όταν πρέπει.

Πώς πρέπει να κάνουμε προσευχή όταν βαριόμαστε;

 


 

Η είναι μία εσωτερική κίνηση τής ψυχής για επικοινωνία μέ τον Θεό…

Αν κάποιος δεν έχει όρεξη για προσευχή και δεν είναι αποδεδειγμένα κουρασμένος, αυτός μπορεί να ξεκινήσει τον προσωπικό του διάλογο με τον Θεό προσευχόμενος για τους άλλους, έτσι ώστε σιγά – σιγά «να ξεπαγώσουν τα λάδια της ψυχής του» και μετά να αρχίσει να προσεύχεται και για τον εαυτό του.

Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο Ρώσος, (+24.9.1938) που έζησε στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος (Ρώσικο), μας είπε ότι οι πιο ευπρόσδεκτες προσευχές για τους άλλους είναι οι εξής:

Πρώτα πρέπει να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας, γιατί μή ξεχνάμε ότι και ο Χριστός προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του πάνω από το Σταυρό…

Δεύτερον πρέπει να προσευχόμαστε για τους νεκρούς μας, γιατί αυτοί από μας τους ζωντανούς περιμένουν μέχρι τη Β΄ Παρουσία, για να τους βοηθήσουμε με τις ευχές, προσευχές, μνημόσυνα και ελεημοσύνες μας υπέρ συγχωρήσεως και αναπαύσεως της ψυχής τους.Και τρίτον πρέπει να προσευχόμαστε για τους λαούς της γης που δεν πίστεψαν ακόμη στην Ορθοδοξία ώστε να γνωρίσουν εν Πνεύματι Αγίω τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας Χριστό.

Μάλιστα άλλος Γέροντας είπε ότι «όποιος προσεύχεται πρώτα για τους εχθρούς του και τους συγχωρεί από την καρδιά του, αυτού ο Θεός δεν συγχωρεί μόνο τις αμαρτίες του, αλλά και εισακούει και όλη την υπόλοιπη προσωπική προσευχή του”. Φοβερό! «Ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τῆς χαρές».

Ακόμη κάτι για την προσευχή. Αν κάποιος δεν ξέρει τι να πεί στην προσευχή του, θα αρχίσει να προσεύχεται για τους άλλους, όπως προείπαμε. Αυτό εμπεριέχει αγάπη και ενδιαφέρον και είναι λιγάκι πιο προσιτό στους περισσότερους. Πέστε όμως ότι δεν ξέρουμε πολλές προσευχές. Λέγει λοιπόν ο ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ ότι όποιος ζει μέσα στον κόσμο και λέγει τρείς φορές το «Πάτερ ημών», τρείς φορές το «Θεοτόκε Παρθένε» και μια φορά το «Πιστεύω» σώζεται. Αλλά όλα αυτά όμως κάθε μέρα. Με την Κυριακή προσευχή συμπροσεύχεται με αυτόν τον Χριστό που μας δίδαξε πως να προσευχόμαστε.

Με το «Θεοτόκε Παρθένε» συμπροσεύχεται με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ που προσφώνησε στον Ευαγγελισμό τη Θεοτόκο με αυτά τα άγια λόγια.

Και με το Σύμβολο της Πίστεως συμπροσεύχεται και συνομολογεί την Πίστη της Εκκλησίας με τους Άγιους Πατέρες που συνέθεσαν αυτό το «Πιστεύω» στις δύο πρώτες Άγιες Οικουμενικές Συνόδους. Κι ένα τελευταίο.

Αν μ΄ αυτά και μ΄ αυτά δεν ξεκινήσει το χάρισμα της προσευχής μέσα μας, ασφαλώς τότε πρέπει να ανησυχήσουμε θετικά, αλλά μπορούμε και κάτι άλλο να κάνουμε σύμφωνα με τη συμβουλή του μακαριστού Μητροπολίτη Αντωνίου του Σουρόζ. Δηλ. μπορούμε να πάμε σε μια εκκλησία μόνοι μας και μέσα στη σιωπή να μη μιλήσουμε εμείς στο Θεό, αλλά να περιμένουμε Αυτός νά «μιλήσει» σε μάς μέσα στην ευλαβική κατάνυξη του ναού. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε και στο σπίτι μας μπροστά στα εικονίσματα.

Άνθρωπος που δεν προσεύχεται ή δεν έμαθε, ή δεν προσπάθησε ή… χρειάζεται άμεσα Εξομολόγηση .»

Μετά την εξομολόγηση έλεγε ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, η προσευχή τρέχει σα νεράκι». Καλή είναι και η μελέτη πριν από την προσευχή πνευματικών βιβλίων, καθαρίζει το μυαλό μας.

Ο διάβολος δεν θέλει να προσευχόμαστε και κατά την ώρα της προσευχής εγείρει πειρασμούς, λογισμούς και περισπασμούς. Πλήν όμως, όπως και όλα τα καλά και το μέγιστο καλό της προσευχής θέλει βία. «Όσοι εκβιάζουν τον εαυτό τους στο καλό, αυτοί αρπάζουν τη Βασιλεία των Ουρανών», μας λέγει ο Κύριος.

Το πρώτο στάδιο της ευχής Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,

 


Στήν προηγούμενή μας σύναξι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφερθήκαμε, ἐντελῶς ἐπιγραμματικά, σέ κάποιες κύριες προϋποθέσεις πού πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἐκπληρώνη ἡ προσευχή μας, οὕτως ὥστε αὐτή νά εἶναι ὄντως θεάρεστη. Αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς: Κατ᾽ ἀρχάς, νά εἶναι ἡ προσευχή μας τελωνική, νά μήν ὑπάρχη ἐχθρότητα πρός τόν συνάνθρωπο, νά γίνωνται, παράλληλα μέ τήν προσευχή, πνευματικές καί ὑλικές ἐλεημοσύνες καί νά ἔχωμε, πρό πάντων, καρδίαν ἐλεήμονα πρός ὅλη τήν κτίσι. Ἐπίσης, ἄλλες προϋποθέσεις πού ἀνεφέραμε εἶναι ἡ νηστεία, μέ τήν στενή καί τήν εὐρεῖα ἔννοια, ἡ ἀσκητική τῆς Ὀρθοδοξίας μετά διακρίσεως, τά αἰτήματά μας νά εἶναι πνευματικῶν διαστάσεων, ἡ πίστις μας εἰς τήν θεία Πρόνοια, ἡ ὀρθή πίστις, ἡ καρτεροψυχία, ἡ ὑπομονή καί ἄλλα.
Μετά, ἀναφερθήκαμε στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι εἶναι ἡ πιό δραστική μέθοδος προσευχῆς ἐναντίον τῶν τριῶν μεγάλων μας ἐχθρῶν, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου. Ἐπίσης εἴπαμε ὅτι τό ''ἐλέησόν με'' θά πῆ ''σπλαγχνίσου με'', ὄχι ὅμως σύμφωνα μέ τήν δική μας κρίσι, ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀλάνθαστο θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τό πνευματικό μας δηλαδή αἰώνιο, τελικό συμφέρον. Καί στό τέλος, ἀπεδείξαμε, ὅτι αὐτή ἡ προσευχή προορίζεται ἐξ ἴσου καί γιά τούς λαϊκούς. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο γιά τούς μοναχούς. Αὐτά, βέβαια, ἐν περιλήψει, τώρα ἁπλῶς τά ἀναφέραμε.

Πρίν ὅμως προχωρήσωμε παρακάτω, κρίνομε σκόπιμο καί ἀπαραίτητο νά ἀπαντήσωμε σέ κάποιες δικές σας ἀπορίες, ἐφ᾽ ὅσον μᾶς ἐτέθησαν.

Ἡ πρώτη ἀπορία σας, ἄν ἐνθυμῆσθε, ἦταν προφορική: Κάποιος ἐρώτησε, ἄν ''στέκεται'' ἡ εὐχή ἄνευ τῆς ὑπακοῆς. Καί ἀπαντήσαμε, ὅτι σίγουρα καί ἀσφαλῶς δέν ''στέκεται''. Ἀλλά αὐτό ἐξαρτᾶται βέβαια, ἄν κάποιος εἶναι μοναχός, ἀπό τό τί σχέσι ἔχει μέ τόν γέροντά του, ἤ ἄν εἶναι λαϊκός, ἄν ἔχη πνευματικό, κλπ.

Βέβαια, ἕνας πρῶτος καρπός - φωτισμός τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἕνας ἀπό τούς πρώτους μᾶλλον καρπούς αὐτῆς τῆς εὐχῆς ἀσφαλῶς θά εἶναι νά βρῆ κάποιος ἕναν ἔμπειρο, σωστό καί διακριτικό πνευματικό.  Καί ὅταν τόν βρῆ νά κάνη σ᾽ αὐτόν ὑπακοή μέ σωστή διάθεσι, ἐπειδή καί ἡ ὑπακοή πρέπει νά γίνεται ὅπως θέλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Πρέπει νά γίνεται δηλαδή μέ σωστό φρόνημα, γιά νά εἶναι τελικά θεάρεστη καί νά φέρη καρπούς. Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, καί ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπό τίς ἐντολές καί δέν πρέπει ἡ προσευχή νά ἀπομονώνεται, διότι ἄν ἀπομονώνεται, ἐρήμην τῶν ἄλλων ἐντολῶν, ὄχι μόνο δέν ἀποφέρει πνευματικούς καρπούς, ἀλλά φέρει, πολλές φορές, καί πάσης φύσεως παρενέργειες, καί πνευματικές, καί ψυχολογικές. Ὁπότε, μέ τήν ἔννοια αὐτή, λέμε ἀπερίφραστα ὅτι εὐχή ἄνευ πνεύματος ὑπακοῆς, χωρίς δηλαδή ὑπακοή στά προστάγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, δέν νοεῖται.

Καί γιά πίστωσι τῶν προαναφερθέντων, ἄς διαβάσωμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἀββᾶ Δωρόθεο, πού ἀναφέρεται εἰς τό κτίσιμο καί εἰς τό ἁρμολόγημα τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς. Ἐρωτᾶ ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος: «Πῶς ὅμως κτίζεται τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς;  Ἀπό τό κτίσιμο τοῦ ὁρατοῦ σπιτιοῦ μποροῦμε νά διδαχθοῦμε πῶς ἀκριβῶς ἔχει τό πρᾶγμα. Διότι ἐκεῖνος πού θέλει νά κτίση ἕνα ὑλικό σπίτι, πρέπει πρῶτα νά τό σιγουρέψη ἀπό ὅλες τίς μεριές καί νά ὑψώση τήν οἰκοδομή ταυτόχρονα, καί ἀπό τίς τέσσερις δηλαδή πλευρές, καί ὄχι τόν ἕνα τοῖχο νά φροντίζη καί τούς ἄλλους νά τούς παραμελῆ, γιατί ἔτσι δέν κερδίζει τίποτε. Μόνο κάνει ἄδικο καί ἐπικίνδυνο κόπο καί ἕνα σωρό ἔξοδα.

Ἔ, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀμελῆ κανένα ἀπολύτως μέρος ἀπό τό οἰκοδόμημά του τό πνευματικό. Ἀλλά, νά τό ὑψώνη συμμετρικά. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο πού ἀναφέρει σχετικά ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός. Λέγει: ''Θέλω ὁ ἄνθρωπος νά κατορθώνη λίγο ἀπό κάθε ἀρετή καί νά μή κάνη ὅπως μερικοί πού ἀγωνίζονται γιά μία μόνο ἀρετή καί ἐπιμένουν σέ αὐτήν ἀδιάκριτα καί γι᾽ αὐτήν μόνο ἐργάζονται παραμελῶντας τίς ὑπόλοιπες ἀρετές. Γιατί αὐτοί ἴσως νά ἔχουν καί κάποια προτίμησι σέ αὐτήν τήν ἀρετή καί γι᾽ αὐτό δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό τό ἀντίστοιχο πάθος πού ἐναντιώνεται αὐτῆς τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι, τούς ξεγελᾶνε καί τούς βαραίνουν τά ἄλλα πάθη καί τούς πνίγουν καί, δυστυχῶς, οὔτε κἄν τούς ἐνδιαφέρει γι᾽ αὐτό, ἀλλ᾽ ἔχουν τήν ψευδαίσθησι, τήν ἐντύπωσι, ὅτι κάνουν δῆθεν καί μεγάλο πνευματικό κατόρθωμα''.

Αὐτοί, δυστυχῶς, μοιάζουν μέ ἐκεῖνον πού κτίζει ἕναν τοῖχο καί τόν ὑψώνει ὅσο μπορεῖ, συγκεντρώνοντας ὅλη του τήν προσοχή, τόν κόπο του, στό ὕψος μόνο τοῦ τοίχου, ἔχοντας τήν ἐντύπωσι ὅτι κατώρθωσε κάτι μεγάλο, βλέποντας μόνο αὐτό τό μεγάλο ὕψος τοῦ τοίχου. Δέν καταλαβαίνει ὅμως ὅτι, ἄν ἔλθη δυνατός ἄνεμος ἤ κάποιος σεισμός, ἀλλά καί ἀσθενής σεισμός νά ἔλθη, ὅτι θά τόν γκρεμίση, ἐπειδή, δυστυχῶς, αὐτός ὁ τοῖχος στέκεται μόνος του, χωρίς νά ἔχη κάποιον σύνδεσμο καί ἀλληλοδέσιμο μέ τούς ἄλλους τοίχους. Καί ἐπί πλέον οὔτε σκεπή μπορεῖ νά φτιάξη (γιά τόν ἑαυτό του δηλαδή) μέ ἕναν μόνο τοῖχο, ἐπειδή εἶναι ἐκτεθειμένος ἀπό ὅλες τίς ἄλλες πλευρές. Δέν πρέπει, ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά γίνεται ἔτσι, ἀλλ᾽ ὅποιος θέλει νά κτίση σωστά τό σπίτι του, τό πνευματικό του σπίτι, καί νά φτιάξη γιά τόν ἑαυτό του σωστή στέγη, πρέπει νά ὑψώση τήν οἰκοδομή ἀπό ὅλες τίς πλευρές καί νά τήν σιγουρέψη ἀπό κάθε κίνδυνο».

Νομίζω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι πάρα πολύ σαφῆ. Ἔτσι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά, καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἡ εὐχή δέν ''στέκεται'' ἄνευ ὑπακοῆς. Καί, ὄχι μόνον ἄνευ ὑπακοῆς, ἀλλά καί ἄνευ τῆς ἐργασίας ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ὑπολοίπων ἀρετῶν. Αὐτά, τά ἀναφέραμε ἐπειδή συγκεκριμένα ἐτέθη ἡ ἀπορία ''ἡ σχέσις εὐχῆς καί ὑπακοῆς''. Ὁπότε ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπαραίτητη.

Ὅσο γιά τό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, τό ὁποῖο βέβαια εἶναι πολυδιάστατο καί δέν εἶναι τῆς παρούσης ὥρας νά τό ἀναπτύξωμε, ἁπλῶς ἐκεῖνο πού ἐπιγραμματικά τονίζομε εἶναι ὅτι πρέπει μέν νά γίνεται ὑπακοή, ἀλλά πρέπει νά γίνεται μέ τρόπο πού νά τήν δέχεται ὁ Θεός. Τά κίνητρά μας δηλαδή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά εἶναι πέρα γιά πέρα πνευματικά, πέρα γιά πέρα ἁγνά, καί ὁ Θεός ὅταν καί ἄν κρίνη, θά βρῆ τούς τρόπους - Θεός εἶναι καί ξέρει - νά μᾶς βελτιώση καί στό θέμα τῆς ὑπακοῆς καί σέ πολλά ἄλλα θέματα νά μᾶς ἀνοίξη νέους καλύτερους δρόμους. Διότι, ἄν ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἀπομονωθῆ καί ἀπό τήν ὑπακοή, καί ἀπό τίς ὑπόλοιπες ἀρετές, τότε κάθε ἄλλο παρά προσευχή θά εἶναι, καί, ἀπό νοερά προσευχή θά καταλήξη σέ ἕνα σωρό βλάβες, σέ ἕνα σωρό πνευματικές διαστροφές, ἀνάλογα βέβαια, μέ τήν περίπτωσι καί τήν περίστασι.

Ἐπίσης κάποια ἄτομα μοῦ ἐξέφρασαν, κατ᾽ ἰδίαν, κάποιες ἄλλες ἀπορίες. Κατ᾽ ἀρχάς, μέ ἐρώτησαν γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις μέ τούς συγγενεῖς. Καί μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι μέ ἐρώτησαν, ἐπειδή ἴσως εἴπαμε, εἰς τήν προηγούμενή μας σύναξι, ὅτι κατά τήν προσευχή δέν πρέπει νά ὑπάρχη ἐχθρότητα. Ἀσφαλῶς καί δέν πρέπει νά ὑπάρχη. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐπιβάλλεται νά ἔχωμε σχέσεις μέ ὄλους, εἴτε αὐτός ὁ α´ εἶναι συγγενής, εἴτε ὁ β´ εἶναι γείτονας, εἴτε εἶναι συνάδελφος σέ μία ἐργασία μας. Μέ ἄλλα λόγια, μέ ὅποιον ταιριάζομε θά εἴμαστε ἀγαπημένοι, ἀπό πιό κοντά. Μέ ὅποιον, ὅμως, γιά τόν α´ ἤ β´ λόγο, δέν ταιριάζομε, θά εἴμαστε ἀγαπημένοι μέν, ἀλλά ἀπό μία ἀπόστασι ἀσφαλείας, ἀρκούντως ἱκανή καί μέ συντελεστή ἀσφαλείας, οὕτως ὥστε νά μήν ἔχωμε παρενέργειες ποικίλου περιεχομένου.

Βέβαια, αὐτό εἶναι σίγουρα κάτι τό γενικό, τό ὁποῖο τώρα ἀναφέρομε, γιατί ἀπό τήν τελική μας προσωπική σχέσι πού θά ἔχωμε, ἐξαρτῶνται πολλά πράγματα. Τί εἴδους συγγένεια ἔχομε, τί ὑποχρέωσι, τί δέσμευσι, τί ἀνάγκες ἔχει ὁ πλησίον, σέ τί κατάστασι εὑρίσκεται, πῶς ἐμεῖς κρίνομε, κλπ. Φυσικά αὐτό δέν μπαίνει σέ καλούπια. Εἶναι θέμα διακρίσεως καί ὑπακοῆς σέ διακριτικό Γέροντα.

Γιά παράδειγμα:

Ἐάν ἔχωμε ἕναν παπποῦ στό σπίτι μας, πού ἐξ ἀντικειμένου εἶναι δύστροπος καί ἀπαιτητικός, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά τοῦ κάνωμε ὅλα τά χατήρια. Αὐτό ἄλλωστε δέν εἶναι ἐφικτό. Διότι στό τέλος, ἀπό τήν πολλή προσωπική μας κούρασι, σωματική καί ψυχική, θά καταλήξωμε νά κουρασθοῦμε ὑπέρμετρα, πάνω δηλαδή ἀπό τήν δύναμί μας, καί νά ξεσπάσωμε  ἐπάνω του καί νά τοῦ τά ποῦμε ὅλα ''ἀναδρομικά καί μέ τόκο'', ὅπως λέμε λαϊκά. Εἶναι χίλιες φορές καλύτερα νά τοῦ προσφέρωμε λιγώτερα, σύμφωνα μέ τήν ἀντοχή μας καί κυρίως μέ τήν κρίσι μας. Δέν εἶναι δηλαδή ἁμαρτία, ἄν τυπικά καί ὄχι οὐσιαστικά, δέν εἴμαστε ἀπέναντί του 100% εἰλικρινεῖς. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι θά λέμε ψέμματα. Τό ψέμμα ποτέ δέν εὐλογεῖται. Ἀλλά, εἶναι προτιμώτερο, διακριτικά, ''ὧδε ἡ σοφία'', νά ξεφεύγωμε, νά μή τόν πληγώνωμε. Νά ξεφεύγωμε θεάρεστα καί ὄχι ὅπως οἱ κοσμικοί, νά τσακωνώμαστε δηλαδή καί νά τοῦ λέμε ἀλήθειες βαρειές καί τελικά, νά πικραινώμαστε, καί ἄκρη νά μή βγαίνη καί ἀντί γιά καλό νά τοῦ προξενοῦμε καί κακό.

Ἄλλη στάσι, ἐπί παραδείγματι, πρέπει νά κρατήσωμε στούς γονεῖς μας, ἄλλη στάσι σέ κάποιον ἄλλον, ἄλλη στάσι σέ κάποιον πού τοῦ ἔχομε ὑποχρέωσι ἤ ἐπαγγελματική ἐξάρτησι καί ἄλλη σέ κάποιον πού δέν ἔχομε καμμία δέσμευσι. Ὅπως εἴπαμε, εἶναι θέμα διακρίσεως. Πάντως, δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἔχωμε σχέσεις μέ ὅλους. Ἐξ ἄλλου, αὐτό πολλές φορές, δέν ἔχει καί νόημα, οὔτε εἶναι δυνατόν, εἶναι καί φθηνό καί εἶναι, τό κυριώτερο ἀπ᾽ ὅλα, καί ἐπιζήμιο. Αὐτά, γενικά βέβαια πάντα.

Τώρα, ἄλλη συναφής ἐρώτησις πού μᾶς ἐτέθη, ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, εἶναι τό θέμα ἄν πρέπη νά καταλύωμε τήν νηστεία γιά χάρι κάποιων συγγενῶν μας ἤ συναδέλφων, ὅταν π.χ. πρέπη νά πᾶμε κάποια ἐπίσκεψι, ὅταν μᾶς καλοῦν καί τά τοιαῦτα.

Ἀπαντοῦμε ἐντελῶς ἐπιγραμματικά: Ὁ φαρισαϊσμός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἦταν κυρίως μόδα τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Τώρα, ὅπως καί νά τό κάνωμε, δέν εἶναι καί τόσο μόδα, ἀλλά εἶναι, θά λέγαμε, στίς πιό πολλές περιπτώσεις τό ἀντίθετο. Τότε, ἐάν νήστευε κάποιος, ὅλοι τόν ἐπαινοῦσαν. Τώρα, ἄν νηστεύης, σέ κοροϊδεύουν. Ὁπότε, ἡ κατάλυσις τῆς νηστείας δέν εἶναι τόσο θέμα λαιμαργίας - εἶναι βέβαια καί αὐτό -, ἀλλά εἶναι κυρίως θέμα ὁμολογίας πίστεως. ''Νηστεύω, γιατί τό λέγει ἡ Ἐκκλησία''. Γι᾽ αὐτό, ταπεινά θεωροῦμε, ὅτι πρέπει νά μή καταλύωμε τήν νηστεία, γιατί, ἄν τήν καταλύωμε, εἶναι σάν νά ἀρνούμεθα αὐτό τοῦτο τό ἴδιο τό πιστεύω μας. Αὐτός θεωροῦμε, ὅτι εἶναι ὁ κυριώτερος λόγος πού δέν πρέπει νά καταλύωμε. Καί, ἄς ποῦν ὅ,τι τυχόν θέλουν, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά μήν ἀνταποδώσωμε ''πνευματικά πυρά'', λόγια, κουβέντες, νά μήν εἴμαστε ἐλεγκτικοί καί τά παρόμοια. Καταλαβαίνετε τί ἐννοῶ.

Καί, νά ξέρετε ὅτι, ὅλα αὐτά πού ἀναφέρομε ἔχουν ἀντίκτυπο στήν προσευχή. Δέν εἶναι δηλαδή τό ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπό τό ἄλλο. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἀσχολούμεθα καί μέ αὐτές τίς ἐρωτήσεις πού φαίνονται ἀνεξάρτητες ἀπό τήν προσευχή.

Ἐπίσης, ἄλλη τώρα ἐρώτησις εἶναι, ἐάν ἐπιτρέπεται ἡ ψυχρότητα κατά τήν προσευχή, μέ τήν ἔννοια δηλαδή ''ὅταν δέν ἔχωμε ὄρεξι, πρέπει νά προσευχώμαστε;'' ''Ἡ προσευχή τότε εἶναι θεάρεστη;''

Σ᾽ αὐτό τό σοβαρό θέμα, θά ἀναφερθοῦμε βέβαια καί στήν συνέχεια αὐτῶν τῶν ταπεινῶν, οἰκογενειακῶν μας συνάξεων. Ἀλλά, προκαταβολικά, μιᾶς καί μᾶς ἐτέθη αὐτή ἡ ἀπορία, λέμε ὅτι εἶναι παμμέγιστο λάθος νά νομίζωμε ὅτι πρέπει νά κάνωμε προσευχή μόνο ὅταν ἔχωμε τήν σχετική ὄρεξι καί τήν πνευματική ἀντίστοιχη διάθεσι. Ἄλλωστε, τί λέγει καί ὁ λαός; ''Τρώγοντας ἔρχεται καί ἡ ὄρεξις''. Αὐτό ἰσχύει καί στά πνευματικά. Διότι πολλές φορές κάποιος μπορεῖ νά ξεκινήση μέ ὄρεξι καί, εἰς τήν συνέχεια, γιά τόν α´ ἤ β´ λόγο, εἴτε κάπου φταίξει, εἴτε χωρίς νά φταίξη κάπου, νά τοῦ κοπῆ αὐτή ἡ ἀρχική ὄρεξις, ἡ ἀρχική κατάνυξις.

Ἀλλά, συμβαίνει καί τό ἀντίστροφο: Κάποιος μπορεῖ νά ξεκινήση πιεζόμενος, δηλαδή νά μήν ἔχη διάθεσι, γιά τόν α´ ἤ β´ λόγο, καί ξαφνικά, νά ''βρέξη'' ὁ οὐρανός καί νά βρεθῆ σέ κατάστασι, πού οὔτε κἄν πρίν μποροῦσε νά τήν προβλέψη.

Ἀλλά, ὅπως καί νά ἔχη τό πρᾶγμα, ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία καί ἐκεῖνο πού πρέπει ἐμᾶς νά μᾶς ἀπασχολῆ, δέν εἶναι τό ἄν θά ''βρέξη'' ἤ ὄχι ὁ Οὐρανός θεία Χάρι, ἀλλά εἶναι τό νά ὑπάρχη, ἀπό τήν πλευρά μας, σωστή ἀγωνιστική διάθεσις. Καί τά οὐράνια στεφάνια καί οἱ ἔπαινοι πλέκονται ἀνάλογα μέ τήν θυσία καί μέ τόν πόνο πού καταβάλλομε, πάντα βέβαια μετά διακρίσεως. Βέβαια, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὅποιος προσεύχεται σωστά, ἐπειδή σίγουρα ὁ Θεός εἶναι πάντα Πατέρας καί θέλει νά μᾶς δίνη χαρές, ἀρκεῖ αὐτές νά εἶναι γιά τό δικό μας καλό, ἀργά-γρήγορα θά ζήση στιγμές ἀνεκλαλήτου χαρᾶς. Ἀλλά, ἄν τό θέλετε, αὐτό εἶναι μία παρηγοριά, πού δίνει ὁ Θεός στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, γιά νά μᾶς δώση μία ὤθησι καί νά μᾶς δώση ἕνα νέο κουράγιο, γιά νά συνεχίσωμε αὐτόν τόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἀλλά, καί γιά πολλούς βέβαια ἄλλους λόγους, ὅπως γιά νά αὐξηθῆ ἡ ἀρχική μας πίστι, ἀλλά καί ἡ γνῶσις μας γιά τόν Θεό, πού εἶναι τό κυριώτερο ἀπ᾽ ὅλα.

Ὅλα αὐτά ὅμως, παρά τόν κόπο μας, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά προϊόν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός ποτέ δέν δεσμεύεται ἀπό τόν δικό μας κόπο καί ἀπό τήν δική μας ἀγωνιστική διάθεσι. Γι᾽ αὐτό καί ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ λέγεται ''Χάρις''. Εἶναι δηλαδή τελικά χάρισμα, αὐτό πού λέει ἐτυμολογικά ἡ ἴδια ἡ λέξις. Καί ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο πού θέλει χαρίσματα ἀπό τόν Θεό γιά νά καυχιέται.
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ κάποια ἄλλη σχετική ἀπορία, δίνομε κατ᾽ εὐθεῖαν τήν ἀπάντησι, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἑξῆς:

Εἶναι προτιμώτερο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ποῦμε λιγώτερες προσευχές, σέ περιεχόμενο, καί νά τίς ποῦμε χωρίς βιασύνη καί ἄγχος, νά τίς ζήσωμε δηλαδή καί νά τίς καταλάβωμε, παρά νά ποῦμε περισσότερες προσευχές χωρίς τήν δέουσα προσοχή, ἔχοντας ὡς αὐτοσκοπό ἁπλῶς νά ποῦμε πολλές προσευχές. Πρέπει ἀπαραιτήτως νά χωνεύωμε τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ὄχι νά παίρνωμε μέσα μας ''ἀμάσητη'' πνευματική τροφή, γιατί αὐτή δημιουργεῖ παρενέργειες καί δέν ἔχει πολλούς πνευματικούς καρπούς.

Ὅπως ἔλεγε σχετικά ὁ π. Παΐσιος, πρέπει νά καταλαβαίνωμε τό νόημα τῶν λέξεων, ὅταν λέμε τήν εὐχή, νά τήν νοιώθωμε καί ὄχι νά τήν λέμε ὅπως ὅταν ἀκούγεται ὁ κτύπος ἀπό ἕνα ὡρολόγι  τίκ-τάκ, κλπ. μηχανικά δηλαδή, ἀλλά πρέπει νά τήν βιώνωμε καί νά τήν χωνεύωμε καλά μέσα μας ἔχοντας συναίσθησι σέ Ποιόν μιλᾶμε καί τί Τόν παρακαλοῦμε.

Τώρα, θά ἀπαντήσωμε σέ κάποια ἄλλη σχετική ἐρώτησι γιά τίς σχέσεις τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντα. Μᾶλλον αὐτή ἡ ἀπορία ἐτέθη ὕστερα ἀπό κάποια θέσι μας πού διατυπώσαμε. Εἴπαμε ὅτι πολλές φορές δικές μας ἀτασθαλεῖες ἀπό ἀφέλεια καί ἀπό πνευματική ἀνωριμότητα, γιά νά μή ποῦμε, καμμιά φορά, καί ἀπό καμουφλαρισμένη θρασύτητα, δυστυχῶς, τίς ἀποδίδομε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάνομε, δηλαδή, κάποιο λάθος καί λέμε: '' Ἔ, ἀφοῦ τό ἤθελε ὁ Χριστός, τί νά κάνωμε;...'' ''Ἀφοῦ ἦταν θέλημα Θεοῦ....'' Ἀλλά κάθε ἄλλο, παρά θέλημα Θεοῦ ἦταν.

Σ᾽ αὐτό τό πολύ καυτό πρόβλημα, ἐντελῶς πάντα ἐπιγραμματικά, ἀπαντοῦμε, ὅτι ὁ θεῖος παράγων ἐπεμβαίνει, ὅταν προηγηθῆ καί ἐξαντληθῆ προηγουμένως ὁλόκληρος ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας, φυσικά μέ σωστές προδιαγραφές καί μέ σωστό φρόνημα. Αὐτή ἡ θέσι εἶναι διάχυτη, καί στήν Καινή Διαθήκη, καί σέ ὅλη τήν Πατερική Γραμματολογία. Ἐπί παραδείγματι:

Παρακαλῶ, προσέξτε το αὐτό. Ὅταν ὁ Χριστός ἀνέστησε τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου, ἀφοῦ τήν ἀνέστησε, μετά, εὐθύς ἀμέσως, ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δώσουν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι, νά φάη, τῆς κοπέλλας, οὕτως ὥστε νά ἀποκτήση τίς ψυχοοργανικές δυνάμεις της. Μά, δέν θά μποροῦσε ὁ Κύριος νά κάνη ἔτσι τά πράγματα, οὕτως ὥστε ἐγειρομένη ἐκ τοῦ ᾅδου ἡ κοπέλλα νά ἔχη, ταυτόχρονα μέ τήν ἀνάστασί της, καί ἀκμαῖες τίς ψυχοσωματικές της δυνάμεις; Καί φυσικά θά μποροῦσε. Ἀλλά, ὁ Θεός ἐπέμενε καί μέ αὐτή Του τήν ἐντολή νά κάνη ἕναν σαφῆ διαχωρισμό τοῦ δικοῦ Του θεϊκοῦ ἔργου, πού ἦταν ἡ ἀνάστασις, καί τοῦ ἀνθρωπίνου ἔργου, πού ἦταν νά τῆς δώσουν οἱ ἄνθρωποι λίγο φαγάκι γιά νά δυναμώση ἡ κοπέλλα.

Καί, γιά νά μή θεωρηθῆ ὅτι αὐτή ἡ στάσι τοῦ Χριστοῦ ἦταν τυχαία, ἄς ἀναφέρωμε καί τό παράδειγμα, τό πιό γνωστό ἀκόμα, τῆς ἐγέρσεως τοῦ Λαζάρου. Ὅταν τόν ἀνέστησε μετά ἀπό τέσσερις ἡμέρες, ἀφοῦ εἶπε τό γνωστό μας ''Λάζαρε, δεῦρο ἔξω'', μετά τί εἶπε ὁ Κύριός μας; Εἶπε οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι νά τόν ξεσαβανώσουν οἱ ἴδιοι, ἐνῶ ὅλα αὐτά θά μποροῦσαν νά γίνουν  αὐτόματα.

Ἀλλά, ὄχι μόνον στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν Παλαιά Διαθήκη φαίνεται, ἐξ ἴσου ξεκάθαρα, σέ πολλές περιπτώσεις καί συνάφειες, μέχρι ποίου σημείου ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Ἄς ἀναφέρωμε μόνο μία, πού ἀφορᾶ τούς Ἰσραηλίτες. Ὅταν αὐτοί ἦσαν γιά σαράντα ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, τότε τούς ἔστελνε ὁ Θεός τό μάννα. Μόλις ὅμως, πρωτοπάτησαν τό πόδι τους οἱ Ἰσραηλίτες στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, τότε, αὐτομάτως, σταμάτησε ἡ παροχή τοῦ μάννα ἀπό τόν Θεό. Γιατί; Ἐπειδή τότε μποροῦσαν πλέον μόνοι τους οἱ Ἰσραηλίτες νά καλλιεργήσουν τήν γῆ καί νά ἔχουν τά πρός τό ζῆν.

Αὐτά βέβαια, τά ἀναφέρομε σάν πρώτη ἀπάντησι εἰς τό θέμα τῆς σχέσεως τοῦ θείου καί ἀνθρωπίνου παράγοντα. Στό θέμα αὐτό, γιά νά τό ποῦμε καί πιό θεωρητικά, τί λέγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία ἀνθρωπίνου καί θείου παράγοντα. Ὅ,τι ἀνήκει στήν ἀνθρωπίνη προαίρεσι, πού πρέπει νά ἐξαντληθῆ, πρέπει νά τό κάνη ἀπαραιτήτως, μά ἀπαραιτήτως, ὁ ἄνθρωπος. Δέν ἰσχύει δηλαδή ὁ ἀπόλυτος προορισμός, πού εἶχε εἰσαχθῆ στήν Δύσι ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο. Ἤ ἐκεῖνο πού ἀποκαλοῦν οἱ Μουσουλμᾶνοι ''κισμέτ'', δηλαδή ''πεπρωμένο'', ἤ αὐτό πού λέμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι - ἀλλοίμονό μας -  ''ἦταν γραμμένο''.

Βέβαια, στόν θεῖο παράγοντα ἐπιδροῦν καί ἕνα σωρό ἄλλες παράμετροι, πού εἶναι ἀδύνατον τώρα νά τίς ἀναπτύξωμε. Ἄλλωστε, ξεπερνοῦν καί κάθε ἀνθρωπίνη διάνοια καί δύναμι. Ὅπως λέμε, ''τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;'' Γιατί τό λέμε αὐτό; Ἐπειδή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη, ἔτσι καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στό βάθος του, εἶναι ὠφέλιμο μέν, ἀκατάληπτος δέ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Τό μόνο σίγουρο πού ξέρομε, εἶναι ὅτι τελικά, ὁ Θεός τόν κάθε ἄνθρωπο θά τόν κρίνη κατά μοναδικό μέν τρόπο, ἀλλά δικαιότατα. Αὐτά ὡς πρός τήν ἀπορία αὐτή. Νά μήν ἐπεκταθοῦμε ἄλλο, γιατί χρειάζονται πολλές ὁμιλίες γιά νά ἐξαντλήσωμε αὐτήν τήν ἀπορία.
Ἐπίσης, ἄλλες ἐρωτήσεις πού δεχθήκαμε ἦσαν: ''Οἱ Πατέρες ἦσαν στήν ἔρημο καί ἐπέτυχαν ὅ,τι ἐπέτυχαν. Ἐμεῖς, πού εἴμαστε λαϊκοί στόν κόσμο, πῶς μποροῦμε νά τά καταφέρωμε;''

Κατ᾽ ἀρχάς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά μήν εἴμαστε τῶν ἄκρων, ἤ ὅλα ἤ τίποτε. Μποροῦμε τούς Ἁγίους ποσοστιαῖα νά τούς μιμούμαστε τροπικά. Γιά παράδειγμα: Αὐτοί ἦσαν στήν ἔρημο. Κι ἐμεῖς μποροῦμε κάποια ὥρα τήν ἡμέρα, πού μᾶς βολεύει, σέ κάποια γωνιά τοῦ σπιτιοῦ μας, ἤ κάπου ἀλλοῦ, νά δημιουργήσωμε, γιά λίγο, τήν δική μας ἔρημο. Ἐκεῖνοι εἶχαν τέλεια ξενητεία. Ἔ, κι ἐμεῖς μποροῦμε τροπικά νά ἔχωμε λιγώτερες κοινωνικές σχέσεις, λιγώτερες ἐκδηλώσεις. Καί ἄν εἴμαστε σωστοί καί ἀντικειμενικοί καί γνήσιοι, ὁ Χριστός, ἀργά ἤ γρήγορα, θά τούς πληροφορήση, μυστικά, τούς ὑπολοίπους, ὅτι δέν τό κάνομε ἐπειδή τούς περιφρονοῦμε ἤ ὅτι δῆθεν δέν τούς ἀγαπᾶμε, ἀλλά τό κάνομε γιά λόγο πνευματικό. Ἔτσι μποροῦμε, ὅπως εἴπαμε, νά περιορίσωμε κάποιες ἄλλες περιττές καί βλαβερές, θά λέγαμε, ἐκδηλώσεις μας, προκειμένου νά κάνωμε περισσότερη ἐσωτερική πνευματική ἐργασία στόν ἑαυτό μας. Καί, ἐν προκειμένῳ, γιά νά ἔχωμε πιό πολύ χρόνο γιά τήν προσευχή. Καί αὐτό, ὄχι μόνο δέν θά μᾶς δημιουργήση πλῆξι καί λύπη, ἀλλά θά μᾶς δώση καί τήν πραγματική χαρά.

Ἄλλες ἀπαιτήσεις, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καί προσδοκίες ἔχει ὁ Θεός ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν ἐκτός τοῦ κόσμου, καί ἄλλες ἀπό ἐμᾶς. Καί, σέ ἐμᾶς δίνει εὐκαιρίες γιά κάθαρσι καί ἁγιασμό ὁ Θεός, διότι εἶναι τόσοι πολλοί οἱ πειρασμοί καί τά ἀπρόοπτα πού μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ κάθε ἡμέρα, πού ἄν ἐφαρμόσωμε τίς εὐαγγελικές ἐντολές σ᾽ αὐτά ὅλα πού μᾶς προκύπτουν, χωρίς τήν θέλησί μας, φθάνουν καί περισσεύουν, γιά νά ἁγιάσωμε καί γιά νά προχωρήσωμε πνευματικά. Δυστυχῶς καί εὐτυχῶς, εἶναι τόσες πολλές οἱ προσβολές, οἱ ἀχαριστίες, οἱ περιφρονήσεις, οἱ συκοφαντίες, οἱ ἄσχημες εἰκόνες, οἱ παραστάσεις, πού, ἀπό μιά ἄποψι, γι᾽ αὐτό καί πρίν εἴπαμε καί τό ''εὐτυχῶς'', εἶναι θαυμάσια εὐκαιρία γιά πνευματική ἀνάβασι καί γιά πνευματικά στεφάνια. Βέβαια, προσοχή ἐδῶ, ποτέ ἐμεῖς δέν πρέπει νά ἐπιδιώκωμε αὐτά νά ἔρχωνται. Αὐτό, δέν εἶναι καθόλου σωστό. Ἄς μή τό ἀναλύσωμε πιό πολύ.... Ὅμως, τώρα ἁπλῶς λέμε ὅτι, ὅταν χωρίς τήν θέλησί μας ἔρχωνται μπροστά μας, πρέπει νά κάνωμε αὐτά πού πρέπει γιά νά τά ἀντικρούωμε. Καί ἔτσι, θά καθαριζώμαστε καί ἀπό τούς πειρασμούς αὐτούς τούς ἀκουσίους θά προαγώμεθα πνευματικά. Καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦμε. Δίνομε, δηλαδή, πνευματικές ἐξετάσεις.

Στό σημεῖο αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄς ἀναφέρωμε ἕνα γεγονός, πού μᾶς διηγήθηκε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος:  Ὅταν ἀσκήτευε στήν Κόνιτσα, γιά ἕνα διάστημα, παρακαλοῦσε ὅλως ἰδιαιτέρως τόν Θεό νά τόν ταπεινώση. Καί τήν ἑπομένη φορά πού πῆγε ὁ μακαριστός Γέροντας, κατά τό σύνηθες τυπικό του νά κοινωνήση στήν ἐκκλησία, στήν Κόνιτσα, κατά τήν στιγμή πού ἔμπαινε στό Ἱερό γιά νά παρακολουθήση ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὡς μοναχός πού ἦτο, τήν Θεία Λειτουργία, ὅπως ἄλλωστε πάντα ἔτσι ἐγίνετο, ἔ, ἐκείνη τήν φορά, ὁ ἴδιος ἱερέας πού ἦταν καί τίς ἄλλες φορές, ὅλως ἀπροσδόκητα, πολύ ἀπότομα καί ξαφνικά καί χωρίς κανέναν λόγο, τοῦ εἶπε νά βγῆ ἀμέσως ἔξω καί νά καθήση, ἄκουσον-ἄκουσον, μέ τούς λαϊκούς. Ἔ, ὅπως εἶναι φυσικό, στήν ἀρχή ὁ Γέροντας Παΐσιος ταράχθηκε, σάν ἄνθρωπος, τά ἔχασε, ἀλλά ἀμέσως θυμήθηκε ὁ ἴδιος, γιά πόσο μεγάλο διάστημα ἐκλιπαροῦσε τόν Θεό νά τόν ταπεινώση. Καί σκέφθηκε: ''Καί τώρα πού ἦλθε ἡ εὐκαιρία, νά τήν ἀφήσω νά πάη χαμένη;'' Καί ἔτσι, ὁ μακαριστός Γέροντας, ἀπό αὐτό τό γεγονός, δοξολογοῦσε τόν Θεό γι᾽ αὐτήν τήν πνευματική εὐκαιρία πού τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός. Νομίζω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, αὐτό τό γεγονός εἶναι πάρα πολύ κατατοπιστικό καί πάρα πολύ ὠφέλιμο. Δέν χρειάζονται περαιτέρω σχόλια.

Καί, ἀντίστροφα τώρα. Ἄν τό θέλετε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅσοι δέν κάνουν φιλότιμη προσπάθεια νά ἐφαρμόσουν τίς ἐντολές ὅταν βρίσκωνται στόν κόσμο, αὐτοί συνήθως, καί ὅταν ὁ Θεός εὐδοκήση καί πᾶνε ἐκτός κόσμου, ἐάν δέν ἀλλάξουν νοοτροπία καί δέν μετανοήσουν, πάλι ἀποτυγχάνουν. Ὅμως, ἄς μήν ἐπιμείνωμε σ᾽ αὐτήν τήν ἀπορία ἀκόμη πιό πολύ.

Μία ἄλλη τώρα ἐρώτησις πού μᾶς ἐτέθη: ''Πῶς γίνεται, πάτερ μου, νά μή βλέπωμε παντοῦ τό κακό, ἀφοῦ αὐτό ὑπάρχη;''

Ἡ ἀπάντησις εἶναι: Μέ τόν καλό λογισμό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται βλέπει γύρω του πιό καθαρά τά πάντα, ἐνῶ μερικοί, ἀντίστροφα τώρα, ἐκ τῶν ἰδίων κρίνουν καί τά ἀλλότρια. Λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, δέν πρέπει νά ἔχωμε φοβία γιά τόν ἁμαρτωλό περιβάλλοντα χῶρο μας, ἀλλά νά κοιτᾶμε παντοῦ καί πουθενά, δηλαδή ἀπλανῶς. Ἄλλωστε, ''νοῦς ὁρᾷ καί νοῦς ἀκούει''. Ἄν καθαρίζωμε τόν νοῦ μας, τότε κάθε ἀκάθαρτο δέν θά εἰσχωρῆ μέσα μας. Πῶς νά τό ποῦμε, θά ὑπάρχη ἕνας ἐσωτερικός αὐτόματος πνευματικός μηχανισμός ἄμυνας, πού ὅ,τι δέν μᾶς ὠφελεῖ δέν θά τό ἀφήνη νά εἰσχωρῆ εἰς τό βαθύτερο εἶναι μας. Ἤ, γιά νά μή τό προχωρήσωμε ἀκόμη πιό πολύ, θά ὑπάρχη ἕνας προσωπικός ἐσωτερικός ''βιολογικός'' πνευματικός καθαρισμός, πού ὅ,τι ἀκατάλληλο θά μπαίνη μέσα μας αὐτόματα θά καθαρίζεται ἀπό μόνο του. Ἀλλά αὐτό εἶναι μία ἄλλη κατάστασις. Ἄς μή τό ἀναλύσωμε τώρα πιό πολύ.

Σέ ὅλα αὐτά πού προαναφέραμε, θά ὠφελήσουν, ὅπως εἴπαμε, οἱ καλοί λογισμοί. Ὅπως μᾶς ἔλεγε πάλι ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, στήν ἀρχή, ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν κακῶν λογισμῶν διά τῆς περιφρονήσεως καί μέ τό νά φέρνη καλούς λογισμούς. Καί, στό τέλος, ἐπέρχεται ἕνα ψυχοσωτήριο ἐσωτερικό ἄδειασμα, πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει καθόλου, μά καθόλου λογισμούς, εἴτε καλούς, εἴτε κακούς. Αὐτό εἶναι, προσέξτε παρακαλῶ, τί μᾶς εἶπε ὁ Γέροντας: Αὐτό εἶναι ἀκόμα ἀνώτερο ἀπό τούς καλούς λογισμούς. Βέβαια, αὐτή ἡ μακαρία ὄντως κατάστασις, δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν ἀποβλάκωσι, ἤ καλύτερα, τήν ἀδρανοποίησι πού δημιουργεῖται μέ τόσες ἄλλες πλεῖστες παρενέργειες καί ἐξαρτήσεις ἀπό τά διάφορα ψυχοφάρμακα.

Καί μία τελευταία θεολογική ἀπορία πού μᾶς ἐτέθη: ''Πῶς ἐγνώρισε ὁ διάβολος τό κακό;''

Ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί λέγει ὅτι ὁ σατανᾶς δέν εἶχε μέσα του ἴχνος κακίας ἀπό τόν Δημιουργό Θεό. Ἐπειδή ὅμως δέν ἐδέχθη τόν φωτισμό καί τήν τιμή πού τοῦ ἐχάρισε ὡς δῶρο ὁ Δημιουργός, κατόπιν ἐλευθέρας του προσωπικῆς ἐκλογῆς, μετεβλήθη ἀπό τήν πρώην φυσική του ἐκ κατασκευῆς κατάστασι εἰς τήν παρά φύσιν καί ὑπερηφανεύθη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἐδημιούργησε. Βλέπετε, ἡ κεντρική παρεκτροπή τοῦ διαβόλου ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια, μέ τό νά θελήση νά ἐπαναστατήση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Καί, ἀφοῦ πρῶτος αὐτός ἀπεμακρύνθη ἀπό τό ἀγαθόν κατέληξε, αὐτομάτως μετά,  εἰς τό κακό. Διότι, τό κακό δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ στέρησις τοῦ ἀγαθοῦ. Δέν ὑπάρχει δηλαδή ἐκ φύσεως. Εἶναι διάχυτη αὐτή ἡ πατερική θέσις. Ὅπως ἀκριβῶς καί τό σκοτάδι. Τί εἶναι τό σκοτάδι; Τό σκοτάδι δέν ἀποτελεῖται ἀπό κάτι, ἀπό τό α´ ἤ τό β´, ἀλλά εἶναι ἡ στέρησις τοῦ φωτός. Διότι, ὅπως τό ἀγαθό εἶναι πνευματικό φῶς, παρομοίως, καί τό κακό εἶναι πνευματικό σκότος.

Συνοψίζοντας λοιπόν, τό κακό δέν ἔχει, νά μιλήσωμε λίγο πιό θεολογικά, ἰδίαν ὑπόστασιν. Δέν εἶναι παρά ἡ στέρησις τοῦ ἀγαθοῦ. Ἔτσι καί ὁ σατανᾶς, μέ τήν ὑπερηφάνειά του, στερήθηκε τό ἀγαθό, πού εἶχε ἐκ φύσεως, καί, σάν συνέπεια αὐτῆς τῆς στερήσεως, ἦταν νά πέση στό κακό. Καί ὄχι μόνο ἔπεσε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀλλά ἐπιμένει. Ἀπό αὐτό ἄλλωστε, βγῆκε καί ἡ ρῆσις ''τό μή πίπτειν ἀγγελικόν''. Βέβαια, αὐτό ἰσχύει μετά Χριστόν. Γιατί πρό Χριστοῦ, οἱ ἄγγελοι μποροῦσαν καί νά πέσουν. Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγωμε. Λοιπόν, ''τό μή πίπτειν ἀγγελικόν, τό πίπτειν ἀνθρώπινον''. Ἀλλά, ''τό πίπτειν καί ἐμμένειν δαιμονικόν''. Δηλαδή, τό νά μή πέφτη κανείς εἶναι ἀγγελικό. Τό νά πέφτωμε εἶναι ἀνθρώπινο, ἀρκεῖ νά σηκωνώμαστε ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Ἀλλά, τό νά ἐμμένωμε στήν πτῶσι, εἶναι πέρα γιά πέρα δαιμονικό. Καί, γιά νά γίνωμε ἀκόμη πιό παραστατικοί, ἄς ἀναφέρωμε πάλι ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν γνωστό σας πλέον Γέροντα Παΐσιο:

Μία φορά, ὅταν προσηύχετο γιά ὅλην τήν δημιουργία, μέ τόσο πόνο καί ἀγάπη πού εἶχε, προσευχόταν ἀκόμη καί γι᾽ αὐτά τά δαιμόνια. Εἶχε πολύ πόνο ἀκόμη καί γι᾽ αὐτούς τούς δαίμονες καί ἔλεγε: ''Θεέ μου, νά τά ἐλεήσης, διότι δικά σου πλάσματα εἶναι, ἄσχετα ἄν κατήντησαν ἐκεῖ πού κατήντησαν''. Καί, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός Γέροντας, τοῦ ἐνεφανίσθη ἕνας δαίμων, μεταμορφωμένος σέ σκυλί μεγάλο, πού εἰρωνεύετο τόν μακαριστό Γέροντα καί τόν κορόϊδευε καί γελοῦσε σαρκαστικά, δαιμονικά, βγάζοντας τήν γλῶσσα πάρα πολύ ἔξω, σάν νά τοῦ ἔλεγε: ''Ἐμεῖς, ὅ,τι καί νά κάνης, ἔτσι μᾶς ἀρέσει νά εἴμαστε''. Δέν ξέρω, ἄν αὐτό τό γεγονός, πού μᾶς τό διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ἄν ἔχη γραφῆ σέ κάποια ἀπό τά σχετικά ὡραῖα βιβλία πού ἔχουν κυκλοφορήσει.

Λοιπόν, αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε, ἐντελῶς βέβαια ἐπιγραμματικά, ὡς πρός τίς ἀπορίες, πού σήμερα ἦσαν πάρα πολλές. Ἄν καί καταναλώσαμε σχεδόν τόν πιό πολύ χρόνο τῆς καθιερωμένης ἐδῶ συνάξεώς μας,  ὅμως, τίς θεωρήσαμε σημαντικές καί ὅτι ἔπρεπε νά ἀπαντηθοῦν. Ἄλλωστε, νομίζω ὅτι ὅλα αὐτά συνδέονται ἄρρηκτα μέ τήν προσευχή, προκειμένου δηλαδή νά μεγιστοποιήσωμε τούς καρπούς τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ.

Τώρα, στό σημεῖο αὐτό, εὐθύς ἀμέσως, ἄς ποῦμε, ὅτι στό πρῶτο στάδιο τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, τό ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με'', γιά μᾶς πού εἴμαστε ἀρχάριοι πνευματικά, ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά τήν λέμε ψιθυριστά. Καί, ὅταν λέμε ψιθυριστά, ἐννοοῦμε νά ἀκούη τό αὐτί ἴσα-ἴσα τί λέει τό στόμα. Αὐτό βέβαια, ταιριάζει ἰδιαίτερα ὅταν εἴμαστε μόνοι μας καί δέν γινώμαστε ἀντιληπτοί ἀπό τούς ἄλλους. Ὁπότε, ὅταν εἴμαστε ἐντελῶς μόνοι μας, μποροῦμε, ἄν θέλωμε, νά τήν λέμε καί ἐκφώνως. Ἀλλά, νά μή ξεχνᾶμε κάτι: Ὅτι ὁ Θεός εὐχαριστεῖται, εὐφραίνεται, στήν κρυφή πνευματική προσωπική ἐργασία μας καί ὄχι στίς διαφημίσεις. Πολλές φορές, καί ἀπό καλή ἴσως διάθεσι, καί ἀπό ἀγάπη καί ἀπό πόνο, νομίζομε, μᾶς κλέβει λίγο τό ταγκαλάκι ἐκεῖ, ὅτι πρέπει νά τό λέμε τό καλό πού κάνομε γιά ὠφέλεια τῶν ἄλλων.

Νά ὅμως, πού ἔρχεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διαχρονικά, καί μᾶς λέγει τά ἀντίθετα. Τά θεωροῦμε γνωστά. Τί λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅλοι ξέρομε. ''Νά μή ξέρη ἡ δεξιά τί κάνει ἡ ἀριστερά''. Καί ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά πληροφορῆ μυστικά, χωρίς προσωπική μας βλάβη, τίς καρδιές τῶν ἄλλων. Ἔτσι, ὅταν εἴμαστε μόνοι μας, νά τήν λέμε ψιθυριστά, ἐνῶ ὅταν εἴμαστε σέ δημόσιο χῶρο καί δέν ἔχωμε δυστυχῶς ἀκόμη συνηθίσει νά τήν λέμε νοερά, τότε - τί νά κάνωμε; - τότε ἄς τήν λέμε ψιθυριστά μέν, ἀλλά χωρίς νά φαίνεται αὐτό ἐξωτερικά. Πῶς γίνεται αὐτό; Σάν νά κουνᾶμε δηλαδή λίγο τήν γλῶσσα μας ἐσωτερικά. Νά ''χτυπάη'' ἡ γλῶσσα μας κάπως στά δόντια, νά κουνιέται δηλαδή ἐσωτερικά. Καί, ἄν καί πάλι γιά κάποιο λόγο, πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος διότι εἶναι πολλά τά αἴτια, βλέπωμε κάποια στιγμή, ὅτι δέν ''τρέχει'' ἡ εὐχή, τότε εἶναι προτιμώτερο, ἀπό τό νά μένωμε ἀδρανεῖς, νά λέμε ἕνα τμῆμα τῆς εὐχῆς, ἤ ἔστω καί μία λέξι ἀπό ὅλη τήν εὐχή. Ἐπί παραδείγματι: ''Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου...'', ἤ ''ἐλέησόν με, ἐλέησόν με, ἐλέησόν με...''. Ἐπειδή καί μόνο ἡ λέξις ''Ἰησοῦ'' δημιουργεῖ μεγάλη ἐσωτερική πνευματική ἡδονή καί πνευματική προσωπική καρποφορία.

Πρέπει λοιπόν νά τήν λέμε στήν ἀρχή ψιθυριστά, ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, κατά μείζονα λόγον, ἀλλά καί ὅταν ἔχωμε κάποιες ἄλλες ἀσχολίες. Λοιπόν, τό ξανατονίζομε, ἐπειδή συνεχῶς ἐρωτώμεθα γι᾽ αὐτό: Πρέπει νά λέμε τήν εὐχή, καί ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, καί, παράλληλα, μέ παντός εἴδους ἄλλες ἀσχολίες. Μέ ἄλλα λόγια, δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή πού νά μή λέγεται ἡ εὐχή. Καί πρέπει νά εὑρίσκωμε κάποιο χρόνο - δέν δικαιολογούμεθα ἄν προφασιζώμεθα ὅτι δέν εὑρίσκωμε - κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, πού νά εἴμαστε ἀπερίσπαστοι. Ὅσο καί ἄν νομίζωμε ὅτι δέν ὑπάρχει τέτοιο χρονικό διάστημα, δέν ὑπάρχει δικαιολογία. Διότι, ἄν ἀναρωτηθῆ ὁ καθένας μας ποῦ καί πῶς καταναλώνομε τόν χρόνο τῆς ἡμέρας, θά βροῦμε ὅλοι μας ὅτι τόν περνᾶμε σέ πράγματα, ἄν ὄχι βλαβερά, τοὐλάχιστον ἀνώφελα. Τότε, θά διαπιστώσωμε ὅτι πάντοτε ἔχομε κάποιο χρόνο διαθέσιμο. Καί αὐτός ὁ χρόνος, πού διαθέτομε στήν προσευχή, ὄχι μόνο δέν πάει χαμένος, ἀκόμη καί γιά τά βιοτικά, ἄν τό θέλετε, ἀλλά μᾶς δημιουργεῖ μία κατάστασι νήψεως, ἐγρηγόρσεως, καί ἔτσι ἀποδίδομε πολύ καλύτερα καί στίς καθημερινές ἐργασίες τῆς ἡμέρας καί ξεφεύγομε, ἄν λέμε τήν εὐχή, ἀπό πολλές παγίδες, ἀπό πολλά ἀπρόοπτα, τά ὁποῖα, ἐάν δέν τά ἀντιμετωπίσωμε σωστά, μέ πνευματική ἐγρήγορσι καί μέ τόν φωτισμό τῆς εὐχῆς, τότε θά χάσωμε πολύ περισσότερο χρόνο ἀντιμετωπίζοντάς τα διαφορετικά. Καί, ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά θά βλαφθοῦμε καί πνευματικά καί θά ἔχωμε ποικίλλου εἴδους ἄλλες φθορές.

Ἔτσι, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί παράλληλα μέ πάσης φύσεως ἀσχολίες, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται, ἀλλά ἐπιβάλλεται νά λέμε τήν εὐχή. Καί ὅταν μαγειρεύη κάποια, ἄν εἶναι νοικοκυρά, ὅταν σιδερώνη, ὅταν ράβη, ὅταν ταξιδεύη κάποιος, ὅταν περιμένη στήν οὐρά γιά νά πάρη ἕνα χαρτί σέ μία ὑπηρεσία καί ἔχη ἀγωνία καί ἔχη καί κάποια νευράκια, γιατί περνάει ἡ ὥρα, ἔ, μπορεῖ αὐτήν τήν ὥρα νά τήν ἐκμεταλλευθῆ θαυμάσια λέγοντας τήν εὐχή. Καί στό χωράφι μας, καί στό γραφεῖο μας, ἀκόμη κι ἄν κάνωμε κάποια ὑπεύθυνη δουλειά, μποροῦμε νά τήν σταματᾶμε, κάπου-κάπου καί νά συνδεώμεθα μέ τό ''Κέντρο''. Ποιό εἶναι τό ''Κέντρο;'' Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Ἀκόμη καί ὅταν πέφτωμε νά κοιμηθοῦμε, νά πλυθοῦμε καί ὅταν εἴμαστε στό κρεββάτι δέν εἶναι ντροπή, παντοῦ καί πάντοτε, πρέπει νά λέμε τήν εὐχή. Γιατί, πολλές φορές, μᾶς πολεμάει πιό πολύ ὁ ἐχθρός στό κρεββάτι καί στόν ὕπνο. Αὐτά δέν εἶναι ντροπή νά τά ἀναφέρωμε. Μέ μία λέξι λέμε, ὅτι δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή πού νά μή μπορῆ νά λεχθῆ ἡ εὐχή, γιατί ὁ διάβολος πάντοτε πολεμάει, ὁπότε πάντοτε πρέπει ἀπό μᾶς νά ἀντιπολεμῆται. Καί ξαπλωμένοι στό κρεββάτι μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή, ἀλλά ὄχι μόνο ξαπλωμένοι. Ὅπως καί γιά τήν μελέτη. Συνεχῶς ἐρωτώμεθα: ''Μποροῦμε νά διαβάζωμε τήν Καινή Διαθήκη στό κρεββάτι;'' ''Ναί, καί στό κρεββάτι, ἀλλά ὄχι μόνο στό κρεββάτι''.

Κλείνοντας, ἄς ἀναφέρωμε κάτι ἀπό τήν Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου γιά νά γίνωμε πιό πειστικοί σ᾽ αὐτό πού λέμε. Κάποιος μεγάλος ἀγωνιστής ἀναγκάσθηκε νά μεταβῆ σέ ἀκάθαρτο μέρος γιά νά διώξη τίς ἀκάθαρτες σκέψεις, γιατί δέν μποροῦσε νά προσευχηθῆ ὅπως θά ἤθελε σέ κάποια σύναξι. Καί πῆγε σ᾽ αὐτόν τόν ἀκάθαρτο χῶρο γιά νά διώξη αὐτές τίς ἀκάθαρτες σκέψεις, πού ἤθελαν νά τοῦ ἐμφυτεύσουν μέσα στό μυαλό του οἱ πονηροί δαίμονες, ἐπειδή δέν εἶχε ἄλλη ἐπιλογή....

http://www.impantokratoros.gr/97C4898E.el.aspx

Τα πλεονεκτήματα της ευχής Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος, Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος, Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999




Κατ᾽ ἀρχάς, νά εὐχηθῶ σέ ὅλους σας, ἔστω καί λίγο καθυστερημένα, Καλή καί Ἁγία Τεσσαρακοστή μέ πλουσία τήν πνευματική σας καρποφορία. Μέ νηστεία, καί σέ ποιότητα, καί σέ ποσότητα, γιατί ἡ νηστεία εἶναι ἡ ἀρχή κάθε καλοῦ. Εἶναι τό Α τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι τό πρῶτο βῆμα, ἰσχυροποιεῖ τήν θέλησι, σταυρώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὠφελεῖται ὁ ὀργανισμός, διότι γίνεται μιά κάποια σχετική ἀποτοξίνωσις, καί, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, κάνομε ὑπακοή εἰς τήν ἁγία μας Ἐκκλησία κι ἔτσι θάβομε τόν ἐγωκεντρισμό μας. Ἐπειδή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀπαιτεῖται ταπείνωσις ἀπό τόν ἄνθρωπο γιά νά νηστέψη. Γιά νά νηστέψη δηλαδή, ὄχι ὅποτε θέλει ὁ ἴδιος, ἤ γιά ἄλλους λόγους, ἀλλ᾽ ὅποτε καί ὅπως ὁρίζη ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καί ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ.

Πρίν ὅμως προχωρήσωμε στήν συνέχεια τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, νά συμπληρώσωμε τήν ἀπάντησί μας σέ κάποια ἀπορία, ἡ ὁποία μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς ἐρωτοῦσε, ἄν εἶναι ἐμφανεῖς οἱ καρποί τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ.

Εἴχαμε πῆ, ἄν ἐνθυμῆσθε, ὅτι, ὅσο προχωράει ὁ ἄνθρωπος καί πολεμάει στό πνευματικό του μέτωπο, τότε ἀνάλογα καί ἀντίστοιχα, ἐπιτρέπει, παραχωρεῖ δηλαδή ὁ Θεός, νά πολεμήση, ὁ ἑκάστοτε ἀγωνιστής, καί μέ πιό δυνατούς, μέ πιό ἰσχυρούς, μέ πιό ὕπουλους ἀντιπάλους. Ἔτσι, δέν καταλαβαίνει πάντα ἄμεσα, τήν πρόοδό του ὁ ἀγωνιστής. Ἄλλωστε, τό καθαρό κέρδος ἀπό τόν πνευματικό ἀγῶνα δέν εἶναι τόσο ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός ἀγῶνας, αὐτός καθ᾽ ἑαυτός, ἀλλά ἡ πραγματική ταπείνωσις πού προκύπτει ἀπό αὐτόν. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν στεφανώνεται γιά τίς ἀρετές καί τούς ἀγῶνες του, ἀλλά στεφανώνεται γι᾽ αὐτήν τήν ταπείνωσι, πού εἶναι ἀπόρροια τοῦ προσωπικοῦ του πνευματικοῦ ἀγῶνα καί ἡ ὁποία ἀποκτᾶται ἀκριβῶς μετά ἀπό αὐτόν.

Ἀλλά, γιά νά ἔλθη ἡ ταπείνωσις, πρέπει ἀπαραίτητα, μά ἀπαραίτητα, νά παραχωρηθοῦν πειρασμοί. Χωρίς ἀγῶνα, ἡ ταπείνωσις νά ξέρετε, ἤ εἶναι νόθος, ἤ ἔστω τῶν ἀρχαρίων. Δέν εἶναι ἡ πλουτοποιός ταπείνωσις τῶν πραγματικῶν ἀγωνιστῶν. Καί χωρίς πειρασμούς, δέν μπορεῖς ἄνθρωπέ μου νά γνωρίσης τήν ἀδυναμία σου. Πάντα θά ἔχης ἄγνοια, δέν θά ξέρης τόν ἑαυτό σου, θά πετᾶς στά σύννεφα, θά ἔχης μαῦρα πνευματικά μεσάνυκτα. Χωρίς πειρασμούς δέν μπορεῖς νά ταπεινωθῆς πραγματικά.

Εἶναι ὄντως μυστήριο. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πνευματικά, σωστά ἐννοεῖται, τόσο περισσότερο βλέπει πόσο, μά πόσο, πίσω εἶναι. Καί νά δῆ κάποια βελτίωσι, ταυτόχρονα μέ τήν βελτίωσι, βλέπει τότε καθαρώτερα, πιό ρεαλιστικά, πιό ὀρθά, πιό ξάστερα, πόσο ὑστερεῖ. Καί αὐτό, τοῦ δίνει ἀκριβῶς νέα ὤθησι γιά νέες πνευματικές ἀποφάσεις καί πνευματικούς ἀγῶνες.
Ὅποιος κάνει κάποια πνευματική προσπάθεια καί μέ αὐτήν αἰσθάνεται αὐτάρκεια, νομίζει δηλαδή ὅτι αὐτό εἶναι ἀρκετό καί δέν χρειάζεται κάτι περισσότερο, αὐτός δέν ἔχει καταλάβει τίποτε ἀπό τό τί θά πῆ ὀρθή πνευματική ζωή, τό τί θά πῆ γνήσια Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἀγνοεῖ ὅτι ἡ τελειότης, καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν τελείων, εἶναι ἀτέλεστος. Ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ''ἡ τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης''. Καί αὐτή ἡ κατάστασις ἐπεκτείνεται καί στήν ἄχρονη αἰωνιότητα.

Βέβαια, ἡ πρόοδος τῶν σεσωσμένων εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθη μετά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ φρικτή Παρουσία, θά γίνεται ἄκοπα. Ὄχι ὅπως τώρα δηλαδή, πού γιά νά προοδεύση κανείς πρέπει νά χύση, πνευματικά ἐκλαμβανόμενο, αἷμα. Τώρα ἡ πρόοδος γίνεται μόνο μετά ἀπό πνευματικό ἱδρῶτα. Ἀκόμη καί αὐτή ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ σέ δόξα, ἀσύγκριτα μάλιστα, καί αὐτά τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, σήμερα, τήν στιγμή πού ὁμιλοῦμε, ἄν τό θέλετε, εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό χθές. Καί αὔριο θά εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό σήμερα. Ἄκοπα ὅπως εἴπαμε. Καί θά εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό σήμερα, μέ τήν ἔννοια, ὅτι θά εἶναι δεκτικωτέρα περισσοτέρου θείου Φωτός, διότι ἁπλούστατα τό θεῖο Φῶς δέν εἶναι δεξαμενή πού κάποτε στερεύει.

Βέβαια, γιά νά τό ξεδιαλύνωμε μιά γιά πάντα, ὁ ἄνθρωπος ὅσο περισσότερο προοδεύει, τόσο περισσότερο βλέπει τό πόσο πίσω εἶναι. Αὐτή ἡ νέα κατάστασις δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν μελαγχολία, τήν ἀπογοήτευσι καί ὅλα τά συνεπακόλουθα αὐτῶν. Ἁπλῶς αἰσθάνεται μέν ἀσύγκριτα καλύτερα ἀπό πρίν, παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως ἔχει μία καλή καί σωτήρια ἀνησυχία, ἡ ὁποία αὐτή καλή ἀνησυχία εἶναι ὑπερτέρα πάσης νηφαλιότητος, πάσης ἠρεμίας, πάσης εἰρήνης. Καί αὐτή ἡ καλή ἀνησυχία τόν ὠθεῖ στό νά προχωρήση σέ νέους ἀγῶνες καί σέ νέες πνευματικές καταστάσεις, ἐφ᾽ ὅσον μπροστά του βλέπη ὅτι τοῦ ἀνοίγονται νέοι πνευματικοί ὁρίζοντες. Ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἕναν ''ἀκόρεστο κορεσμό''. Ἐνῶ δηλαδή αἰσθάνεται γεμᾶτος, ταυτόχρονα μέ αὐτό τό ''γέμισμα'' αἰσθάνεται καί μία ὤθησι γιά νέους ἀγῶνες. Βέβαια αὐτά εἶναι μυστήρια τοῦ Πνεύματος καί τά καταλαβαίνουν μόνον ὅσοι ἀγωνίζονται. Πῶς δηλαδή ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται γεμᾶτος καί ταυτόχρονα θέλει νά γεμίση ἀκόμη, μά ἀκόμη, πιό πολύ.

Ἄς μή μᾶς φαίνεται παράξενο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Οἱ ἀνθρώπινες λέξεις, τά ἀνθρώπινα λεκτικά σχήματα δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν ἐπαρκῶς τά φαινόμενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δέν μποροῦν νά τά ὁλοκληρώσουν, οὔτε κἄν, καλά-καλά νά τά προσεγγίσουν. Ἄν μυστήριο καλύπτη τήν ζωή γύρω μας καί μέσα μας, κατά γενική ὁμολογία ὅλων, κατά μείζονα λόγο μυστήριο ἀνεξάντλητο ὑπάρχει στά πνευματικά φαινόμενα, πού ἐκπηγάζουν ἀπό τόν Θεό καί κατευθύνονται στά λογικά Του κτίσματα, τά ὁποῖα Τόν ἀναζητοῦν.

Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ὅμως στό σημεῖο αὐτό, νά συμπληρώσωμε καί κάτι ἀκόμη στήν σχετική ἐρώτησι, πού ἐρωτᾶ ἐάν καταλαβαίνη ὁ ἀγωνιζόμενος μέ τήν εὐχή τήν προσωπική του πρόοδο.
Σέ αὐτό ἀπαντοῦμε, ὅτι στήν ἀρχή τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, ὁ Θεός ἀπό συγκατάβασι μᾶς προσεγγίζει.

Καί ἕνας ἀπό τούς τρόπους προσεγγίσεώς Του εἶναι νά μᾶς δίνη κάποιες πνευματικές ''καραμέλες'' γιά νά μᾶς προσελκύση, γιά νά μᾶς γλυκάνη μέ τήν Χάρι Του, γιά νά μᾶς τραβήξη καί νά μᾶς ξεκολλήση ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία, ἰδιαίτερα στήν ἀρχή, μᾶς ἐξαπατᾶ. Φαίνεται πολύ γλυκειά, ἄσχετα ἄν τελικά βέβαια, ἀργά ἤ γρήγορα ὁδηγῆ σέ ἀφάνταστη πικρία, καί σέ αὐτήν τήν ζωή, καί πολύ περισσότερο στήν αἰωνία ζωή.

Στήν ἀρχή λοιπόν τῆς πνευματικῆς στροφῆς μας αἰσθανόμεθα, κάποιες στιγμές, αἰσθητά τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κάνωμε κάποια πνευματική στροφή, τό αἰσθανόμεθα αὐτό. Αἰσθανόμεθα μία κατάνυξι, μία ὄρεξι, πού πρίν ὅλα αὐτά γιά μᾶς ἴσως ἦταν καί ἀνεξήγητα.

Μετά ὅμως μέ τόν καιρό, φαινομενικά, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν ἄρσι, τό σήκωμα, τό πάρσιμο τῆς Χάριτος, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν περίπτωσι, διότι οἱ περιπτώσεις τῶν πνευματικῶν καταστάσεων καί τῶν ἀγωνιζομένων εἶναι ἀναρίθμητες καί πολυποίκιλες. Καί αὐτήν τήν στιγμή φυσικά δέν μπαίνομε σέ λεπτομέρειες. Ἁπλῶς ἐδῶ ἀναφέρομε ὅτι, ἄν τυχόν κάποιος ἐνδιαφέρεται, τόν παραπέμπομε στόν Ρῶσο ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο πού ἔγραψε τό βιβλίο μέ τίτλο '' Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης'' καί ὅπου ἀλλοῦ θέλει. Στήν Πατερική Γραμματολογία ἐπεξηγεῖται τό πῶς αἴρεται ἡ Χάρις στούς ἀγωνιζομένους.

Λοιπόν, φαινομενικά ὁ ἄνθρωπος ἀπό κάποια στιγμή καί μετά, ἀρχίζει νά βιώνη τήν ἄρσι τῆς ἀρχικῆς Χάριτος, τό πάρσιμό Της. Καί ἀναγκάζεται πλέον νά παλαίψη μέ τά πάθη, πού πρῶτα ἦσαν θαμμένα μέσα του, καί ἀπό τά ὁποῖα ἴσως πάθη ἐνόμιζε, ἐσφαλμένα βέβαια, ὁ ἀγωνιστής, ὅτι ἀπαλλάχθηκε, δῆθεν, μιά γιά πάντα. Γι᾽ αὐτό ποτέ μά ποτέ, δέν πρέπει νά ξεθαρρεύωμε στήν πνευματική ζωή, ἕως τελευταίας μας πνοῆς. Ὅπως ἔλεγε ὁ σοφός ἱερέας, ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: ''Σάρξ-πλάξ''. Δηλαδή, τά πάθη τῆς σάρκας, καί ὄχι μόνο αὐτά βέβαια, μόνο ἡ ταφόπλακά μας θά τά σταματήση. Πρίν μπῆ ἡ ταφόπλακα ἀπό πάνω μας, πάντα ὑπάρχει, ἀνα πᾶσα ὥρα καί στιγμή, ὁ κίνδυνος τά πάθη τῆς σάρκας νά ἐκδηλωθοῦν μέ τήν α´ ἤ β´ μορφή.

Ἐπαναλαμβάνομε λοιπόν ὅτι, ἀπό κάποια στιγμή καί μετά, φαίνεται ὅτι ἡ Χάρις ἐγκαταλείπει τόν ἀγωνιστή ἄνθρωπο, ἀλλά στήν πραγματικότητα, αὐτή ἡ ἴδια ἡ Χάρις, μυστικά τοῦ δίνει τήν δύναμι, τήν ψυχική ἀντοχή, τό κουράγιο νά ἀντέξη στίς διάφορες ὀδυνηρές πνευματικές δοκιμασίες. Διότι, ἄν στήν πραγματικότητα ὄντως μᾶς ἐγκατέλειπε ἡ θεία Χάρις, τότε αὐτόματα θά πέφταμε στό κενό, ὅπως ἔλεγε σχετικά ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, καί μάλιστα σέ μεγάλη ἡλικία εὑρίσκετο τότε, λίγο πρίν τόν θάνατό του. Τί ἔλεγε; Ἀκοῦστε λόγο: «Ἄν μέ ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις, θά μέ δῆτε πρῶτον νά χορεύω στίς ταβέρνες, στίς διασκεδάσεις, στά μπουζούκια». Συγγνώμη πού τά λέμε λίγο ἁπλᾶ, ἀλλά ἔτσι ἀκριβῶς τά ἔλεγε, γελῶντας χαριτωμένα ὁ Γέροντας, γιά νά δείξη ὅτι ὅλα ὅσα ἔχομε τά ὀφείλομε στήν θεία Χάρι.

Ἡ Χάρις βέβαια δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τόν ἄνθρωπο, ἐκτός καί ἄν εἶναι μόνιμα ὑπερήφανος, ἤ ἐκτός ἄν, τελικά, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐν ψυχρῷ ἐγκαταλείψωμε τήν Χάρι καί γενικώτερα παρατήσωμε καί ἀχρηστεύσωμε τά διάφορα θεῖα ὅπλα, τά ὁποῖα μᾶς ἔχουν δοθῆ, γιά τόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἀκόμη λοιπόν καί τότε πού ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν ἄρσι τῆς Χάριτος καί δοκιμάζεται καί πάσχει, οὐσιαστικά καί τότε μέ μυστικό τρόπο, ἡ ἴδια ἡ Χάρις τόν ἐνισχύει. Καί, ἄς γίνωμε ἀκόμη πιό παραστατικοί. Θυμηθεῖτε τόν Μέγα Ἀντώνιο, πού ἐπί δέκα ἕξι ὁλόκληρα χρόνια ἔπασχε συνεχῶς ἀπό τά δαιμόνια. Καί τί πειρασμούς δέν τοῦ προξενοῦσαν! Καί μόνο μετά ἀπό τήν δοκιμασία αὐτή, τόν περιέλαμψε θεῖο Φῶς καί εἶπε στόν Χριστό, ὅταν τοῦ ἐνεφανίσθη: «Ποῦ ἤσουν, Κύριε;» Καί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «Δίπλα σου ἤμουν Ἀντώνιε καί παρακολουθοῦσα τούς ἀγῶνες σου».

Ἔτσι συμβαίνει συνήθως στά πνευματικά. Στήν ἀρχή, κάποια χαρά δοκιμάζει ὁ ἀγωνιζόμενος. Μετά ὅμως, δοκιμασίες πολλές, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τό ἀντίστοιχο θεῖο σχέδιο. Λοιπόν, στήν ἀρχή χαρά, καί μετά δοκιμασίες πολλές. Καί, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν κάνη πίσω  - ἐδῶ φαίνονται τά παλληκάρια, στήν πρᾶξι - ἐάν δέν ἀπογοητευθῆ, ἀλλά συνεχίση νά ἀγωνίζεται, νά πάσχη, ἔ, μετά, ἀκολουθεῖ ἀσύγκριτη, μεγαλυτέρα πνευματική χαρά.

Θέλω νά πιστεύω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ἔστω καί λίγοι ἔχουν αὐτή τήν μικρή γευσούλα τῆς Χάριτος. Ἀλλά πολύ φοβᾶμαι, ὅτι ἄν ὄχι ὅλοι μας, σχεδόν ὅλοι μας, μετά, δέν δείχνομε τή ἀπαιτουμένη καρτερία στίς πνευματικές δοκιμασίες πού ἀκολουθοῦν, καί δέν κάνομε ἀγῶνα ὅπως πρέπει, καί ἔτσι, στερούμεθα, ἀλλοίμονο μας, τήν μεγάλη χαρά πού ἀκολουθεῖ καί πού ὅταν ἔλθη, ξεπερνᾶ σέ ἀπόλαυσι, σέ ποσότητα, σέ ποιότητα, κάθε ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ οὐράνια χαρά εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀπόλαυσι αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἴτε αὐτή ἡ ἀπόλαυσι εἶναι νόμιμη, εἴτε εἶναι παράνομη. Ὁ,τιδήποτε γήινο, καί τό πιό ἐπαινετό, ὠχριᾶ μπροστά στήν γοητεία καί στήν ἡδονή, ἡ ὁποία προξενεῖται ἀπό αὐτήν τήν πνευματική χαρά.

Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, στήν ἀρχή ὁ Θεός μᾶς δίνει ἕνα πνευματικό γλυκάκι γιά νά μᾶς τραβήξη ἀπό τήν ἁμαρτία. Μετά ὅμως μᾶς δίνει τά ἀπαραίτητα ἐργαλεῖα γιά νά κουρασθοῦμε προσωπικά καί νά φτιάξωμε μόνοι μας γλυκά, νά φτιάξωμε πνευματικό ''ζαχαροπλαστεῖο''. Νά γίνωμε πνευματικοί ''ζαχαροπλάστες''. Ἀλλά αὐτό, θέλει κόπο. Θέλει τήν ἰδική μας ἐργασία πρῶτα. Ἤ, ὅπως ἔλεγε, πάλι ὁ ἴδιος Γέροντας, ἀκόμη πιό παραστατικά: «Ὅταν ἔχης ἕνα μικρό δενδράκι, ἕνα μικρό φυτό, στήν ἀρχή, αὐτό τό μικρό φυτό θέλει μόνο πότισμα, θέλει μόνο ''χάϊδεμα''. Μετά ὅμως, ὅταν μεγαλώση λίγο, ἄν δέν τό κλαδέψης τό φυτό, τό δένδρο, ὅσο καί νά τό ποτίζης, δέν κάνει τήν προβλεπόμενη προκοπή, δέν βγάζει δηλαδή τούς ἀναμενόμενους καρπούς».

Ἔ, κάπως ἔτσι ἰσχύει καί στά πνευματικά. Γιά νά βγοῦν πνευματικοί καρποί, χρειάζεται ἀπαραίτητα πνευματικό κλάδεμα, χρειάζεται πνευματική ἐγχείρησις. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, στίς ἀρχές μέν εἶχε φοβερή ἐπίσκεψι τῆς Χάριτος καί μάλιστα εἶδε τόν ἴδιο τόν Χριστό μέσα σέ θεῖο Φῶς. Μετά ὅμως τόν ἐγκατέλειψε - ἐξ ὑποκειμένου πάντα, ἐννοεῖται - ἡ Χάρις, καί τότε εἶχε ἐπί χρόνια φοβερό μαρτύριο δαιμονικῶν προσβολῶν. Ἔπασχε συνεχῶς ἀπό λογισμούς. Ἐπί παραδείγματι, ἄλλες φορές τοῦ ἔλεγαν οἱ λογισμοί ὅτι ἦταν ἅγιος καί ἄλλες φορές τοῦ ἔλεγαν ὅτι θά χανόταν. Ἀφοῦ νά σκεφθῆτε, ἔκανε στρωτές μετάνοιες καί ἔβλεπε μπροστά του δαιμόνια μεταμορφωμένα νά κάθωνται ὄρθια καί νά σαρκάζουν. Καί εἶχε τήν πικροτάτη αἴσθησι, ὅτι προσκυνοῦσε, μέ τίς μετάνοιες πού ἔκανε, ὄχι τόν Χριστό, ἀλλά τόν διάβολο.

Σέ μᾶς βέβαια δέν ὑπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, οὔτε διαβόλους νά δοῦμε, οὔτε τίποτε ἀπό αὐτά. Ἀλλά, ξέρεις τί εἶναι ἀδελφέ μου, νά κάνης μετάνοια, νά προσκυνᾶς τόν Θεό, καί νά βιώνης ὅτι προσκυνᾶς, ἀντί γιά τόν Χριστό, τόν διάβολο; Νά μή τύχῃ τέτοιο πρᾶγμα! Καί ἐν συνεχείᾳ, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός: «Ἄν δέν εἶχα δεχθῆ τήν πρώτη δυνατή Χάρι, δέν θά ἄντεχα, οὔτε ἕνα βράδυ, τό δαιμονικό αὐτό μαρτύριο. Ἀλλά, ἦταν τόσο ἔντονη, γλυκειά καί καθοριστική αὐτή ἡ Χάρις πού δέχθηκα, πού ἄντεξα, ἐπί πολλά χρόνια, ἀναρίθμητες τέτοιες μακάβριες δαιμονικές νύχτες». Καί σέ κάποια ἄλλη συνάφεια, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός στόν Χριστό: «Κύριε, θέλω νά προσευχηθῶ καί δέν μέ ἀφήνουν οἱ λογισμοί». Καί τότε ἄκουσε θεϊκή φωνή πού τοῦ ἔλεγε: «Ἔτσι ὑποφέρουν οἱ ὑπερήφανοι». Καί ἐν συνεχείᾳ, ἄκουσε τό περίφημο καί γνωστό σας πλέον: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ᾅδη, καί μήν ἀπελπίζεσαι». Νά ἔχης, δηλαδή, συντετριμμένο νοῦ καί νά μή στενοχωριέσαι γι᾽ αὐτά πού σοῦ συμβαίνουν.

Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὡς πρός τήν ἀπορία αὐτή. Ἐπειδή τά θεωρήσαμε πολύ βασικά καί χρήσιμα, γι᾽ αὐτό καί τά ἀναφέραμε, γιατί πολλοί ἀπό μᾶς, ἐνῶ στήν ἀρχή κάνωμε κάποιο ἀγῶνα, μετά, μέ τό παραμικρό, τά παρατᾶμε, ἀγνοῶντας τά ''παιχνίδια'' τῆς Χάριτος. Ἔ, πῶς νά τό κάνωμε; Θέλομε καί ἐκεῖ Παράδεισο, καί ἐδῶ Παράδεισο; Συνέχεια; Δέν γίνεται. Ὁ Παράδεισος γιά νά κατακτηθῆ θέλει πολύ κόπο. Τί λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ; «Ἀδελφέ μου, ἄνθρωπέ μου, θέλεις νά ἀνεβῆς στόν οὐρανό καί ὑπολογίζεις κόπους καί πόνους καί θυσίες; Δέν βλέπεις πῶς κινοῦνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γιά ἄλλες κοσμικές ὑποθέσεις; Διδάξου ἀπό αὐτούς».

Καί ἐν προκειμένῳ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, νά τό ξέρωμε καλά, θέλει πολύ ἀγῶνα, θέλει καρτεροψυχία, θέλει πολύ ὑπομονή, δέν γίνεται σέ ἕνα βράδυ, σέ δύο βράδυα, σέ ἕναν μῆνα νά ἐπιτύχωμε αὐτά τά ὁποῖα θά θέλαμε. Βέβαια, τό ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό κυρίως πρέπει νά ζητοῦμε διά τῆς προσευχῆς. Θέλει ὅμως πολύ ὑπομονή καί πολύ κόπο. Δέν μοῦ ἀρέσει νά σᾶς τά ὡραιοποιῶ. Θέλω νά σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια.
Μία ἄλλη ἀπορία εἶναι ἡ ἑξῆς: '' Ἄν ἐπιτρέπεται ἡ προσευχή γιά τούς ἀλλοθρήσκους''.

Σέ αὐτήν, ἐλλείψει χρόνου, ἀπαντοῦμε ἐπιγραμματικά: Φυσικά καί ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά προσευχώμεθα καί γιά τούς ἀλλοθρήσκους. Γι᾽ αὐτούς, ἐπί παραδείγματι, ἡ προσωπική μας προσευχή, μέ τό κομβοσχοίνι, ἤ χωρίς αὐτό, ἄς εἶναι ὡς ἑξῆς: Νά λέμε ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν δοῦλο σου τάδε, ἤ τούς δούλους σου τάδε''. Θά τά ἀναλύσωμε ὅμως ὅλα αὐτά καί πιό κάτω. Ὅμως, δέν πρέπει τά ὀνόματα αὐτά τῶν ἀλλοθρήσκων ἤ τῶν αἱρετικῶν, ὅταν δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι δηλαδή, νά τά δίνωμε στούς ἱερεῖς γιά νά μνημονεύωνται στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς Θεῖες Λειτουργίες, στήν Προσκομιδή, κλπ. Δηλαδή, σέ καμμία περίπτωσι, δέν πρέπει αὐτά τά ὀνόματα νά μνημονεύωνται στήν Θεία Λειτουργία.

Αὐτά, εἴχαμε νά ποῦμε ὡς προς τίς σχετικές μέ τό θέμα μας ἀπορίες.
Τώρα, ἄς ὑπενθυμίσωμε, ὅτι στό θέμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, εἴχαμε φθάσει, στήν προηγουμένη σύναξί μας, στό τρίτο στάδιο τῆς προσευχῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, στήν κατάστασι αὐτή, μέ τήν καρδιά του, χωρίς πλέον καμμία βία ἤ ἀνθρωπίνη προσπάθεια, νά λέη τήν εὐχή, εἴτε ἐργάζεται χειρωνακτικά, εἴτε ἀκόμη καί διανοητικά, ἀκόμη καί ὅταν κοιμᾶται. Αὐτή ἡ κατάστασις, τό ξανατονίζομε, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός ὅποτε Ἐκεῖνος κρίνει καί θέλει. Ἀλλά δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός σέ ὅσους, καί μόνο σέ ὅσους, ἀγωνίζονται, καί μάλιστα σωστά.

Μία φορά, ὁ νεοφανείς Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης κουβέντιαζε μέ κάποιον ἄλλον ἀγωνιστή μοναχό. Καί ἔλεγε ὁ ἄλλος μοναχός στόν Ἅγιο Σιλουανό: «Ὅλα καλά, ὅταν κάνω κάποια χειρονακτική ἐργασία, μπορεῖ ταυτόχρονα νά λέγεται καί ἡ εὐχή μέ τόν νοῦ μου. Τήν κρατάω καλά μέ τόν νοῦ μου. Ἀλλά, ὅταν κάνω μιά πρᾶξι πού θέλει ἰδιαίτερη προσοχή, εἶναι δηλαδή διανοητική ἐργασία, τότε δέν μπορῶ, ταυτόχρονα, νά κρατήσω καί τήν εὐχή στό μυαλό μου γιατί τό μυαλό μου εἶναι ἀφοσιωμένο, πέρα γιά πέρα, εἰς τήν ἐργασία ἐκείνη». Αὐτά ἐκμυστηρεύθηκε ὁ μοναχός ἐκεῖνος στόν Ἅγιο Σιλουανό. Τότε, ὁ Ἅγιος Σιλουανός χαμογέλασε ἐλαφρά, μέ πόνο καί ἀγάπη, καί τοῦ εἶπε: «Σέ μᾶς, δέν συμβαίνει ἔτσι...». Μόνο αὐτήν τήν φρασούλα τοῦ εἶπε. Καί ἐννοοῦσε φυσικά, ὅτι κατεῖχε τήν καρδιακή προσευχή. Δηλαδή ὅ,τι καί νά ἔκανε, εἴτε εὑρίσκετο ἀνάμεσα σέ τόσους ἐργάτες, πού εἶχε μεγάλη ὑπευθυνότητα τότε ὁ ἅγιος Σιλουανός ὡς οἰκονόμος πού ἦτο εἰς τό Μοναστήρι - ἄν ἐνθυμοῦμαι καλά -, παρά δηλαδή τίς ἐργασίες πού εἶχε, παρά τό πλῆθος τῶν ἐργατῶν πού κατηύθυνε, παρά τίς τόσες ἐξωτερικές, πολλές φορές, ἀντιξοότητες πού ἀντιμετώπιζε, μέσα του κρατοῦσε αὐτήν τήν καρδιακή προσευχή, ὡς δῶρο Θεοῦ.

Καί στό σημεῖο αὐτό, ἄς κάνωμε μία παρένθεσι. Ἄλλωστε, πιστεύω, οἱ πιό πολλοί θά τό γνωρίζετε. Πρόκειται γιά τόν π. Φώτιο ἀπό τήν Μυτιλήνη, ἕναν χαριτωμένο παππούλη, πολύ μεγάλης ἡλικίας τώρα, πού εἶχε λειτουργήσει στό Μοναστήρι καί μᾶς εἶχε ἐπισκεφθῆ ἀρκετές φορές, ὁ ὁποῖος προσωπικά ἐγνώρισε τόν πατέρα τότε Σιλουανό, νῦν Ἅγιο Σιλουανό. Τότε, μεταξύ τῶν ἄλλων, μᾶς διηγήθηκε ὁ π. Φώτιος καί τό ἑξῆς:

Αὐτό συνέβη, ὅταν ἦτο ὁ π. Φώτιος νέο καλογέρι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Τότε πῆγε κάποια στιγμή, γιά κάποια δουλειά, στό Ρωσικό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, εἰς τό ὁποῖο ἀσκήτευε ὁ π. τότε Σιλουανός. Ἐκεῖ λοιπόν, κάποια στιγμή, ὁ παπα-Φώτιος χρειάσθηκε, γιά κάποια δουλειά, τόν π. Σιλουανό. Τόν ἀνεζήτησε καί ἀφοῦ δέν τόν εὕρισκε, στήν συνέχεια ἐπῆγε καί ἐκτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ὅπως ἦτο φυσικό. Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὅμως, ἄν καί συμπτωματικά ἐκοιμᾶτο, ἀμέσως ἐσηκώθηκε καί ἤρεμα καί πρόθυμα ἐξυπηρέτησε τόν π. Φώτιο. Καί μάλιστα ἔμεινε μαζί του γιά ἀρκετή ὥρα, ἐπειδή ἐπρόκειτο γιά δουλειά σοβαρή πού ἀπαιτοῦσε πολύ χρόνο. Τοῦ ἔκανε δέ πολύ καλή ἐντύπωσι, τοῦ π. Φωτίου, ἡ προθυμία, ἡ ἠρεμία, ἡ καλωσύνη τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Ὅταν ὅμως μετά ἀπό λίγο, ὅλα αὐτά τά ἀνέφερε, εὐχαριστημένος καί αὐθόρμητα, σέ κάποιους ἄλλους μοναχούς πού ἀσκήτευαν τότε στό Ρωσικό Μοναστήρι, ὅταν δηλαδή ὁ π. Φώτιος εἶχε ἀποχαιρετήσει τόν π. Σιλουανό, τότε ἔμαθε, ὅτι ὁ Ἅγιος Σιλουανός, τήν στιγμή πού τόν ξυπνοῦσε ὁ π. Φώτιος, ἀκριβῶς πρίν ἀπό λίγο εἶχε πάει στό κελλί του γιά νά ξεκουρασθῆ ὕστερα ἀπό ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Καί τότε ἐθαύμασε, ὁ π. Φώτιος, ἀκόμη πιό πολύ τήν πραότητα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί τήν κρυφή ἐσωτερική του ἐργασία, πού δηλαδή δέν τοῦ ἀνέφερε οὔτε μία λεξούλα σάν παράπονο, ὅπως «ξέρεις, εἶμαι ἀπό ἀγρυπνία, περίμενε λίγο, κλπ.». Τίποτε ἀπό αὐτά. Τέτοια λεπτότης, τέτοια διάκρισις ἐχαρακτήριζαν τόν Ἅγιο Σιλουανό. Δέν τοῦ εἶπε: «Ξέρεις, μόλις ξάπλωσα. Ἄν θέλης, ἔλα ἀργότερα, δέν μπορῶ τώρα,...». Οὔτε ἔκανε ἔστω ἕναν ὑπαινιγμό. Τέτοια ἐντύπωσι ἔκανε τοῦ π. Φωτίου ὅλη αὐτή ἡ στάσι τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πού ὅλα αὐτά τοῦ ἔμειναν γιά τόσα πολλά χρόνια μέσα στήν διάνοιά του. Τόσο μεγάλη ἐντύπωσι, πού ἀρκεῖ νά σκεφθῆ κανείς, ὅτι μᾶς τά διηγήθηκε μετά ἀπό 60 περίπου, ἴσως καί περισσότερο, χρόνια. Νέο καλογέρι τότε, γέρων τώρα, καί τά θυμόταν σάν νά ἦταν χθές, σάν νά ἦταν αὐτήν τήν στιγμή.

Λοιπόν, ἄς συνεχίσωμε:
Ὁ π. Παΐσιος ἐπισκέφθηκε κάποιον μοναχό στά τελευταῖα του, ὁ ὁποῖος ξεψυχοῦσε. Ἐκεῖνος ὁ μοναχός, ἀπό ὑπερβολική ταπείνωσι, ἔλεγε στόν π. Παΐσιο, ὅτι ἐπέρασε μία ὁλόκληρη ζωή στήν ματαιότητα, στήν ἁμαρτία. Ἔλεγε: «Εἶμαι σκέτη ἁμαρτία. Δέν ἔκανα τίποτε». Τότε ὁ π. Παΐσιος, γιά νά τοῦ δώση θάρρος, ἐπειδή ἐγνώριζε τήν κρυφή του πνευματική ἐργασία, τοῦ εἶπε: « Ἄς ἀφήσωμε τά ἄλλα, τό παρελθόν. Ἐν τάξει. Δέν ἔκανες τίποτε. Τώρα, ὅταν κοιμᾶσαι ἀδελφέ, ἡ εὐχή δέν λέγεται ἀπό μόνη της;» Καί ἀπήντησε ὁ ψυχορραγῶν μοναχός: «Ἔ αὐτό γίνεται, τοὐλάχιστον. Αὐτό ἔλειπε νά μή γινόταν καί αὐτό!» Δηλαδή, λίγο-πολύ τό ἐθεωροῦσε φυσικό νά γίνεται ἡ προσευχή στόν ὕπνο, νά ἐνεργῆται ἀπό μόνη της. Καί ἱκανοποιημένος ἀπό αὐτήν τήν ἀπάντησι ὁ π. Παΐσιος εἶπε στόν μοναχό αὐτόν, πρό τοῦ τέλους του: «Ἔ, ἀφοῦ αὐτό γίνεται, μή φοβᾶσαι γιά τό οὐράνιο ταξεῖδι σου. Ὅλα θά πᾶνε καλά. Ὁ Θεός θά σέ σώση».

Συγχωρέστε με, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀλλά τώρα μοῦ ἔρχονται κι ἄλλες σχετικές ἱστορίες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Μοῦ ἔρχεται εἰς τό μυαλό ἕνα παρόμοιο περιστατικό, πού μᾶς τό ἐδιηγεῖτο πάλι ὁ π. Παΐσιος:

Κάποτε ψυχορραγοῦσε ἕνας ρουμᾶνος μοναχός. Αὐτός ἦταν ὑποτακτικός σέ κάποιον Γέροντα - καί οἱ δύο ἦσαν πολύ μεγάλης ἡλικίας. Ὅταν ψυχορρραγοῦσε ὁ ὑποτακτικός, πῆγε, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ἔτσι συνέπεσε, ἕνας πρακτικός γιατρός ἀπό ἐκεῖ κοντά, ὀνόματι Δανιήλ. Αὐτός ὁ γιατρός πῆγε γιά νά προσφέρη στόν ψυχορραγοῦντα ὑποτακτικό τίς τελευταῖες ἀνθρώπινες δυνατές βοήθειες. Τότε ἀπεγνωσμένα ὁ Γέροντας τοῦ ψυχορραγοῦντος μοναχοῦ ἔλεγε μέ ἀγωνία πρός τόν πρακτικό γιατρό, σέ σπαστά Ἑλληνικά - γιατί, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἦτο Ρουμᾶνος: «Μή Ντανῆλο - Δανιήλ, δηλαδή -, μή κάνης τίποτε. Ἄσε καλύτερα, νά πεθάνη σήμερα. Γιατί, σήμερα εἶναι μεγάλη γιορτή. Εἶναι τῆς Παναγίας. Γιατί, καί νά κάνης κάτι, ἤ θά πεθάνη αὔριο, ἤ μεθαύριο. Καλύτερα νά πεθάνη σήμερα, πού εἶναι γιορτή. Μεγάλη εὐλογία. Εἶναι τῆς Παναγίας». Ἄς μή κάνωμε σχόλια τώρα τό πῶς ἀντιμετωπίζομε ἐμεῖς τέτοιες καταστάσεις....

Αὐτή ἡ μέθοδος τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἔχει τρία κύρια μεγάλα πλεονεκτήματα:
Κατ᾽ ἀρχάς, δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές συνθῆκες τόπου καί χρόνου. Δέν θέλει δηλαδή νά ἔχωμε δικό μας εἰδικό χῶρο, εἰδικό δωμάτιο, βιβλία, καί ἄλλον ἐξοπλισμό. Μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή παντοῦ καί πάντοτε, εὐκαίρως-ἀκαίρως, εἴτε ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, εἴτε παράλληλα καί ταυτόχρονα μέ ἄλλες ἀσχολίες. Καί ὅταν ταξειδεύωμε, καί ὅταν κάνωμε ὁποιαδήποτε δουλειά, καί ὅταν περπατᾶμε, καί στά διαλείμματα τῶν ἐργασιῶν, καί ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή, ὅπως ἤδη ἔχομε ἐξηγήσει. Μέ μία λέξι, δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Πάντα ἐνδείκνυται, πάντα ἐπιβάλλεται. Ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται. Πάντα εἶναι ὠφέλιμη, πάντα εἶναι σωτήρια. Καί ἀντί συνεχῶς νά σκεπτώμεθα καί νά ἀκοῦμε ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα πού, ἄν δέν εἶναι βλαβερά, εἶναι τό ὀλιγώτερο ἀνώφελα καί μάταια, καί τά ὁποῖα μᾶς κουράζουν, μᾶς ἀποπροσανατολίζουν, μᾶς θολώνουν τό μυαλό, ἀντί λοιπόν νά κάνωμε ὅλα αὐτά, μποροῦμε νά δίνωμε, ἄν ὄχι πάντα, τοὐλάχιστον ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, ὡς στερεά πνευματική τροφή, στόν ἑαυτό μας, τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο μεγάλο πλεονέκτημα. Δέν ἀπαιτεῖται εἰδικός χῶρος, δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές συνθῆκες.

Δεύτερο μεγάλο πλειονέκτημα πού ἔχει αὐτός ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς, εἶναι ὅτι δέν ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερος προσωπικός μας φιλολογικός καί θεολογικός καταρτισμός. Δέν χρειάζονται ἰδιαίτερες γνώσεις. Διότι, πολλά τά αἴτια μέν, ἄς μή κρυβώμαστε δέ. Λίγο πολύ, ὅλοι μας ὑστεροῦμε σέ θεολογικο-φιλολογική κατάρτησι καί δέν καταλαβαίνομε, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, τά ἐξαίσια, κατά τά ἄλλα, βαθειά, βαθύτατα, νοήματα τῶν τροπαρίων, πού ψάλλονται εἰς τήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ἐπειδή, γιά νά καταλάβη κάποιος καλά τά ἐξαίσια αὐτά τροπάρια, πρέπει νά ξέρη, καί τήν Παλαιά Διαθήκη, καί τήν Καινή Διαθήκη, καί τούς βίους τῶν Ἁγίων, τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων, ἐκκλησιαστική ἱστορία, δογματική, νά ξέρη καί κάποια ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Καί πολλές φορές, ἄν εἶναι ἰαμβικοί οἱ στίχοι τῶν τροπαρίων, ὅπως κατά τά Χριστούγεννα, Θεοφάνεια καί κάποιες ἄλλες γιορτές, πρέπει νά ξέρη καλά ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Καί ὅλα αὐτά βέβαια, ἐφ᾽ ὅσον ἀποδίδωνται σωστά καί ἀπό τούς ἱεροψάλτες.

Ὅπως καταλαβαίνετε, ὅλα αὐτά γιά νά συντρέχουν ταυτόχρονα, δέν εἶναι καί τόσο εὔκολο, γιά νά μή ποῦμε ὅτι εἶναι πολύ δύσκολο. Ὁπότε εἶναι φυσικό πολλές φορές, νά αἰσθανώμεθα κάποια ἀνία κατά τήν διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν μέσα στόν ναό. Γιατί, ἄν δέν καταλαβαίνη κάποιος τί ἀκούει, ὅσο καί ἄν ὑπάρχη ἕνα ἐξαίσιο πνευματικό κλῖμα ἀπό τήν ψαλμωδία, δέν εἶναι παράξενο νά αἰσθάνεται ἀνία. Ὁπότε, ἀντί νά ἔχωμε πολλές φορές αὐτό τό ὄχι σωτήριο αἴσθημα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν καταλαβαίνομε τό νόημα τῶν λεγομένων, εἶναι πολύ ὠφέλιμο καί χρήσιμο, παράλληλα μέ τό ἐξαίσιο πνευματικό κλῖμα τό ὁποῖο δημιουργεῖται μέ τήν βυζαντινή ψαλμωδία, νά λέμε παράλληλα, κάπου - κάπου, καί τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με''. Ἤ, ἐάν ἐκείνη τήν στιγμή τό τροπάριο ἀναφέρεται στήν Παναγία, μποροῦμε νά λέμε τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με'', ἤ, ἄν κάποιο τροπάριο ἀναφέρεται σέ κάποιον Ἅγιο, νά λέμε ''Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἐμοῦ''. Εἶναι πολύ πιό χρήσιμο, πολύ πιό ὠφέλιμο.

Βέβαια, στό σημεῖο αὐτό νά ποῦμε ὅτι φταῖμε λίγο-πολύ ὅλοι μας, πού, ἐνῶ μαθαίνωμε ξένες γλῶσσες, ἐνῶ μαθαίνωμε ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, βλαβερά, ἀνώφελα, δέν κάνομε μία προσπάθεια νά βελτιώσωμε τά Ἑλληνικά μας, τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά μας. Καί σέ λίγο, θά ἔλθουν νά μᾶς τά μάθουν οἱ Γερμανοί καί οἱ ξένοι γιατί, ὅπως πάει τό πρᾶγμα, θά τά ἔχωμε ξεχάσει. Τί νά μᾶς μάθουν δηλαδή οἱ ξένοι; Τήν δική μας ἐξαισία γλῶσσα! Καί αὐτό εἶναι μεγάλη μας ντροπή. Τί λέγω γιά τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Ἐδῶ, καλά - καλά, δέν ξέρομε τήν ἁπλῆ καθαρεύουσα καί μέ αὐτά τά μονοτονικά συστήματα, πού εἶναι ντροπή πού τά υἱοθετήσαμε, δέν ξέρω κι ἐγώ τί νά πῶ, σέ λίγο, θά πᾶμε καί στό ἀτονικό σύστημα. Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγω ἀπό τό θέμα μας. Ὅμως ἄν κάνωμε μία προσπάθεια καί ἀπό μόνοι μας, μποροῦμε νά βελτιωθοῦμε στό θέμα αὐτό.

Ἀλλά, καί πέραν τούτου, ἄν μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῆς τάξεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εὑρῆκαν μεγαλυτέρα πνευματική ἀνάπαυσι καί ὠφέλεια στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, παρά στά πολλά λόγια τῶν ἄλλων προσευχῶν, παρά στήν Ὑμνολογία, πόσῳ μᾶλλον ἐμεῖς, πού ὅπως εἴπαμε στερούμεθα τόν ἀπαραίτητο θεολογικό καί φιλολογικό καταρτισμό.

Βέβαια, γιά νά εἴμαστε πιό ὁλοκληρωμένοι καί γιά νά μήν ὑπάρχη καί καμμία παρανόησις, κατά γενική ὁμολογία, στήν ἀνθρωπίνη μας φύσι ταιριάζει ἡ ἀλλαγή, ἡ ποικιλία. Διαφορετικά δημιουργεῖται στόν ἄνθρωπο μία μορφή πνευματικοῦ μουχλιάσματος. Ὁπότε, εἶναι πιό ξεκούραστο, πιό φυσικό, πιό ὠφέλιμο καί πιό ἀποδοτικό, ἄλλοτε νά ψάλλωμε ἐσωτερικά, ἤ ἐξωτερικά, καί ἄλλοτε νά λέμε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ψιθυριστά, ἤ νοερά. Τό ἕνα δέν ἀντιμάχεται τό ἄλλο. Ἴσα-ἴσα, τό ἕνα συμπληρώνει καί βελτιώνει τό ἄλλο. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη μας φύσις. Διότι ὅ,τι ὑπάρχει στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶναι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κατατεθειμένο. Καί, ἄν κάνωμε διακριτική χρῆσι ὅλων αὐτῶν, μεγιστοποιεῖται ἡ προσωπική μας πρόοδος. Ἄλλωστε, αὐτά δέν μπαίνουν σέ καλούπια.

Ἐπί παραδείγματι: Ὅταν λέμε μία προσευχή, ἤ ἀκοῦμε στήν ἐκκλησία μία προσευχή, εἴτε εἶναι ψαλμωδία, εἴτε εἶναι ψαλμός τοῦ Δαυΐδ, εἴτε εἶναι ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἅμα κάποιος συγκεκριμένος στίχος μιᾶς προσευχῆς μᾶς κεντήση ἰδιαίτερα, μᾶς ''τρυπήση'', μᾶς κατανύξη, ἄν μιλήση ἰδιαίτερα μέσα μας, τότε, ὄχι μόνο δέν εἶναι ἁμαρτία νά ἀδολεσχοῦμε γύρω ἀπό αὐτόν τόν στίχο, ἀλλά ἐπιβάλλεται καί συμφέρει πνευματικά αὐτή ἡ ἐργασία.

Αὐτά λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει περίπου τό ἑξῆς: «Μή χάσης, λέγει, τήν εὐκαιρία αὐτή, γιατί, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ στίχου, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ λογισμοῦ, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, σέ ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, γιά νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες σου, γιά νά φωτισθῆς καί γιά πολλούς ἄλλους λόγους». Βλέπετε, στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχουν ποτέ συνταγές, ποτέ δέν ὑπάρχουν πνευματικά καλούπια. Πάντα ὑπάρχει ἡ διάκρισις, πού εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν πνευματικῶν φαινομένων καί ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν.

Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγωμε πιό πολύ.
Καί τό τρίτο μεγάλο πλεονέκτημα πού ἔχει αὐτή ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, πού ἔμμεσα τό προαναφέραμε, εἶναι ὅτι ἡ ἐνέργεια τῆς εὐχῆς αὐτῆς μένει ἀκεραία, θά λέγαμε, καί μετά τό πέρας τῆς προσευχῆς.
Γιά παράδειγμα, ὅποιος λέγει τήν εὐχή ψιθυριστά, ὅταν δηλαδή εἶναι μόνος του, τότε, σιγά-σιγά, καί χωρίς νά τό καταλαβαίνη, ὅταν εὑρεθῆ σέ δημόσιο χῶρο, τοῦ ἔρχεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της καί τήν λέγει μέ τόν νοῦ του. Δηλαδή, συνεχίζει ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς μετά τό τελείωμά της.

Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε ὡς πρός τά τρία κύρια πλεονεκτήματα πού ἔχει ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἔναντι τῶν ἄλλων θεαρέστων προσευχῶν.

Τώρα ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἐνδείκνυται νά προσευχώμεθα, μέ τόν ἴδιο πάντα τρόπο, γιά ὁλόκληρη τήν οἰκογένειά μας, γιά ἄτομα στά ὁποῖα αἰσθανόμεθα κάποια πνευματικῆς ἤ ὑλικῆς φύσεως εὐγνωμοσύνη, γιά ἀνθρώπους πού ἔχουν κάποια εἰδική ἀνάγκη, περιπέτεια, συμφορά, κάποια ἀρρώστεια, καί γενικῶς, γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὅλους τούς ζῶντας λέγοντας ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''. Καί τοῦτο ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότης, πιό πολύ ἀπό ὅλα, πάσχει ἀπό ἔλλειψι προσευχῆς. Καί ὅ,τι πολλές φορές δέν ἐπιτυγχάνομε μέ ἕνα σωρό διδασκαλίες, ἐκβιασμούς, τσακωμούς, ἀπειλές, δοσοληψίες, συζητήσεις, πού τελειωμό δέν ἔχουν καί πολλές φορές μᾶς φθείρουν καί μᾶς βγάζουν ἐκτός τόπου καί χρόνου, μποροῦμε νά τό ἐπιτύχωμε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, γιατί αὐτή κρύβει μέσα της τεραστία πνευματική δύναμι. Μποροῦμε λοιπόν νά ἀναφέρωμε κάποια ἰδιαίτερα συγκεκριμένα ὀνόματα μία μόνο φορά εἰς τήν ἀρχή, καί μετά, ὅσες φορές θέλομε, νά λέμε γενικά ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''. Εἴχαμε πῆ δηλαδή στήν ἀρχή ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησε τούς δούλους σου τάδε, τάδε, τάδε, καί ὅλην τήν ἀνθρωπότητα''. Μετά, συνεχίσαμε νά λέμε ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς'',  ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''..... Στό ''ἡμᾶς'' συμπεριλαμβάνονται, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἐπί πλέον κατά ἕναν ἐντελῶς ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο τρόπο, τά ὀνόματα πού προαναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά στήν ἀρχή.

Δέν χρειάζεται δηλαδή νά ζαλιζώμαστε συνεχῶς μέ πολλά ὀνόματα καί νά τά ἀναφέρομε συνεχῶς, γιατί αὐτό διαχέει τήν πνευματική μας προσοχή καί οὔτε εἶναι ἐφικτόν καί δυνατόν νά τούς θυμηθοῦμε ὅλους. Γι᾽ αὐτό, μποροῦμε νά λέμε ἐπί πλέον καί ἐν κατακλεῖδι: ''Καί τοῖς ἐντειλαμένοις ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπέρ αὐτῶν''. Ὁ Θεός γνωρίζει γιά ποιούς θέλομε νά προσευχηθοῦμε, ποιούς θά ἔπρεπε νά ἀναφέρωμε καί ποιούς λησμονήσαμε ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ μας. Ἔτσι, ἄς ἀφήσωμε τόν Θεό νά κατευθύνη Ἐκεῖνος αὐτήν τήν ταπεινή μας προσευχή, ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη, ὅπου πρέπει, ὅπου εἶναι τό θεῖο Του θέλημα. Δηλαδή, ἐμεῖς νά λέμε ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς'', ἀναξίως βέβαια, καί νά ἀφήνωμε τόν Θεό νά ἐνεργῆ γιά λογαριασμό μας.

http://www.impantokratoros.gr/6F770654.el.aspx

Περι Προσευχής Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού


                  Gerontas Iosif Vatopaidinos 1921 2009            

Τί είναι η προσευχή, ποιά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της και ποιοί οι καρποί της;

Προσευχή είναι το κύριο μέσο που ενώνει όλα τα λογικά όντα με το δημιουργό τους Θεό. Αυτή θα είναι και μετά την παλιγγενεσία το μόνιμότους έργο και καθήκον. Προσευχή είναι η άμεση επαφή και η διαρκής επικοινωνία αγγέλωνκαι ανθρώπων με το Θεό. Προσευχή είναι η έξοδός μας από τον πήλινο κλοιό μας προς το χώρο της απεραντοσύνης. Προσευχή είναι το μέσο, που μας μεταφέρει έξω από τουςευτελείςμας περιορισμούς στην αίσθηση του απέραντου και του υπερφυσικού.

Καταργείται ο χώρος, ο τόπος και ο τρόπος και γίνονται αισθητές οι ενέργειες των θείων ιδιοτήτων. Αν και θέλουμε να περιγράψουμε τη φύση και την ουσία αυτής της υπερφυσικής αξίας, καταλαβαίνουμε ότιείναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Θα αρκεστούμε μόνο στις ενέργειες τών αποτελεσμάτων της.

Τόσο είναι το μεγαλείο αυτής της «θείας προμηθείας» προς τα κτιστά όντα, ώστε και ο ίδιος ο δωρητής της να την εφαρμόσει, όταν κοινώνησε με τον υλικό μας κόσμο. Ο Λουκάς αναφέρει για τον Κύριό μας ότι «ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. 6,12). Χρησιμοποιούσε την προσευχή άλλοτε ως εξομολόγηση, άλλοτε σαν δέηση ήευχαριστία ήικεσία προς τον αρχίφωτό Του Πατέρα και απέδειξε το απαραίτητο και ουσιώδες αυτής της υπεραξίας. «Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. (Ίω. 11,41). «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου… ους δέδωκάς μοι εφύλαξα και ουδείς εξ αυτών απώλετο ειμη ο υιός της απωλεί-ας…ου περί τούτων ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων διά του λόγου αυτών ειςεμέ» (Ίω. 17, 11,12,20). Το μεγαλύτερο όμως και συγκλονιστικότερο παράδειγμα είναι η προσευχή τής Γεθσημανή, όπου τρεις φορές παρακάλεσε τον Πατέρα, όταν έμπρακτα ανέλαβε την παγκόσμια αποθεραπεία.

Όπου και αν στρέφουμε την προσοχή μας από τη θεμελίωση ολόκληρης της κτίσεως και μετά, βρίσκουμε τα πάντα συνυφασμένα με την προσευχή. Είναι, λοιπόν, η προσευχή, ο σύνδεσμος και ηενότητα όλων των κτισμάτων με το δημιουργό Θεό και ηδύναμη της προεκτάσεώς τους στο διηνεκές. Τόσο είναι ενωμένη με τα λογικά όντα αυτή ηυπεραξία, που μόνη της αυτόματα ενεργεί όσες φορές το επιβάλλει η ανάγκη και ασυναίσθητα κινούνται τα μέλη χωρίς σκέψη, ιδιαίτερα σε ώρα κινδύνου.

Είναι το τελειότερο όργανο και πράγμα, που παρέχει τη δυνατότητα στα κτίσματα -και ειδικά στον άνθρωπο-, να επικοινωνεί πρακτικά με τον πλάστη του. Ο άνθρωπος μέσω αυτής μπορεί να ζητά και να παίρνει ό,τι χρειάζεται, να μεταβάλλει την ποινή, που επιβάλλεται από τη θεία δικαιοσύνη, να αυξάνει την προσθήκη της θείας ευλογίας, να πληροφορείται όσα αγνοεί, να μεταδίδει τη συμπαράστασή του στους συνανθρώπους του, εκλιπαρώντας το Θεό γι’ αυτό, και γενικά να μετέχει σε πάρα πολλές ιδιότητες του Θεού Πατέρα μας.

Πάντως είναι αδύνατο να περιγράφουν τα κατορθώματα και προτερήματα αυτής της παναρετής, που λέγεται προσευχή. Ελάτε λοιπόν οι «κοπιώντες και πεφορτισμένοι», που κατοικείτε στην εξορία αυτή, στους κόλπους της μητέρας των αρετών προσευχής και αυτή θα σας αναπαύσει περισσότερο απ’ ό,τι θα περιμένατε ή θα ζητούσατε.

Τί είναι η νοερά προσευχή και γιατί λέγεται έτσι; Πώς επιτυγχάνεται;

Η προσευχή, αν και στη φύση της είναι μία, εκδηλώνεται με διάφορες μορφές και σχήματα, όπως φαίνεται μέσα στην Ιστορία. Αυτή η παναρετή περιγράφεται με διάφορες ονομασίες, που πάντοτε έχουν την ίδια σημασία. Προσευχή είναι η γενική ονομασία. Ανάλογα με το σκοπό και τον τρόπο που εκδηλώνεται λέγεται ευχή, δέηση, ικεσία, παράκληση, έντευξη, ακόμα και κραυγή, αν η ανάγκη που την επιβάλλει είναι επείγουσα.

Στην παρούσα μας όμως εξορία η προσευχή είναι όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και επιβεβλημένη, γιατί ο Κύριος μάς διαβεβαιώνει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίω. 15,5). Τη συνεργασία μαζί του μόνο η προσευχή μπορεί να πετύχει με το «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. 7,7).

Τους τρόπους της προσευχής μάς τους διδάσκουν οι Πατέρες μας, επειδή ήταν πραγματικοί εργάτες και κατακτητές των δωρεών και χαρισμάτων της. Κάθε στροφή και ύψωση του νου προς το Θεό είναι προσευχή. Όσο πιο ήσυχα και προσεκτικότερα γίνεται, τόσο περισσότερο καρποφορεί.

Ο πρακτικότερος τρόπος, που επικρατεί στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, είναι η ψαλμωδία στους ιερούς ναούς με τη βοήθεια των ειδικών λειτουργικών βιβλίων. Άλλος τρόπος είναι ο «κατά μόνας» ή μεταξύ δύο ή τριών, με ευχές διάφορων Πατέρων ή ψαλμών του Δαβίδ. Άλλος πρακτικότερος τρόπος είναι η «κατά μόνας» προσευχή, με συγκέντρωση και προσοχή, στην οποία ο ευχόμενος εξομολογείται με συντριβή και εκβιάζει, με την επίμονή του ικεσία, τη φιλάνθρωπη συμπάθεια του Κυρίου μας. Άλλος τρόπος προσευχής είναι η μέθοδος της εσωστρέφειας, που εφάρμοσαν και δίδαξαν οιμοναχοί Πατέρες μας. Να κρατείται δηλαδή, ο νους αμετεώριστος στην καρδιά με τη λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Πρώτος ο Παύλος μάς πληροφορεί ότι δεν είναι δυνατή η σωτηρία χωρίς την πίστη και την επίκληση του σωτήριου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Με τη μονολόγιστη ευχή επιζητούμε τη θεία βοήθεια και παραδίδουμε τον εαυτό μας στο Χριστό. Ομολογούμε, όπως ο Πέτρος, ότι ο Κύριος είναι Υιόςτου Θεού. Η ευχήείναι περιεκτική Αγίου Πνεύματος, διότι «ουδείςδύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Ά Κορ. 12,3).

Τοθέμα της ευχής είναι κοπιαστικό λόγω της αιχμαλωσίας του νου στις πολλές και κακές συνήθειες, που δεν υποχωρεί εύκολα, και χρειάζεται επιμονή και βία. Γι’ αυτό ο Παύλος παρακινεί: «τη προσευχή προσκαρτερείτε». Καρτερία σημαίνει επιμονή και παράταση. Στην επιμονή αυτή συμβαίνουν πολλές φορές διάφορα μικροεμπόδια είτε από φυσική κόπωση, είτε λόγω της ελλείψεως συνήθειας, είτε από το διάβολο. Δεν πρέπει να τα λαμβάνουμε υπόψη εφόσον ο σκοπός και το ζητούμενο είναι κατευθείαν ο Χριστός, η ζωή μας.

Στην επιμονή της επικλήσεως του πανάγιου ονόματος «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέτου Θεού, ελέ-ησόν με», αισθάνεται κανείς ότι πονούν οιώμοι ή το κεφάλι. Αυτά οφείλονται σε φθόνο του σατανά, που έχει σκοπό να διακόψει την προσπάθειαμας, και δεν τα προσέχουμε. Το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5,17) είναι θέμα εντολής και γνωρίζουμε ότι «αι εντολαί του Κυρίου βαρείαι ουκ εισί» (Α’ Ίω. 5,3). Πώς αλλιώς θα μάθουμε έμπρακτα το λόγο του Κυρίου μας «Ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ίω. 15,5) και το «επικάλεσαί με εν καιρώ θλίψεως και εξελούμαι σε» (Ψαλμ. 49, 15).

Οι έμπειροι πατέρες μάς διδάσκουν ότι άλλοτε πρέπει να λέμε όλες τις λέξεις της ευχής και άλλοτε, ιδιαίτερα στην αρχή, λόγω της αδυναμίας του νου να κρατά περισσότερες λέξεις, να λέμε «Ιησού, Υιέτου Θεού, ελέησόν με». Δεν πρέπει όμως να αλλάζουμε συχνά τα λόγια της ευχή ςκαι να λέμε πότε το ένα και πότε το άλλο, διότι δεν προκαλείται η καλή συνήθεια. Την ευχή την λέμε πότε με το στόμα, «εκφώνως», με σιγανή φωνή, ψιθυριστά, για να συγκρατείται ευκολότερα ο νους από το μετεωρισμό και τη σύγχυση του περιβάλλοντος και άλλοτε νοερά, με το νου μας. Και οι δύο τρόποι είναι απαραίτητοι και επωφελείς.

Η βία όμως της προθέσεως προκαλεί την ενέργεια της Χάριτος και ο νους διευκολύνεται. Με τη συνήθεια ευκολότερα επιμένει, παρηγορείται από τη Χάρη, αποκτά αίσθηση της θείας βοήθειας και με θάρρος συνεχίζει. Γευόμενος τη θεία παρηγοριά, λόγω της επιμονής του, κρατά μόνος του την ευχή,χωρίς τον ψιθυρισμό της φωνής -«ενδιάθετα»-, και προσεύχεται με λιγότερο κόπο, γιατί η Χάρη τον ελευθέρωσε από τη βία του μετεωρισμού. Εάν παραμείνει προσευχόμενος δέχεται το θείο φωτισμό, ελέγχει τα νοήματα και αποτρέπει τις προσβολές του παράλογου, που είναι όλο το σύστημα του παλαιού ανθρώπου. Τότε η Χάρη αποκαλύπτει τη βασιλεία του Θεού, που βρίσκεται μέσα μας, όπως ακριβώς δίδαξε και ο Κύριος: «η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστι» (Λουκ. 17,21). Αυτόςο τρόπος της μονολόγιστης ευχής, αν εφαρμοστεί, είναι και λέγεται νοερά προσευχή.

Όταν η επίμονη αυτή εργασίασυνεχιστεί χωρίς διακοπή ή μεταμέλεια, η θεία Χάρη παραμένει πλέον μόνιμα στο νου και την καρδιά του αγωνιστή. Τότε όχι μόνο δε χρειάζεται προσπάθεια, αλλά μόνη της πλέον η ευχή λειτουργεί αδιάλειπτα, ακόμη και στον ύπνο. Ουδέποτεο αγωνιστής παύει ευχόμενος να παρακαλεί το Θεό με «στεναγμούς αλάλητους», όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για κάθε θλιμμένο και καταπονεμένο και γενικά για όλη την κοινωνία των ανθρώπων.Χωρίς ιδιαίτερηπροσπάθεια κοινωνεί με τον πανανθρώπινο πόνο και «κλαίει μετά κλαιόντων και χαίρει μετά χαιρόντων» (Ρωμ. 12,15).

Η μονολόγιστη ευχή λέγεται σε κάθε τόπο, χρόνο ή περίσταση και σε όλες τις μορφές της κοινωνικής ή μεμονωμένης μας ζωής.

Δεν είναι αυτόαπαγορευμένο για τους κοσμικούς ανθρώπους, όπως μερικοί ισχυρίζονται, αν και χρησιμοποιείται περισσότερο από τους μοναχούς. Μπορεί ο καθένας, όπου και όπως βρίσκεται, να επικαλείται και να περιστρέφει μέσα του το όνομα του Χριστού. Προκαλώ την αγάπησας. Δοκιμάστε και πολύ σύντομα θα γευθείτε τους καρπούς αυτής της εργασίας. Το όνομα του Κυρίου μας δεν είναι μια απλή λέξη. Είναι δύναμη, είναι ενέργεια, είναι ανάσταση και ζωή!

Όποιος αποφασίσει με τη βοήθεια της Χάριτος να ασχοληθεί με αυτήντην εργασία,ας μη μικροψυχήσει, ας μη βαρεθεί, ας μην αμφιβάλλεικαι ο μισθός του θα είναι πολύς· όχι μόνο στον ουρανό, αλλά και εδώ θα ωφεληθεί. Είναι αδύνατοο Κύριοςμας, που «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. 5,8), να μας παραβλέψει όταν τον επικαλούμαστε τόσο επίμονα, για να μας χαρίσει όσα μας υποσχέθηκε. Εάν ο Κύριος άκουσε τους δαίμονες, που τον παρακάλεσαν να μην τους αποστείλει στην άβυσσο, και το θεόργιστο Φαραώ, που καταδυνάστευε το λαό του, απάλλαξε από τις πληγές,δε θα ακούσει εμάςπου αδιάλειπτα, κατά το δυνατό, τον επικαλούμαστε; Ας γίνει και ας μείνει και σε μάςτους ασθενείς και αδύνατους, ως απαραίτητο καθήκον, η προσευχή και θα λάβουμε κατά τη Γραφή, «υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Έφ. 3,20).

πηγή: Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Συζητήσεις στον Άθωνα», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 89-140

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ ( ΣΚΛΗΡΑ ΠΑΘΗ- ΑΡΕΤΕΣ – ΚΑΡΠΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΜΟΧΘΩΝ )

 



Η Κλίμακα διαιρείται σε τριάντα λόγους . Η διαίρεση αυτή έχει χριστολογική χροιά, καθόσον ο Κύριος σε ηλικία των τριάντα ετών «τον τριακοστόν βαθμό εν τη νοερά κλίμακι εκληρώσατο». Οι τρεις πρώτοι λόγοι αποτελούν την εισαγωγή. Ακολουθούν οι τέσσερις βασικές αρετές η υπακοή, η μετάνοια, η μνήμη θανάτου, και το χαροποιών πένθος. Από τον όγδοο μέχρι τον εικοστό έκτο λόγο περιγράφονται  τα σκληρά πάθη. Οργή, μνησικακία, καταλαλιά, πολυλογία, ψεύδος, ακηδία, γαστριμαργία, ανηθικότης, φιλαργυρία, αναισθησία, ύπνος, δειλία, κενοδοξία, υπερηφάνεια, βλασφημία, πονηρία προς τα οποία πρέπει να πολεμήσει ο πνευματικός αγωνιστής.
   Εκεί περιγράφονται και οι αντίστοιχες αρετές, αοργησία, σιωπή, εγκράτεια, αγνεία, πραότης, απλότης, ταπεινοφροσύνη. Ο εικοστός λόγος περί διακρίσεως μιλεί για τα πάθη τις αρετές, τους λογισμούς, και την απλανή διάκριση. Οι τέσσερις τελευταίοι λόγοι περιγράφουν τους γλυκούς καρπούς των ασκητικών μόχθων. Η κατάκτηση της ησυχίας, της μακάριας προσευχής, της θεομιμήτου απαθείας, της λυτρώσεως από το σάλο των παθών.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 30 ΛΟΓΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΑΟΡΓΗΣΙΑΣ
….Αοργησία σημαίνει, ακόρεστη επιθυμεί για ατιμία, όμοια με την απέραντη επιθυμία των κενόδοξων για έπαινο. Αοργησία σημαίνει, νίκη κατά της ανθρώπινης φύσεως που φαίνεται με την αναισθησία απέναντι στις ύβρεις και που αποκτάτε με αγώνες και ίδρωτες.
Πραότης σημαίνει, να παραμείνει ακίνητη και ατάραχη η ψυχή, τόσο στις ατιμίες όσο και στους επαίνους.
Η αρχή της ΑΟΡΓΗΣΙΑΣ είναι να σιωπούν τα χείλη, ενώ η καρδιά βρίσκεται σε ταραχή.
Το μέσον είναι να σιωπούν οι λογισμοί, ενώ η ψυχή βρίσκεται σε λίγη ταραχή.
Και το τέλος να επικρατεί στη θάλασσα της ψυχής μόνιμη και σταθερή γαλήνη, όσο και αν φυσούν οι ακάθαρτοι άνεμοι.
Οργή σημαίνει να διατηρείς, συνεχώς μέσα σου κάποιο μίσος, να ενθύμησε δηλαδή το κακό που σου έγινε.
Οργή σημαίνει, να επιθυμείς να εκδικηθείς αυτόν που σε παρόξυνε.
Οξυχολία σημαίνει, εξάψεις της καρδιάς που γίνεται παρευθύς και δια μιάς.
Πικρία σημαίνει μια εσωτερική κίνηση στερημένη  από κάθε ευχαρίστηση και εδραιωμένη μέσα στην ψυχή.
Θυμός σημαίνει ευμετάβλητη και ευέξαπτη συμπεριφορά και ασχημοσύνη της ψυχής.
Μόλις φανεί το φως, υποχωρεί το σκοτάδι. Ομοίως μόλις «μυρίσει» η ταπείνωση εξαφανίζεται κάθε πικρία και Θυμός.
Μια απότομη κίνηση ενός μύλου μπορεί σε μια στιγμή να σύντριψη περισσότερο καρπό από ότι η σιγανή κίνηση ενός άλλου μύλου μια ολόκληρη μέρα.
Ένα απότομο φούντωμα της φωτιάς από σφοδρό άνεμο μπορεί να κάψει και να αφανίσει τον αγρό της καρδιάς περισσότερο από ότι η μικρή φωτιά που καίει αργά.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, αγαπητή μου, ότι για ορισμένο καιρό οι πονηροί δαίμονες κρύπτονται λίγο και δεν μας πολεμούν. Και αυτό για να πέσουμε σε αμέλεια θεωρώντας ως μικρά τα μεγάλα πάθη, και έτσι να πέσουμε σε αθεράπευτη ασθένεια.
Σε όσους μετανοούν τίποτε δεν είναι πιο αταίριαστο από την ταραχή του θυμού. Γιατί η μετάνοια και η επιστροφή χρειάζονται πολλή ταπείνωση, ενώ ο Θυμός δείχνει άνθρωπο γεμάτο από υπερηφάνεια.
Εάν το Άγιο  Πνεύμα ονομάζεται και είναι «ειρήνη ψυχής», ενώ η οργή « ταραχή καρδιάς», τότε οπωσδήποτε τίποτε άλλο δεν εμποδίζει την παρουσία του μέσα μας όσο ο θυμός.
Είδα τρεις μονάχους που εξυβρίστηκαν συγχρόνως. Ο πρώτος από αυτούς δαγκώθηκε και ταράχθηκε αλλά δεν μίλησε. Ο δεύτερος χάρηκε για τον εαυτό του, αλλά λυπήθηκε για τον υβριστή. Και ο τρίτος αφού αναλογίσθηκε την ψυχική βλάβη του υβριστού έχυσε θερμά δάκρυα. Έτσι έχεις μπροστά σου τον εργάτη του φόβου, τον μισθωτό και τον εργάτη της αγάπης.
Όπως ο πυρετός του σώματος είναι μεν ένας κατά ουσία, αλλά έχει πολλές αφορμές που τον δημιουργούν, έτσι και η εμφανίσει  και έξαψης του θυμού, καθώς βέβαια και των άλλων παθών μας, οφείλονται σε πολλές και διάφορες αιτίες. Γι αυτό είναι αδύνατο να ορίσουμε τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσεις.
Έχω δε την γνώμη ότι ο τρόπος θεραπείας πρέπει να επαφίεται περισσότερο στην επιμέλεια και την φροντίδα των ίδιων των ασθενών. Η δε αρχή της θεραπείας θα είναι, να γνωρίσει ο ασθενής την αιτία του πόνου και της οδύνης του. Και εφ όσον βρεθεί η αιτία, τότε εμείς που ασθενούμε, θα πάρουμε την κατάλληλη αλοιφή από την πρόνοια του Θεού και τους πνευματικούς ιατρούς μας.
Ας στήσουμε κατά κάποιο τρόπο ένα φανταστικό δικαστήριο.
Όσοι θέλουν να μας ακολουθήσουν με την χάρη του Θεού ας έλθουν σε αυτό το δικαστήριο και ας εξετάσουν κάπως μαζί μας τα προηγούμενα πάθη και τις αιτίες των.
Ας δεθεί λοιπόν ο θυμός ο τύραννος με τα δεσμά της πραότητας.
Ας κτυπηθεί από την μακροθυμία, ας συρθεί από την Αγια αγάπη, ας παρουσιαστή στο δικαστικό τούτο βήμα του λόγου και ας ανακριθεί καταλλήλως.
«Λέγε μας, ω παράφρων και άσεμνε, τα ονόματα του πατέρα σου και της μητέρας σου που κακώς σε γέννησαν, καθώς και των υιών σου και των βθελυκτών θυγατέρων σου. Και όχι μόνο αυτά, αλλά να μας εξηγήσεις επί πλέον, ποιοι είναι αυτοί που σε πολεμούν και σε φονεύουν».
Και αυτός ο θυμός, δηλαδή απαντώντας θα μας περίπου τα εξής.
Οι αιτίες που με γεννούν είναι πολλές.
Και ο πατέρας μου δεν είναι ένας.
Μητέρες μου είναι Η ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ, Η ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ ΚΑΙ Η ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑ. ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΑΙ Η ΠΟΡΝΕΙΑ.
Εκείνος που με γέννησε λέγετε ΤΥΦΟΣ ΔΗΛΑΔΗ ΕΠΑΡΣΗΣ. Οι θυγατέρες μου ονομάζονται ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ, ΕΧΘΡΑ, ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΟΣ. Οι εχθροί μου από τους οποίους τώρα κρατιέμαι δεμένος είναι οι αντίπαλοι των θυγατέρων μου, δηλαδή η αοργησία και η Πραότης. Αυτή που με επιβουλεύεται ονομάζεται ταπεινοφροσύνη………………………………………………………….
 
ΠΕΡΙ ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑΣ 
…Η μνησικακία σημαίνει κατάληξη του θυμού, φύλακα των αμαρτημάτων, μίσος της δικαιοσύνης, απώλεια των αρετών, δηλητήριο της ψυχής, σαράκι του νου, εντροπή της προσευχής, εκκοπή της δεήσεως, αποξένωσης της αγάπης, καρφί μπηγμένο στη ψυχή.
ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, ΕΓΙΝΕ ΞΕΝΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΉΣ. Εκείνος που διατηρεί την έχθρα, συσσωρεύει στον εαυτό του άσκοπα ενοχλητικά βάρη.
Είδα μίσος να διασπά πολύχρονο πορνικό δεσμό, και είδα – πράγμα παράδοξο!!- μνησικακία να τον διατηρεί πλέον οριστικά διαλυμένο. Θαυμαστό πράγματι θέαμα. Ένας δαίμων  να θεραπεύει από άλλον δαίμων. Πρόκειται μάλλον για έργο της θειας πρόνοιας και επεμβάσεως του θεού και όχι της θελήσεως των δαιμόνων.
Η ανάμνησης των παθημάτων του Χριστού, θα θεραπεύσει την ψυχή που μνησικακεί, γιατί θα αισθάνεται υπερβολική ντροπή, ενώ θα αναλογίζεται την δική του ανεξικακία.
Η αμνησικακία είναι απόδειξη γνήσιας μετάνοιας. Εκείνος που διατηρεί την έχθρα και νομίζει πως έχει μετάνοια, μοιάζει με αυτόν που του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει…
 
ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΛΑΛΙΑΣ 
…Καταλαλιά σημαίνει, γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και πάγια.
Σημαίνει υπόκρισης αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφανίσει της αγνότητας.
Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε αλλά μυστικά μετανόησε. Και αυτόν που εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον θεώρησε αγνό, γιατί με την μετάνοια του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει.
Η κρίσης είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκριση όλεθρος της ψυχής αυτού ο οποίος κατακρίνει.
Ο καλός «ραγολόγος» τρώει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες…
 
ΠΕΡΙ ΠΟΛΥΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗΣ
…Η πολυλογία είναι η καθέδρα της κενοδοξίας. Καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλει και διαφημίζει τον εαυτό της.
Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, θύρα της καταλαλιάς, οδηγός στα ευτράπελα, πρόξενος της ψευδολογίας, σκορπισμός της κατανύξεως. Είναι αυτή που προσκαλεί την ακηδία.
Άκουσα από κάποιο μοναχό που ήθελε να εξετάσει μαζί μου το θέμα της ησυχίας  να λέει ότι η πολυλογία οπωσδήποτε γεννάται από τις εξής αιτίες.
Από κακή συναναστροφή και κακή συνήθεια  – αφού η γλώσσα έλεγε, είναι μέλος του σώματος, έτσι κατά ανάγκη και θα συνηθίσει –  πάλι από κενοδοξία, πράγμα που συμβαίνει περισσότερο σε όσους έχουν πνευματικό πόλεμο, ή μερικές φορές από γαστριμαργία. Γι αυτό πολλοί, πολλές φορές δαμάζοντας την κοιλιά δεσμεύουν με βία και τη γλώσσα και την καθιστούν ανίσχυροι για πολυλογία.
Αυτός που αγάπησε την ησυχία ασφάλισε το στόμα του…

ΠΕΡΙ ΨΕΥΔΟΥΣ
Από το σίδηρο και την πέτρα γεννιέται η φωτιά και από την πολυλογία και τα ευτράπελα το ψεύδος. Το ψεύδος είναι εξαφανίσει της αγάπης και η επιορκία άρνηση του Θεού. Όπως σε όλα τα πάθη, έτσι και στο ψέμα παρατηρούμε διάφορα ως προς την πνευματική βλάβη που προξενεί. Επί παραδείγματι. Διαφορετική είναι η ένοχη ενός που ψεύδεται από το φόβο της τιμωρίας, και διαφορετική όταν δεν υπάρχει κίνδυνος. Άλλος πάλι είπε ψέματα λόγω  της τρυφής, άλλος χάριν της φιληδονίας, κάποιος για να κάνει τους άλλους να γελάσουν και άλλος για να επιβουλευτεί και κακοποίηση τον αδελφό του…
   
ΠΕΡΙ ΑΚΗΔΙΑΣ 
…Ακηδία σημαίνει, παράλυση της ψυχής και έκλυση του νου, οκνηρία και αδιαφορία μπρος την άσκηση, μίσος προς τις μοναστικές υποθέσεις. Η ακηδία είναι ακόμη αυτή που μακαρίζει τους κοσμικούς, που κατηγορεί το Θεό ότι δεν είναι ευσπλαχνικός και φιλάνθρωπος, που φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας και αδυναμία την ώρα της προσευχής. Το κοινόβιο είναι εχθρός της ακηδίας, ενώ σε ένα ησυχαστή η ακηδία γίνεται σύζυγος αιώνιος.  

ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ  
Η φιλαργυρία είναι προσκύνηση των ειδώλων, θυγατέρα της απιστίας, προφασίστρια νόσων, μάντις γηρατειών, υποβολεύς ανομβρίας, προμηνυτής λιμών. Φιλάργυρος είναι εκείνος που καταφρονεί τις ευαγγελικές εντολές και τις παραβαίνει ενσυνείδητα. Οποίος απέκτησε αγάπη, διασκόρπισε χρήματα. Οποίος όμως ισχυρίζεται πως συμβιβάζει στην ζωή του και τα δυο αυταπατήθηκε.
Οποίος πενθεί για τις αμαρτίες του, απαρνήθηκε και το σώμα του.
Γιατί όταν τον κάλεσε η περίσταση, ούτε αυτό λυπήθηκε.
Μην ισχυρίζεσαι ότι μαζεύεις χρήματα για τους πτωχούς. Γιατί μόνο δυο λεπτά αγόρασαν την ουράνια βασιλεία (πρβλ Λουκα.κα 2).
Ο φιλόξενος και ο φιλάργυρος συναντήθηκαν. Και ο δεύτερος αποκαλούσε τον πρώτο αδιάκριτο και ασύνετο.
Οποίος νίκησε το πάθος αυτό έπαψε να έχει μέριμνες. Οποίος είναι δεμένος μαζί του, ποτέ δεν θα κάνει καθαρά προσευχή.
Έως όταν κάποιος συγκεντρώσει τα χρήματα, κάνει ελεημοσύνες. Όταν όμως τα συγκεντρώσει, σφίγγουν τα χέρια του. Μέγας είναι εκείνος που απαρνείται κατά τρόπο θεάρεστο τα χρήματα. Άγιος όμως είναι εκείνος που απαρνείται το δικό του θέλημα.
Ο μεν πρώτος θα λάβει εκατονταπλάσια είτε με χρήματα είτε με χαρίσματα.
Ο δεύτερος θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή. Δεν θα λείψουν τα κύματα από την θάλασσα. Ούτε από τον φιλάργυρο, η οργή και η λύπη.
Όποιος καταφρονεί τα υλικά, απαλλάχθηκε από τις δικαιολογίες και τις αντιλογίες, ενώ ο φιλοκτήμων και για μια βελόνα ακόμη αγωνίζεται μέχρι θανάτου.
Στον Ιώβ δεν υπήρχε ίχνος φιλαργυρίας για αυτό και όταν τα στερήθηκε όλα έμεινε ατάραχος.
«ΡΙΖΑ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΛΕΓΕΤΑΙ Η ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ» (Α Τιμοθ. Σ 10).
Γιατί είναι αυτή που δημιούργησε μίση και κλοπές και φθόνους και χωρισμούς και έχθρες και ζάλες και μνησικακίες……

ΠΕΡΙ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
 
…Γαστριμαργία  είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλιάς,  η οποία, ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πως είναι ενδεής και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεων, ανακράζει ότι πείνα. Γαστριμαργία είναι ο δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος.  Γαστριμαργία είναι μια απάτη των ματιών.
Όταν κάποιος τρώει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται, πώς να ήταν δυνατό να καταβρόχθιση τα σύμπαντα.
Ο χορτασμός από φαγητά είναι πατήρ της πορνείας.
Η θλίψης δε της κοιλιάς είναι πρόξενος της αγνείας.
Ο δούλος της κοιλιάς σκέπτεται με τι είδος φαγητά θα γιορτάσει, ο δε δούλος του Θεού με τι χαρίσματα θα πλουτίσει.
Όνειρα γύρω από τροφές και φαγητά συναντώνται στην καρδιά των γαστρίμαργων, και Όνειρα γύρω από την κόλαση και την Κρίση συναντώνται στην καρδιά των μετανοούντων.
Κυριάρχησε στην κοιλιά σου πριν κυριάρχηση αυτή επάνω σου, και τότε θα αναγκαστείς να νηστεύεις γεμάτος καταισχύνη.
Ο νους του νηστευτού προσεύχεται καθαρά και προσεκτικά, του δε ακρατούς είναι γεμάτος από ακάθαρτες εικόνες. Ο χορτασμός της κοιλιάς εξήρανε τις πηγές των δακρύων. Όταν όμως αυτή απεξηράνθη, δημιούργησε τα ύδατα των δακρύων.
Εκείνος που περιποιείται την κοιλιά του και αγωνίζεται να νικήσει το πνεύμα της πορνείας, μοιάζει με εκείνον που προσπαθεί να σβήσει μεγάλη φωτιά με λάδι. Όταν θλίβεται η κοιλία, ταπεινώνεται η καρδιά. Όταν όμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν και αλαζονεύονται οι λογισμοί.
Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε θα κλείσει και το στόμα. Γιατί η γλώσσα ισχυροποιείται με τα πολλά φαγητά. Να πυγμαχείς συνεχώς εναντίον της και να επαγρυπνείς συνεχώς επάνω της.
Εάν εσύ κοπιάσεις λίγο, αμέσως και ο Κύριος σε βοηθάει.
Εκείνος που καταπιέζει την κοιλιά με πολλά φαγητά, πλάτυνε τα έντερα, ενώ εκείνος που της εναντιώνεται, τα στένευσε. Και όταν αυτά στευνέσαν, δεν χρειάζονται πολλά φαγητά, όποτε κατά φυσικό τρόπο μαθαίνουμε να νηστεύουμε.
Συνήλθε!! Και θα ακούσεις τον Χριστό να λέγει. «ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΥΧΩΡΟΣ Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ, Η ΑΠΑΓΟΥΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ. ΚΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΕΙΣΙΝ ΟΙ ΕΙΣΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΑΥΤΗ.  ΤΙ ΣΤΕΝΗ Η ΠΥΛΗ ΚΑΙ ΤΕΘΛΙΜΜΕΝΗ Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ, Η  ΕΙΣΑΓΑΓΟΥΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΗΣ ΑΓΝΕΙΑΣ, ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΙ ΕΙΣΙΝ ΟΙ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΑΥΤΗΣ»
Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωση από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξη του νου, διάλυσης της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως, ταπεινός στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπάκουης, ελαφρότης του ύπνου, υγειά του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσης αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσης του παραδείσου………….
   

ΠΕΡΙ ΑΓΝΕΙΑΣ

…Αγνεία  σημαίνει απόκτηση της ασωμάτου φύσεως. Αγνεία σημαίνει ζηλευτός οίκος του Χριστού και επίγειος ουρανός της καρδιάς. Αγνεία σημαίνει υπερφυσική απάρνηση της ανθρώπινης φύσεως μια αληθινοί παράδοξη άμιλλα σώματος θνητού και φθαρτού προς τους ασώματους αγγέλους. Αγνός είναι εκείνος που με τον ένα ερώτα απέκρουσε τον άλλο έρωτα και έσβησε το υλικό μα το άυλο πυρ.
Σωφροσύνη σημαίνει γενική ονομασία όλων των αρετών.
Κανείς από όσους άσκησαν την αγνεία ας μην θεωρεί δικό του κατόρθωμα την απόκτηση της. Γιατί το να νικήσει κανείς την φύση του είναι από τα ανέλπιστα. Όπου πραγματοποιήθηκε ήττα της φύσεως, εκεί φανερώθηκε η παρουσία του υπερφυσικού. Γιατί χωρίς καμία αντιλογία το κατώτερο καταργείται από το ανώτερο.
Μακάριος αληθινά εκείνος που εμπρός σε οποιοδήποτε σώμα και χρώμα και ηλικία απέκτησε τέλεια αναισθησία.
Αγνός δεν θεωρείται εκείνος που φύλαξε αρρύπωτο το πήλινο σώμα του, αλλά εκείνος που υπέταξε τα σωματικά μέλη στην ψυχή αυτός είναι ο τέλειος αγνός.
Μέγας είναι εκείνος ο οποίος στην αφή παρέμεινε απαθής.
Ανώτερος όμως είναι εκείνος που έμεινε άτρωτος από την θεά, και νίκησε την θεά του σαρκικού πυρός με την σκέψη του ουράνιου κάλλους.
Μην εμπιστευθείς στην ζωή σου το πήλινο σώμα, και μην ξεθαρρέψεις μαζί του μέχρι όταν συναντήσεις τον Χριστό.
Στους αρχάριους οι πτώσεις κατά κανόνα συμβαίνουν από την απόλαυση των φαγητών.
Στους μεσαίους και από την υπερηφάνεια, πράγμα που παρατηρείται βέβαια και στους αρχάριους.
Σε εκείνους δε που πλησιάζουν προς την τελειότητα αποκλειστικά εξ αιτίας της κατακρίσεως.
Μην προσπαθείς με εύλογα επιχειρήματα και αντιρρήσεις να αποκρούσεις τον δαίμονα της πορνείας, γιατί εκείνος έχει με το μέρος του, τις ευλογοφανείς προφάσεις, αφού μας πολεμά με σύμμαχο την φύση μας.
Οποίος αποφάσισε να πολεμήσει η να νικήσει την σάρκα του με τις δικές του δυνάμεις, άδικα τρέχει. Εάν ο Κύριος δεν γκρεμίσει τον οίκο του της σαρκός και δεν οικοδομήσει τον οίκο της ψυχής, άδικα αγρύπνησε και νήστεψε αυτός που αποφάσισε να γκρεμίσει τον οίκο (ψαλμός ρκς 1).
Σε εκείνους που είναι έκδοτοι στις ηδονές παρατηρείται, όπως μου διηγήθηκε κάποιος από αυτούς που τα δοκίμασε μετά την ανάνηψη του, μια αίσθηση ερωτά σωμάτων και ένα πνεύμα γεμάτο αναίδεια και απανθρωπιά θρονιασμένο αισθητά στην καρδιά.
Αυτό το πνεύμα προξενεί στον πολεμούμενο άνθρωπο πόνο στην καρδιά που τον καίει σαν φλογερό καμίνι.
Τον κάνει να μην φοβάται τον θεό, να μην λογαριάζει καθόλου την μνήμη της κολάσεως , να βδελύσσεται την προσευχή, και κατά την ώρα της διαπράξεως της αμαρτίας, και τα λείψανα ακόμη των νεκρών να τα θεωρεί σαν ξηρούς λίθους.
Τον κάνει εκτός εαυτού και έξω φρένων, μεθυσμένων συνεχώς από την επιθυμία σωμάτων λογικών ανθρώπων και άλογων ζώων. Και αν ο Θεός δεν συντόμευε τον χρόνο της κυριαρχίας του δεν θα σώζονταν καμία ψυχή(πρβλ. Ματθ κδ,22), καμία ψυχή που έχει ντυθεί το πήλινο αυτό σώμα. Το ανακατεμένο με αίμα και ρυπαρό χυμό.
Και πως μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού κάθε πράγμα αναζητεί με σφοδρότητα ότι του είναι συγγενικό;
Το αίμα αναζητεί το αίμα, το σκουλήκι το σκουλήκι, ο πηλός τον πηλό.
Έτσι και η σάρκα την σάρκα, έστω και αν προσπαθούμε εμείς οι βιάστε της φύσεως και ερασταί της ουράνιας βασιλείας να εξαπατήσουμε με διάφορα τεχνάσματα την απατεώνα, δηλαδή την σάρκα.
Φιλάνθρωπο ονομάζει τον Θεό ο απάνθρωπος εχθρός, ο επικεφαλής της πορνείας, και ότι συγχωρεί εύκολα το πάθος αυτό, σαν κάτι το φυσικό. Ας παρατηρήσουμε δε την δολιότητα των δαιμόνων και θα δούμε ότι μετά την διάπραξη Τον ονομάζουν δικαιοκρίτη και αυστηρό.
Προηγούμενος ενέργησαν έτσι για να μας σπρώξουν στην αμαρτία. Τώρα διαφορετικά για να μας καταποντίσουν στην απελπισία. Και όσο διαρκεί η λύπη και η απελπισία, δεν μπορούμε να ταλανίσομε η να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας η να εκδικηθούμε τον δαίμονα για το αμάρτημα.
Όταν όμως αφανισθεί η απελπισία, ακολουθεί πάλι ο τύραννος που ομιλεί για την φιλανθρωπία του θεού.
όσο άφθαρτος και ασώματος είναι ο Κύριος, τόσο ευφραίνεται με την αγνότητα, και αφθαρσία του σώματος μας.
Αντιθέτως οι δαίμονες, καθώς ισχυρίζονται μερικοί, με κανένα άλλο   δεν χαίρονται τόσο, όσο με την δυσωδία της πορνείας, και με κανένα άλλο πάθος όσο με τον μολυσμό του σώματος.
Η πτώσης είναι λάκκος και γέννημα της υπερηφάνειας.  Η πτώσης όμως, υπήρξε πολλές φορές σε όσους το θέλησαν αιτία ταπεινοφροσύνης.
Το ψάρι φεύγει γρήγορα μακριά από το αγκίστρι, και η φιλήδονη ψυχή αποστρέφεται υπερβολικά την ησυχία…
   

ΠΕΡΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ  
Αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθησης , η οποία από χρόνια ασθένεια και αμέλεια κατέληξε να αναισθητοποιηθεί.
Η αναλγησία είναι πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψης. Ο ανάλγητος είναι άφρων φιλόσοφος. Είναι αυτός που εξηγεί το θέλημα του Θεού στους άλλους προς δική του κατάκριση. Αυτός που φιλολογεί σε βάρος του εαυτού του .
Αυτός που είναι τυφλός, και διδάσκει τους άλλους πώς να βλέπουν.
Μιλά στους άλλους για την θεραπεία του τραύματος των, ενώ συνεχώς ερεθίζει και χειροτερεύει το δικό του. Μιλά εναντίον του πάθους, και συνεχώς τρέφεται με όσα το προκαλούν. Εναντίον του πάθους προσεύχεται, και αμέσως τρέχει να το ικανοποίηση.
Ικανοποιώντας το εξοργίζεται κατά του εαυτό του και δεν ντρέπεται τα λόγια του ο ταλαίπωρος.
«Άσχημα κάνω» φωνάζει, και με ευχαριστήση επιμένει στην αμαρτία.
Το στόμα προσεύχεται εναντίον του πάθους, αλλά το σώμα υπέρ αυτού αγωνίζεται.
Περί θανάτου φιλοσοφεί, και συμπεριφέρεται σαν αθάνατος.
Για τον χωρισμό στενάζει, και σαν να είναι αιώνιος αμελεί και νυστάζει.
Μιλά για την εγκράτεια και δίνει αγώνες για την γαστριμαργία.
Μακαρίζει την υπάκουη και πρώτος αυτός παρακούει.
Επαινεί τους προσπαθείς και δεν ντρέπεται να μνησικακεί και να φιλονικεί για ένα κουρέλι.
Παρασυρόμενος στην Οργή πικραίνεται και στη συνεχεία οργίζεται πάλι επειδή πικράθηκε.
Και έτσι προσθέτει ήττα στην ήττα χωρίς να το αισθάνεται.
Διαβάζει για την ΚΡΙΣΗ και αρχίζει να χαμογελά.
Για την κενοδοξία, και κενόδοξη την ώρα της ανάγνωσης.
Αποστηθίζει λόγους περί αγρυπνίας και παρευθύς καταβυθίζεται στον ύπνο.
Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν μαστίγιο.
Μόλις  χόρταση φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώει και χορταίνει περισσότερο.
Μακαρίζει την σιωπή και την Εγκωμιάζει με πολυλογία.
Διδάσκει περί πραότητας και πολλές φορές οργίζεται την ώρα της διδασκαλίας.
Μόλις συνήλθε από το σφάλμα του στέναξε, και αφού κούνησε το κεφάλι πάλι υπέκυψε στο πάθος του.
Κατηγορεί το γέλιο και χαμογελαστός διδάσκει περί πένθους.
Κατηγορεί πολύ μπρος σε άλλους τον εαυτό του ως κενόδοξο και με την κατηγορία αυτή κοιτάζει να προσπορίσει στον εαυτόν του δόξα.
Επαινεί τους ερημίτες και τους ησυχαστές, ενώ περνά τον καιρό του στον κόσμο, και δεν αντιλαμβάνεται ότι έτσι ξεφτιλίζει τον εαυτό του.
Επαινεί και δοξάζει τους ελεήμονας, αλλά βρίζει τους πτωχούς.
Πάντοτε γίνεται κατήγορος του εαυτό του, αλλά να συνέλθει δεν θέλει για να μην πω δε μπορεί…

ΠΕΡΙ ΥΠΝΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
 
….Ο ύπνος είναι σπουδαίο συστατικό της φύσεως μας, απεικόνισης του θανάτου, αργία των αισθήσεων. Είναι μεν ένας, αλλά όπως και η επιθυμία, έχει πλείστες αιτίες και αφορμές.
Δηλαδή προέρχεται άλλοτε από την ανθρώπινη φύση, άλλοτε από τα φαγητά και άλλοτε από τους δαίμονες.
Μερικές φορές ίσως και από υπερβολική νηστεία από την οποία εξασθενημένη η σάρκα, ζητεί να αυτοπαρηγορηθεί με τον ύπνο.
Όπως η πολυποσία εξαρτάται και ενισχύεται από την κακή συνήθεια , έτσι και ο πολύς ύπνος
Ας παρακολουθήσουμε και θα δούμε πως ενώ σημαίνει το σήμαντρο, η πνευματική σάλπιγγα ορατός μεν συναθροίζονται οι αδελφοί, αόρατος δε συνάγονται οι εχθροί.
Έτσι άλλοι δαίμονες έρχονται στο κρεβάτι και μας πιέζουν να ανακληθούμε πάλι.
Μείνε, μας λένε μέχρι να συμπληρωθούν οι προοιμιακοί ύμνοι και έπειτα πηγαίνεις στην Εκκλησία.
Άλλοι ενώ παριστάμεθα στην προσευχή, έρχονται και μας βυθίζουν στον ύπνο.
Άλλοι προξενούν έντονη και απροσδόκητη κοιλιακή ενόχληση.
Άλλοι μας προτρέπουν να ανοίγουμε συζητήσεις μέσα στο ναό.
Άλλοι παρασύρουν του νου μας σε αισχρούς λογισμούς.
Άλλοι μας κάνουν να ακουμπούμε σαν κουρασμένοι στον τοίχο.
Μερικές φορές μας προκαλούν και παρά πολλά χασμουρητά.
Μερικοί από αυτούς προκάλεσαν  πολλές φορές γέλια  τον καιρό της προσευχής, ώστε να κάνουν τον Θεό να αγανάκτησει εναντίον μας.
Άλλοι μας βιάζουν να διαβάζουμε γρήγορα το ψαλτήριο από ραθυμία, και άλλοι μας προτρέπουν να ψάλουμε αργά από φιληδονία.
Εκείνος που αναλογίζεται ότι προσευχόμενος ίσταται ενώπιον του Θεού και το αισθάνεται αυτό στην καρδιά του, θα είναι στύλος ακλόνητος και δεν θα εμπαίζεται από κανένα δαίμονα από όσους προανέφερα…

ΠΕΡΙ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

…Ο πολύς ύπνος είναι πρόξενος της λήθης ενώ η αγρυπνία καθαρίζει την μνήμη.
Ο πολύς ύπνος είναι σύζυγος που αφαρπάζει το μισό ή και ακόμη περισσότερο από την ζωή του ράθυμου.
Ο σκύλος είναι εχθρός των λαγών.
Ομοίως και ο δαίμων της κενοδοξίας είναι εχθρός του ύπνου…

ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑΣ
Η  υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας. Έχοντας πεποίθηση στον εαυτό της και όχι στον Θεό, φοβάται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές
Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλά όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι ληστές και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.
ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΜΑΣΤΙΖΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ , ΟΥΤΕ ΣΤΗΝ ΓΗ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟ ΟΠΛΟ…

ΠΕΡΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ 
Η κενοδοξία είναι ως προς την μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξης και διαστροφή των καλών ηθών και παρατηρήση παντός αξιόμεμπτου πράγματος.
Ως δε προς την  ποιότητα, σκορπισμός των καμάτων , απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλεφτής του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφάνειας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι που είναι μεν μικρό, αλλά απειλή να κλέψει αθόρυβα όλο το καρπό και το κόπο του γεωργού.
Το μερμήγκι περιμένει να γίνει το στάρι και η κενοδοξία να συναχθεί ο πνευματικός πλούτος.
Και το μεν μερμήγκι τρέχει για να κλέψει, η δε κενοδοξία χαίρεται γιατί θα διασκορπίσει.
Το πνεύμα της απογνώσεως χαίρεται, όταν βλέπει να πληθύνεται η κακία, το πνεύμα της κενοδοξίας χαίρεται όταν βλέπει να πληθύνεται η αρετή.
Είσοδος για το πρώτο είναι τα πλήθη των τραυμάτων, ενώ για το δεύτερο ο πλούτος των καμάτων.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕ και θα δεις ότι η κενοδοξία είναι ακμαία και μέχρι του τάφου.
Θα την δεις στα ρούχα και στα μύρα και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά αλλά.
Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία.
Π.χ όταν νηστεύω,  κενοδοξώ αλλά και όταν καταλύω, για να μην φανεί η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός.
Όταν φορώ λαμπρά ρούχα νικούμε από αυτήν αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά πάλι κενοδοξώ.
Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης.
Φαινομενικά μεν σέβεται τον Θεό, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέσει στους ανθρώπους. Και όχι στο Θεό.
Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος.
Του κενόδοξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. γιατί και τα δυο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο.
Κάποιος από τους προορατικούς Πατέρες πρόσεξε τα εξής και τα οποία διηγείτο.
«Ενώ καθόμουν σε σύναξη μοναχών, ήλθαν οι δαίμονες της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας και κάθισαν δεξιά και αριστερά μου. Και ο πρώτος με κεντούσε την πλευρά με το δάκτυλο της κενοδοξίας και με προέτρεπε να πω κάποιο όραμα η κάτι που απετέλεσα στην έρημο. Μόλις τον απέκρουσα λέγοντας «αποστραφείησαν εις τα οπίσω και καταισχυθείσαν οι λογιζόμενοί μοι κακά» (ψαλμός. Ξθ. 3), αμέσως ο δεύτερος  από αριστερά μου ψιθύρισε στο αυτί «Εύγε!! Πολύ καλά έκανες! Έγινες μέγας, αφού νίκησες την αναιδέστατη μητέρα μου»
Τότε εγώ, χρησιμοποιώντας εύστοχα τον επόμενο στίχο του ψαλμού, απάντησα «Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι εύγε, εύγε πεποίηκας»! (πρβλ. ψαλμός ξθ 4)
Όταν ρώτησα τον προορατικών  αυτόν, «πως η κενοδοξία συμβαίνει να είναι μητέρα της υπερηφάνειας» μου απάντησε « Οι μεν έπαινοι εξυψώνουν και δημιουργούν φυσίωσι όταν δε εξυψωθεί η ψυχή, την παραλαμβάνει τότε η υπερηφάνεια και «αναφέρει αυτήν έως των ουρανών και καταφέρει έως των αβύσσων» (πρβλ. ψαλμός. Ρς. 26)…

ΠΕΡΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ
...Υπερηφάνεια είναι άρνηση του Θεού, εφεύρεση των δαιμόνων, μητέρα της κατακρίσεως, απόδειξη ακαρπίας, φυγαυδευτήριο της βοήθειας του Θεού, πρόδρομος της παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αιτία της επιληψίας, πηγή του θυμού, θύρα της υποκρισίας, στήριγμα των δαιμόνων, φύλακας των αμαρτημάτων, δημιουργός της ασπλαχνίας, άγνοια της συμπαθείας, πικρός κριτής, απάνθρωπος δικαστής, αντίπαλος του Θεού,, ρίζα της βλασφημίας.
Αρχή της υπερηφάνειας είναι το τέλος της κενοδοξίας.
Μέσον η εξουδένωσις του πλησίον, η αναιδής φανερώσις των κοπών μας, ο εσωτερικός αυτοέπαινος, το μίσος των ελέγχων.
Και τέλος, η άρνηση της βοήθειας του Θεού, η εξυψώση της δικής μας ικανότητας, η δαιμονική συμπεριφορά.
Ας το ακούσουμε όλοι όσοι θέλουμε να διαφύγουμε αυτόν τον βαθύ λάκκο.
Πολλές φορές αυτό το πάθος αγαπά να τρέφεται από τις ευχαριστίες που εκφράζουμε στο Θεό.
Γιατί δεν παρουσιάζεται τόσο αναιδής, ώστε από την αρχή να μας προτρέπει να αρνηθούμε το Θεό.
Είδα άνθρωπο να ευχαριστεί το Θεό με το στόμα και να κομπάζει με το εσωτερικό φρόνημα.
Περί αυτού είναι αψευδής μάρτυρας εκείνος ο Φαρισαίος που έλεγε στο Θεό με απρεπή καύχηση «Ο ΘΕΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ  ΣΟΙ»!! (ΛΟΥΚΑ.ιη.11).
Όπου συνέβη πτώση, εκεί κατασκήνωσε προηγούμενος η υπερηφάνεια. Γιατί το δεύτερο είναι το προμήνυμα του πρώτου.
Άκουσα κάποιον αξιοσέβαστο άνδρα να λέει. «Υπόθεσε ότι είναι δώδεκα τα πάθη, της ατιμίας. Εάν ένα από αυτά, την οίηση της αγαπήσεις ολόψυχα, αυτή θα αναπλήρωσει τον τόπο και των υπολοίπων έντεκα».
Είναι ντροπή να καμαρώνει κάποιος για το ξένο στολισμό.
Ομοίως είναι εσχάτη ανοησία να υπερηφανευτεί κανείς για τα χαρίσματα του Θεού.
Όσα κατορθώματα πέτυχες πριν γεννηθείς, για αυτά μόνο να υπερηφανεύεσαι, γιατί τα μετά την γέννηση σου τα χάρισε ο Θεός, καθώς επίσης και αυτή την γέννηση.
Όσες αρετές κατόρθωσες χωρίς τον νου και την λογική αυτές και μόνο είναι δικές σου, εφ όσον του νου και την λογική σου την χάρισε ο Θεός.
Όσες νίκες πέτυχες χωρίς το σώμα σου αυτές και μόνο οφείλονται στην δική σου προσπάθεια, εφ όσον το σώμα δεν είναι δικό σου δημιούργημα αλλά του Θεού.
Την λήθη των αμαρτημάτων την προκαλεί η υπερηφάνεια, γιατί η ενθύμηση τους προξενεί ταπεινοφροσύνη.
Συνέλαβα κάποτε τούτη την ακέφαλο πλάνη να πλησιάζει την καρδιά μου, ανεβασμένη πάνω στους ώμους της μητέρα της (την κενοδοξία).
Τις  έδεσα και τις δυο, με τα δεσμά της υπάκουης, τις μαστίγωσα με το μαστίγιο της ευτελείας και έτσι τις ανέκρινα με ποιο τρόπο εισέρχονται μέσα μου. ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ ΚΑΘΩΣ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΝΤΑΝ  ΈΛΕΓΑΝ
«Εμείς δεν έχουμε ούτε αρχή ούτε γέννηση γιατί είμαστε αρχηγοί και γεννήτορες όλων των παθών. Εμάς μας πολεμά υπερβολικά η συντριβή της καρδιάς που γεννάτε από την υποταγή.
Εμείς δεν ανεχόμεθα κανένα να μας εξουσιάζει.
Για αυτό και όταν λάβαμε εξουσία στους ουρανούς απεστατήσαμε από εκεί.
Εμείς με ένα λόγο γεννούμε όλα τα πάθη που αντιστρατεύονται στην ταπεινοφροσύνη, γιατι όλα όσα την ευνοούν είναι αντιμέτωπα μας.
Αλλά αφού στο ουρανό σημειώσαμε νίκη, πως μπορείς εσύ να μας ξεφύγεις;
Εμείς συνηθίζουμε πολλές φορές να εμφανιζόμαστε μετά από την υπάκουη, την αοργησία, την αμνησικακία, από την πρόθυμη διακονία.
Τέκνα δικά μας είναι οι πτώσεις των πνευματικών ανθρώπων, η Οργή, η καταλαλιά, η πικρία, η βλασφημία, ο θυμός , η κραυγή, η υποκρισία, το μίσος, ο φθόνος, η αντιλογία, η ιδιορρυθμία, η απείθεια.
Ένα μόνο υπάρχει που δεν μπορούμε να νικήσουμε, και σου το φανερώνουμε επειδή μας μαστιγώνεις.
Εάν κατηγορείς διαρκώς τον εαυτό σου ενώπιον του Κύριου με ειλικρίνεια, θα μας θεωρείς ωσάν αράχνη…

ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ

…Από δηλητηριώδη ρίζα και φοβερή μητέρα (υπερηφάνεια) προέρχεται ένα πολύ φοβερός απόγονος, δηλαδή η ανέκφραστη βλασφημία.
Για αυτό είναι ανάγκη να την φέρουμε στην μέση, γιατί δεν είναι τυχαίος εχθρός αλλά εχθρός  και αντίπαλος φοβερότερος από κάθε άλλον. Το δε χειρότερο είναι, ότι δεν μπορείς εύκολα να την εκφράσεις και να την εξομολογηθείς η να την στιλεύσεις ενωπίου πνευματικού γιατρού.
Ας πάψουμε να κρίνουμε και να κατακρίνουμε τον πλησίον, κι τότε δεν πρόκειται να φοβηθούμε τους λογισμούς της βλασφημίας.
Γιατί αφορμή και ρίζα του δευτέρου είναι το πρώτο.
Εκείνος που είναι κλεισμένος σε ένα σπίτι, ακούει τα λόγια αυτών που περνούν από έξω, χωρίς να συνομιλεί μαζί τους. Παρομοίως και η ψυχή που ζει με αυτοσυγκέντρωση, ταράσσεται ακούγοντας τις βλασφημίες που προφέρει διερχόμενος ο διάβολος.
Οποίος περιφρονεί τούτο τον δαίμονα, ελευθερώθηκε από το πάθος…

ΠΕΡΙ ΑΠΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΟΤΗΤΑΣ
…Η πραότης είναι μια αμετακίνητη κατάσταση του νου, που παραμένει η ίδια και στις τιμές και στις περιφρονήσεις.
Πραότης σημαίνει, το να προσεύχεσαι ειλικρινά για τον πλησίον σου χωρίς να ενοχλείσαι καθόλου από τις ταραχές που σου προξενεί.
Η πραότης είναι βράχος πάνω σε αφρισμένα κύματα, που εντελώς ακλόνητος διαλύει όλα τα κύματα, τα οποία τον κτυπούν.
Η πραότης είναι το στήριγμα της υπομονής, η θύρα ή καλύτερα η μητέρα της αγάπης., η προϋπόθεση της διακρίσεως, η πρόξενος της αφέσεις των αμαρτιών, το θάρρος της προσευχής, η περιοχή του ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, γιατι ο Κύριος λέγει «ΕΠΙ ΤΙΝΑ ΕΠΙΒΛΕΨΩ, ΑΛΛΑ Η ΕΠΙ ΤΟΝ ΠΡΑΩΝ ΚΑΙ ΗΣΥΧΙΟΝ;» (πρβλ.ΗΣ.ξς 2).
Η πραότης είναι συνεργός στην υπάκουη, οδηγός στην αδελφοσύνη, χαλινός της μανίας, κόψιμο του θυμού. Μίμηση του Χριστού. Ιδιότητα των Αγγέλων, δεσμός των δαιμόνων, ασπίδα κατά της πικρής οργής.
Στις καρδιές των πράων θα αναπαύεται ο Κύριος, ενώ η ταραχώδους ψυχή είναι καθέδρα του διάβολου. «ΟΙ ΠΡΑΕΙΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΟΥΣΙ ΓΗΝ»  ( ΜΑΤΘ. Ε, 5) μάλλον θα γίνουν κυρίαρχοι τους, ενώ οι οργίλοι και θυμώδεις άνδρες θα εξοριστούν από την γη τους.
Αυτός που θυμώνει και αυτός που ειρωνεύεται συναντήθηκαν μεταξύ τους. Και ήταν αδύνατο να ευρεθεί λόγος στη συζήτηση τους! Αν ανοίξεις την καρδιά του πρώτου, θα βρεις την μανία, και αν ερευνήσεις την ψυχή του δευτέρου θα αντικρίσεις την πονηρία.
Η απλότης είναι μια συνήθεια και συμπεριφορά της ψυχής αποίκιλη, που δεν κινείται σε κανένα κακό λογισμό.
Η ακακία είναι μια γλυκεία και χαρούμενη ψυχική κατάσταση απαλλαγμένη από κάθε κακή σκέψη και υπόνοια. Πρώτο γνώρισμα της παιδικής ηλικίας είναι η αποίκιλη απλότης. Όσο την είχε αυτή ο Αδάμ δεν αντίκρισε στον εαυτό του ούτε ψυχική γυμνότητα, ούτε σωματική ασχημοσύνη.
Πονηρός σημαίνει άνθρωπος που κάνει ψευδείς προβλέψεις και που φαντάζεται ότι αντιλαμβάνεται τους λογισμούς των άλλων από τα λόγια τους, και τα μυστικά των καρδιών τους από τις εξωτερικές κινήσεις.
Απονήρευτος άνθρωπος σημαίνει, καθαρά φύση της ψυχής, όπως ακριβώς επλάσθει που συνεργάζεται και συνομιλεί εύκολα με όλους τους ανθρώπους.
Ευθύτητα σημαίνει, απερίεργοι σκέψη, ανυπόκριτη συμπεριφορά, ομιλία φυσική και ανεπιτήδευτη.
Ο Πονηρός είναι συνόμιλος και συνώνυμος του διάβολου.
Για αυτό και ο Κύριος μας δίδαξε έτσι να τον αποκαλούμε τον διάβολο λέγοντας «ΡΥΣΑΙ ΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ» (ΜΑΤΘ. , 13).
Η υποκρισία είναι μια κατάσταση  όπου το σώμα, οι εξωτερικές δηλαδή εκδηλώσεις βρίσκονται σε αντίθεση με την ψυχή.
Είναι δε η κατάσταση αυτή περιπλεγμένη με παντός είδους κακές σκέψεις και επινοήσεις…

ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ
 …Ο παρών λόγος παρουσίασε ενώπιον μας προς εξέταση ένα θησαυρό ο οποίος βρίσκεται ασφαλισμένος μέσα σε οστράκινα σκεύη η καλύτερα σε ανθρώπινα σώματα.
Ένα θησαυρό που η ποιότης του δεν μπορεί καθόλου να κατανοηθεί με λόγια. Έχει δε ο θησαυρός αυτός από έξω μόνο μια επιγραφή η οποία είναι ακατανόητη και παρέχει πολλή και ατελείωτη ερευνητική προσπάθεια σε όσους ζητούν να την εξηγήσουν με λόγια. Και η επιγραφή  αυτή έχει ως εξής.
«Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ».
Όσοι οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού ας έλθουν μαζί μας στο νοερό και πάνσοφο τούτο συνέδριο και ας κρατούν νοερός στο χέρι τους θεόγραπτες πλάκες γνώσεις.
Άρχισε λοιπόν το συνέδριο.
Συγκεντρωθήκαμε και συζητήσαμε και ερευνήσαμε εξεταστικά την σημασία της σπουδαίας αυτής επιγραφής.
Ένας έλεγε ότι ταπεινοφροσύνη είναι το να λησμονείς αμέσως τα κατορθώματα σου.
Άλλος, το να θεωρείς τον εαυτό σου πιο τελευταίο και πιο αμαρτωλό από όλους.
Άλλος, το να γνωρίσεις καλά με τον νου σου την δική σου αδυναμία και ασθένεια.
Άλλος, το να προλαμβάνεις σε φιλονικίες να διαλύεις πρώτος την Οργή.
Άλλος, το να γνωρίζεις καλά την χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού.
Άλλος να αισθάνεσαι ψυχική συντριβή και να απαρνείσαι το δικό σου θέλημα.
Και αφού τα άκουσα όλα αυτά τα εξέτασα μόνος μου με πολλή περίσκεψη και προσοχή, δεν κατόρθωσα με όσα άκουσα να καταλάβω την έννοια της μακάριας ταπεινοφροσύνης.
Για αυτό ως έσχατος όλων, αφού μάζεψα όπως ο σκύλος τα ψίχουλα από το τραπέζι που έπεσαν των γνωστικών εκείνων και μακαρίων Πατέρων κατέληξα στον εξής ορισμό.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η ανώτερη χάρις της ψυχής, η οποία μπορεί να ονομασθεί μόνο από όσους την δοκίμασαν εκ πείρας.
Είναι ανέκφραστος πλούτος, ονομασία Θεού, δωρεά του Θεού εφ όσον Εκείνος λέγει «ΜΑΘΕΤΕ ΟΥΚ ΑΠΟ ΑΓΓΕΛΟΥ, ΟΥΚ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΟΥΚ ΑΠΟ ΔΕΛΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΕΜΟΥ», δηλαδή από την ενοίκησί μου και την έλλαμψί μου και την ενέργειά μου μέσα σας, «ΟΤΙ ΠΡΑΟΣ ΕΙΜΙ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΩ ΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΩ ΦΡΟΝΗΜΑΤΙ, ΚΑΙ ΕΥΡΗΣΕΤΕ ΑΝΑΠΑΥΣΙΝ ΠΟΛΕΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΥΦΙΣΜΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΑΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΥΜΩΝ» (πρλβ ΜΑΤΘ. Ια 29).
Άλλο πράγμα είναι το να υπερηφανεύεται κανείς, και άλλο να μην υπερηφανεύεται και άλλο το να μην ταπεινώνεται.
Ο πρώτος καθημερινά κρίνει τους άλλους.
Ο δεύτερος δεν κρίνει τους άλλους πλην όμως δεν κατακρίνει και τον εαυτό του
Ο τρίτος  αν και απαλλαγμένος από την καταδίκη, καταδικάζει ο ίδιος συνεχώς τον εαυτό του.
Άλλο πράγμα είναι το να ταπεινοφρονεί κανείς, και άλλο το να αγωνίζεται να ταπεινοφρονεί, και άλλο το να επαινεί τον ταπεινόφρονα.
Τον πρώτο είναι των τέλειων, το δεύτερο των αληθινών υποτακτικών και το τρίτο όλων των πιστών.
Σε κάποιον αγωνιστή που προσπαθούσε να κατακτήσει την μακάρια ταπείνωση, οι ανόσιοι δαίμονες έσπερναν επαίνους στην καρδιά . Εκείνος δε μηχανάται κατόπιν θειου φωτισμού κάποιο ευσεβές τέχνασμα για να νικήσει την πονηρία των δαιμόνων.
Σηκώνεται λοιπόν αμέσως και γράφει στο τοίχο του κελιού του τα ονόματα των πλέων υψηλών αρετών, δηλαδή της τέλειας αγάπης, της Αγγελικής ταπεινοφροσύνης, της καθαρής προσευχής, της άφθαρτου αγνότητας και των παρομοίων.
Όσες φορές λοιπόν άρχιζαν να τον επαινούν οι λογισμοί τους έλεγε «Ας πάμε στον έλεγχο».
Πλησιάζοντας στο τοίχο διάβαζε τα ονόματα των αρετών και απευθυνόμενος στον εαυτό του έλεγε «Όταν αποκτήσεις αυτές, ας γνωρίζεις ότι ακόμη βρίσκεσαι μακριά από τον Θεόν».
Στην όσια ταπείνωση υπάρχουν ενώπιον του Θεού διάφορες βαθμίδες αναβάσεως, η τριακοστή, η εξηκοστή, και η εκατοστή.
Στην τελευταία βαθμίδα καταφέρνουν να ανέβουν οι απαθείς, στην μεσαία οι ανδρείοι και στη πρώτοι όλη…
   
ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ

…Διάκριση στους αρχάριους είναι η ορθή επίγνωση του εαυτού τους. Στους μεσαίους είναι η νοερά αίσθηση η οποία διακρίνει αλάνθαστα το πραγματικό αγαθό από το φυσικό αγαθό και από το αντίθετο του κακό. Στους τέλειους είναι η γνώση που έχουν από θεϊκή έλλαμψι και η οποία έχει την δύναμη να φωτίζει πλήρως με την λάμψη της και όσα σκοτεινά υπάρχουν μέσα στους άλλους.
Κάθε πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας οφείλεται γενικώς στις τρεις επόμενες αιτίες.
ΣΤΗΝ ΑΜΕΛΕΙΑ, ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ, ΣΤΟ ΦΘΟΝΟ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ.
Ο πρώτος είναι ελεεινός, ο δεύτερος πανάθλιος και ο τρίτος μακάριος.
Σε όλες τις κατά Θεό προσπάθειες μας τρεις λάκκους μας σκάβουν οι δαίμονες.
Κατά αρχήν αγωνίζονται να μην κατορθωθεί το αγαθό.
Έπειτα αφού νικηθούν στο πρώτο σημείο, αγωνίζονται ώστε το αγαθό που κατορθώθηκε να μην είναι καθόλα θεάρεστο.
Όταν και σε αυτόν το στόχο αποτύχουν οι κλέφτες, τότε πλησιάζουν αθόρυβα στην ψυχή μας και  μας  μακαρίζουν ότι σε όλα πολιτευόμεθα όπως θέλει ο θεός.
Αντίπαλος του πρώτου πολέμου είναι η συστηματική μέριμνα του θανάτου, του δευτέρου η υποταγή και η εξουδένωση και του τρίτου η έντονη και συνεχής αυτομεμψία.
Άλλο πράγμα είναι η πρόνοια του Θεού, άλλο η βοήθεια του, άλλο η προστασία του, άλλο το έλεος του, και άλλο η παράκλησίς του.
Το μεν πρώτο εκτείνεται σε όλη την κτίση, το δεύτερο μόνο στους πιστούς, το τρίτο στους πιστούς, στους πραγματικά πιστούς, το τέταρτο σε όσους τον υπηρετούν, το δε τελευταίο σε όσους τον αγαπούν.
Μου έθεσαν μερικοί ένα δύσκολο πρόβλημα, ανώτερο από τις δυνάμεις εκείνων που βρίσκονται στα δικά μου μέτρα, και το οποίο δεν περιέχεται σε κανένα από τα βιβλία που ήρθαν στα χέρια μου. Μου έλεγαν δηλαδή «Ποια είναι τα ιδιαίτερα παιδία καθενός από τους οκτώ πονηρούς λογισμούς; Και ποιος από τους τρεις πρώτους είναι γεννήτωρ των υπολοίπων πέντε»; Εγώ τότε προβάλλοντας στην απορία αξιέπαινοι άγνοια, έμαθα από τους οσιότατους άνδρες τα εξής.
Μητέρα της πορνείας είναι η γαστριμαργία, της ακηδίας, η κενοδοξία.
Η λύπη είναι τεκνό και των τριών καθώς και η Οργή.
Μητέρα πάλι της υπερηφάνειας είναι πάλι η κενοδοξία.
Εγώ τότε λαμβάνοντας τον λόγο έλεγα προς τους αείμνηστους εκείνους.
«Σας ικετεύω να μου μάθετε στη συνεχεία και των οκτώ πονηρών λογισμών τα παιδία, και συγκεκριμένα από ποιο γεννάται το καθένα».
Και με δίδασκαν με πολλή καλοσύνη οι απαθείς εκείνοι λέγοντας μου ότι δεν βρίσκεται τάξις και σύνεσης στους ασύνετους αλλά μάλλον ακαταστασία και αταξία.
Με έπειθαν οι μακάριοι με πειραστικά παραδείγματα, φέροντας πολλά αποδεικτικά επιχειρήματα, εκ των οποίων μερικά τα συμπεριλαμβάνουμε στο παρόντα λόγο ώστε από αυτά να διαφωτιστούμε και για τα υπόλοιπα.
Επί παραδείγματι. Το άκαιρο γέλιο άλλοτε γεννάται από την πορνεία, άλλοτε από την κενοδοξία—όταν κανείς καυχάται μέσα του άκαιρα—και άλλοτε από την τρυφή.
Ο πολύς ύπνος άλλοτε γεννάτε από την τρυφή και άλλοτε από την νηστεία—όταν οι νηστεύοντες περηφανεύονται—άλλοτε από την ακηδία και άλλοτε από φυσική ανάγκη.
Η πολυλογία άλλοτε γεννάται από την γαστριμαργία και άλλοτε από την κενοδοξία.
Η ακηδία άλλοτε γεννάται από την τρυφή και άλλοτε από την αφοβία του θεού.
Η πονηρία πάλι από την οίηση και την Οργή.
Η υποκρισία από την αυταρέσκεια και την ιδιορρυθμία.
Η βλασφημία είναι γέννημα της υπερηφάνειας.
Και για να μην πολυλογώ όλων αυτών των παθών κατά κύριο λόγο είναι φονεύτρια η ταπείνωση.
Όσοι την απέκτησαν τα νικήσαν όλα.
Όλα όσα μας συμβαίνουν είτε ορατά είναι αυτά, είτε αόρατα μπορούμε να τα δεχθούμε και με καλό και με εμπαθή και με μεσαίο τρόπο.
Είδα τρεις αδελφούς που έπαθαν κάποιο ατύχημα.
Ο πρώτος αγανάκτησε, ο δεύτερος δεν λυπήθηκε και ο τρίτος αισθάνθηκε πολλή χαρά.
Είδα γεωργούς που έσπερναν τον ίδιο σπόρο, αλλά με διαφορετικό τρόπο ο καθένας.
Ο ένας για να ξοφλήσει τα χρέη του.
Ο άλλος για να απόκτηση πλούτο. Ο άλλος για να προσφέρει δώρα στον ΔΕΣΠΟΤΗ ΧΡΙΣΤΟ.
Ο άλλος για να θηρεύει έπαινο από τους διαβατές που θα έβλεπαν την καλλιέργεια του.
Ο άλλος για να προξενήσει θλίψη στον εχθρό του, κάνοντας τον να ζηλεύει
Και ο άλλος να μην ονειδίζεται από τους ανθρώπους ως αργός.
Οι προηγούμενοι αυτοί γεωργοί ονομάζονται νηστεία, αγρυπνία, διακονία, ελεημοσύνη κλπ.
Όπως τα πολύσαρκα πτηνά δεν μπορούν να πετάξουν στον ουρανό, έτσι και εκείνος που τρέφει και περιποιείται την σάρκα του.
Ο ξηραμένος βόρβορος δεν ικανοποιεί πλέον τους χοίρους. Και η σάρκα που μαράθηκε δεν αναπαύει πλέον τους δαίμονες.
Όπως τα σύννεφα αποκρύπτουν τον ήλιο, έτσι και οι πονηρές σκέψεις σκοτίζουν και καταστρέφουν το νου.
Όπως τα αυγά των ορνίθων που θερμαίνονται στο κόλπο του στήθους ζωογονούνται, έτσι και οι λογισμοί που δεν φανερώνονται με την εξομολόγηση, γίνονται έργα.
Όπως πολλές φορές μια σπίθα έκαψε ένα μεγάλο δασός, έτσι και μια ενάρετη πράξη συνέβη να εξάλειψη πλήθος από μεγάλα πταίσματα.
Όπως το νερό σβήνει τα γράμματα έτσι και το δάκρυ μπορεί να σβήσει τα πταίσματα.
Όπως είναι αδύνατο να βαδίσει ο νεκρός, έτσι είναι αδύνατο να σωθεί ο απελπισμένος.
Αυτός που έχει ορθή πίστη και όμως διαπράττει αμαρτίες μοιάζει με πρόσωπο που δεν έχει μάτια.
Όπως εκείνος που έχει δεμένα τα ποδιά δεν μπορεί να βαδίζει εύκολα, έτσι και αυτοί που θησαυρίζουν χρήματα δεν μπορούν να ανέβουν στον ουρανό.
Όπως ζημιώνονται όσοι ανταλλάσσουν τον χρυσό με την λάσπη, έτσι και όσοι διηγούνται και αποκαλύπτουν τα πνευματικά για να κερδίσουν κάτι από τα υλικά.
Την άφεση πολλοί την απέκτησαν σύντομα, την απάθεια κανείς, γιατί αυτό απαιτεί πολύ χρόνο και πόθο και την βοήθεια του Θεού.
Η ελάττωση του κακού γεννά την αποχή από το κακό.
Η αποχή από το κακό είναι η αρχή της μετανοίας.
Η αρχή της μετανοίας είναι αρχή της σωτήριας.
Η αρχή της σωτήριας είναι η καλή πρόθεσης.
Η καλή πρόθεσης γεννά τους κόπους.
Αρχή των κοπών είναι οι αρετές.
Η αρχή των αρετών είναι το ανθός της πνευματικής ζωής.
Το ανθός της αρετής είναι η αρχή της πνευματικής εργασίας.

Η πνευματική εργασία είναι τεκνό της αρετής. Αυτής τεκνό η συνεχίσεις και η συχνότητα της εργασίας.
Καρπός και τεκνό της συνεχούς και επιμελούς εργασίας είναι η συνήθεια.
Τεκνό της συνηθείας είναι να γίνει η αρετή ένα με την ψυχή. (ποίωσις).
Η ποίωσις στο καλό γεννά το φόβο του θεού.
Ο φόβος γεννά την τήρηση των εντολών. Είτε των επουράνιων είτε των επίγειων.
Η τηρήσεις των εντολών είναι απόδειξη της αγάπης προς τον Θεό.
Αρχή της αγάπης είναι το πλήθος της ταπεινώσεως.
Το πλήθος της ταπεινώσεως είναι θυγατέρα της απαθείας.
Και η απόκτηση της απαθείας είναι η πληρότητα της αγάπης, δηλαδή σε όσους έγιναν με την απάθεια καθαροί στην καρδιά γιατί αυτοί το θεό όψονται…

 

ΠΕΡΙ ΗΣΥΧΙΑΣ
 
…Μια μικρή τρίχα αναστατώνει τον οφθαλμό, και μια μικρή φροντίδα εξαφανίζει την ησυχία.
Γιατί ησυχία σημαίνει απόθεσης σκέψεων κα απαρνήσεις σπουδαίων και αναγκαίων φροντίδων…
   
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
 
…Προσευχή, ως προς την ποιότητα της είναι συνουσία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, και ως προς την ενέργεια της, σύστασης και διατηρήσεις του κόσμου , συμφιλιώσεις με το θεό, μητέρα των δακρύων καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρηση των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασώματων, η μελλοντική ευφρόσυνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, τσεκούρι που χτυπά την απόγνωση, απόδειξη της ελπίδος, διάλυσης της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωση του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, φανέρωση των μέτρων της αρετής, δήλωση της πνευματικής καταστάσεις, αποκάλυψη των μελλοντικών καταστάσεων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς.
Μια είναι εξωτερικώς η στάση της προσευχής αλλά παρουσιάζει πολλές ποικιλίες και διάφορες. Άλλοι συνομιλούν μαζί του σαν σε φίλο και κύριο του, και του προσφέρουν τον ύμνο και την ικεσία χάριν των άλλων και όχι του εαυτού τους. Άλλοι ζητούν πλούτο και δόξα και περισσότερη παρρησία.
Άλλοι παρακαλούν να απαλλαγούν τελείως από τον εχθρό τους.
Μερικοί παρακαλούν να τους δοθεί κάποια τιμή, και μερικοί για την τέλεια εξάλειψη του χρέους τους.
Άλλοι ζητούν απελευθέρωση από τα δεσμά των παθών και άλλοι συγχώρεση των αμαρτημάτων.
Μην επιτηδεύεσαι τα λόγια της προσευχής σου.
Γιατί πολλές φορές τα απλά και ανεπιτήδευτα ψελλίσματα των μικρών παιδιών ευχαρίστησαν και ικανοποίησαν τον  ουράνιο Πατέρα τους.
Μη ζητάς να λέγεις πολλά στην προσευχή σου, για να μην διασκορπιστεί ο νους σου αναζητώντας λόγια .
Ένας λόγος τελωνικός και ένας λόγος πίστεως έσωσε τον ληστή.
Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές δημιούργησε στο νου φαντασίες και διάχυση, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει το νου.
Όταν αισθάνεσαι γλυκύτητα η κατάνυξη σε κάποιο λόγο της προσευχής σου, σταμάτησε σε αυτόν γιατί συμπροσεύχεται μαζί μας ο φύλαξ  Άγγελός μας.
Άλλο πράγμα είναι ο ρύπος της προσευχής, άλλο ο αφανισμός,  άλλο  η κλοπή και άλλο ο μώμος.
Ο ρύπος είναι το να ίστασαι ενώπιον του Θεού και αν έχεις αισχρές σκέψεις.
Ο αφανισμός είναι το να αιχμαλωτίζεται ο νους σου από μάταιες φροντίδες και μέριμνες.
Η κλοπή είναι το να πέφτει η σκέψη ανεπαίσθητα σε ρεμβασμό.
Και  μώμος είναι ο οποιαδήποτε πειρασμός που έρχεται να μας θίξει την ώρα της προσευχής.
Όταν δεν είμαστε μόνοι μας κατά την ώρα της προσευχής τότε ας λαμβάνουμε μόνο εσωτερικά την αρμόζουσα ικετευτική στάση.
Όταν όμως απουσιάζουν εκείνοι που θα μας επαινούσαν, τότε ας συμμορφώσουμε αναλόγως και την εξωτερική μας στάση.
Γιατί στους ατελείς πολλές φορές ο νους συμμορφώνεται προς την στάση του σώματος.
Ο Θεός, ο καλός μας οικονόμος, τους ευγνώμονες τους εφελκύει στην ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ με την σύντομη εκπλήρωση του αιτήματος των.
Ενώ τις αχάριστες και όμοιους με τους σκύλους ψυχές τις αναγκάζει να κάθονται πλησίον Του  προσευχόμενες, πεινασμένες και διψασμένες για τα αιτήματα τους.
Γιατί ο αγνώμων σκύλος μόλις πάρει το ψωμί, απομακρύνεται αμέσως από εκείνον που του το έδωσε…
   
ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ
 
….Είναι και διακρίνεται πραγματικά ως απαθής εκείνος που αφθαρτοποίησε την σάρκα του, που ανύψωσε το νου του επάνω από την ορατή κτίση και υπέταξε σε αυτόν όλες τις αισθήσεις, που παρέστησε την ψυχή του εμπρός στο πρόσωπο του Κύριου και που προχωρεί συνεχώς και πλησιάζει τον Κύριο υπερεντώντας τον με ζήλο υπεράνθρωπο. Μερικοί πάλι ορίζουν την απάθεια ως ανάσταση της ψυχής πριν από την ανάσταση του σώματος.
Και άλλοι ως τέλεια επίγνωση του Θεού, δεύτερα κατά σειρά μετά την επίγνωση που έχουν οι Άγγελοι.
Απάθεια έχει η ψυχή, που ταυτίστηκε τόσο με τις αρετές, όσο οι εμπαθείς με τις ηδονές.
Εάν το όριο της γαστριμαργίας είναι να πιέζει κανείς τον εαυτό του να φάει και χωρίς να έχει όρεξη, τότε το όριο της εγκράτειας είναι, κι όταν πεινά, να συγκρατεί την φύση του, παρόλο ότι δεν είναι ένοχη για κάτι.
Εάν το όριο της λαγνείας είναι η μανιώδης διέργεσις και προς τα άλογα ζώα και τα άψυχα αντικείμενα, τότε το όριο της αγνείας είναι να τα αισθάνεται κανείς όλα και να τα αντιμετωπίζει σαν άψυχα.
Εάν το τέρμα της φιλαργυρίας είναι , να παύει κανείς και να μην χορταίνει ποτέ μαζεύοντας χρήματα, τότε το τέρμα της ακτημοσύνης είναι να μη λυπάται ούτε το σώμα του ακόμη.
Εάν το τέρμα της ακηδίας είναι, να μην έχει κανείς υπομονή ενώ ζει σε πλήρη άνεση, τότε το τέρμα της υπομονής είναι να ζει σε θλίψη και να θεωρεί ότι έχει άνεση.
Εάν το πέλαγος της οργής είναι να αποθηριώνεται κανείς και όταν είναι μόνος του, τότε το πέλαγος της μακροθυμίας είναι, να είναι όμοια γαλήνιος και στην απουσία και στην παρουσία του υβριστή.
Εάν το ύψος της κενοδοξίας είναι, να δείχνει κανείς επιτηδευμένη επιδεικτική συμπεριφορά και όταν είναι μόνος του, τότε οπωσδήποτε το γνώρισμα της ακενοδοξίας είναι να μην κλέπτεται καθόλου ο λογισμός στην παρουσία αυτών που τον επαινούν.
Εάν το γνώρισμα της απώλειας, δηλαδή της υπερηφάνειας, είναι να αισθάνεται κανείς έπαρση και όταν έχει ταπεινή εξωτερική εμφάνιση, τότε η απόδειξη της σωτήριου ταπεινώσεως είναι να έχει ταπεινό φρόνημα και στα ψηλά επιτεύγματα και κατορθώματα.
Εάν η απόδειξη της τέλειας εμπάθειας είναι, να υποχωρεί κανείς πάραυτα σχεδόν στο κάθε τι που ενσπείρουν οι δαίμονες, τότε εγώ θεωρώ σαν γνώρισμα της άγιας απάθειας το να μπορεί κανείς να λέγει καθαρά «Εκκλίνοντος από εμού του πονηρού ούκ έγίνωσκιον» (ψαλμός ρ 4) ούτε πως ήλθε ούτε γιατί ήλθε ούτε πως απήλθε αντίθετα νοιώθω πλήρης αναισθησία προς όλα αυτά, είμαι όλος ενωμένος με το Θεό και πάντοτε θα είμαι.
Οποίος αξιώθηκε αυτήν την κατάσταση, ενώ βρίσκεται ακόμη στην σάρκα του, έχει ως ένοικο του το Θεό, ο οποίος το κυβερνά σε όλα τα λόγια και τα έργα και τις πράξεις.
Έτσι ακούει μέσα του σαν κάποια φωνή το θέλημα του Κύριου που το αντιλαμβάνεται με ένα εσωτερικό φωτισμό, και γίνεται ανώτερος από κάθε ανθρώπινη διδασκαλία…
   
ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ ΕΛΠΙΔΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ  

…Ύστερα από όλα τα προηγούμενα τα τρία αυτά  μένουν, τα οποία σφίγγουν και διατηρούν τον σύνδεσμο όλων ΠΙΣΤΗ ΕΛΠΙΔΑ ΑΓΑΠΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΑΝΤΩΝ Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΗ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ.
Εγώ όμως την μια την βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σας ένα φωτεινό απαύγασμα. Και μια και την αυτή λαμπρότητα.
Η πίστη μπορεί να επιτελέσει τα πάντα.
Η ελπίδα περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα.
Η αγάπη δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της ούτε σταματά από το τρέξιμο της ούτε επιτρέπει σε αυτόν που πλήγωσε με τα βέλη της, να ηρέμηση από την «μακάρια μανία» που του προξένησε.
Η αγάπη ως προς την ποιότητα της είναι ομοιώσεις με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους.
Ως προς την ενέργεια της μέθη της ψυχής.
Ως προς τις ιδιότητες της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
Η αγάπη χορηγεί την χάρη της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμη της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας εκλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του θεϊκού πυρός.
Η αγάπη είναι η στάση και η εδραίωση των Αγγέλων, η πρόοδος στους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.
Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψη κάθε εχθρικής και αντίθετου σκέψεις, εφόσον η « αγάπη ου λογίζεται το κακό» (Α ΚΟΡιγ,5).
Η αγάπη και η απάθεια και η υιοθεσία μόνο στην ονομασία διαφέρουν.
Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στη φωτιά και στη φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σε αυτές.
Όσον πόσο αγάπης  λείπει, τόσο πόσο φόβου υπάρχει , γιατί όποιος δεν έχει φόβο ή είναι γεμάτος από αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά.
Εάν το πρόσωπο που αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλει εξ ολοκλήρου με την παρουσία του κα μας κάνει φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενεί άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;
Εκείνος που αγαπά τον Κύριο έχει προηγούμενος αγαπήσει τον αδελφό του.
Το δεύτερο  οπωσδήποτε είναι απόδειξη του πρώτου.
Η δύναμης της αγάπης είναι η ελπίδα, γιατί περιμένουμε τον μισθό της αγάπης.
Η ελπίδα είναι πλούτος, ενός  πλούτου που δεν φαίνεται.
Αυτή φονεύει την απόγνωση
Αυτή είναι η θύρα της αγάπης.
Αυτή εικονίζει μέσα  μας τα πράγματα που βρίσκονται μακριά.
Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφιση από τους κόπους.
Έλλειψη της ελπίδας σημαίνει αφανισμό της αγάπης. Σε αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σε αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού…