Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

ΑΝ ΘΕΣ, ΟΣΙΕ ΔΑΒΙΔ ΜΟΥ, ΝΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΩ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΣΟΥ, ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΛΑ…



.Από τον βίο του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη.

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς. Η σκληρή εργασία, οι πολύωρες Ακολουθίες και η καθημερινή αγρυπνία στο κελί του φέρανε αποτέλεσμα.

Είχε και την αυστηρή νηστεία, που έφτανε στην ασιτία. Έτσι η εξάντληση του οργανισμού προχώρησε πολύ. Κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είχε γίνει ακόμη νωρίτερα. Και δεν εννοούσε να μειώσει την άσκηση με καμία δύναμη. Όσο οι πνευματικές του δυνάμεις ήτανε ακμαίες, τόσο επέμενε στην αυστηρή άσκηση.

Άλλωστε, σκοπός της άσκησης ήτανε ακριβώς αυτό, να κρατάει τις πνευματικές του δυνάμεις ελεύθερες από την επήρεια των παθών, των πειρασμών και της ύλης, ώστε να κατευθύνονται ανεμπόδιστα προς το Θεό και να αγιάζονται από αυτόν.

Όμως το σώμα υπέκυψε. Από το 1956 τον πονούσε αφόρητα η μέση του. Για τον πόνο στα πόδια δεν έλεγε τίποτα, γιατί τον υπέφερε. Με τη μέση του όμως ήτανε αδύνατο. Και πώς να μην πονούσε, αφού 22 ώρες το 24ωρο δεν την ανέπαυε; Είναι ζήτημα εάν ξάπλωνε δύο ώρες τη νύχτα. Δύο γινόσανε οι ώρες της ανάπαυσης, όταν πονούσε πολύ. Και όταν δε λειτουργούσε. Διότι αν είχε να λειτουργήσει και αν μάλιστα ξημέρωνε μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια και άλλες, τότε πια δεν κοιμότανε καθόλου. Ούτε και στα τελευταία του χρόνια, που είχε βηματοδότη στην καρδιά. Πήγαινε από δίπλα ο αδελφός μοναχός και του ’λεγε:

–Κουράστηκες, γέροντα, έλα τώρα να ησυχάσεις λίγο…
Εκείνος απαντούσε:
–Πήγαινε, πάτερ μου, εγώ θα μείνω. Είναι μεγάλη νύχτα σήμερα, δεν είμαι κουρασμένος.

Το πρωί, που σηκωνόσανε όλοι, τον βρίσκανε ακόμη γονατιστό, με το πετραχήλι του, να προσεύχεται.

Τέτοιες ημέρες, μετά την ολονύκτια προσευχή, κατέβαινε στο ναό χωρίς να μιλάει σε κανένα. Ούτε και ήθελε να του μιλάνε, βρισκότανε αλλού και ζούσε σε άλλο κόσμο!
Έτσι, χρειάστηκε για τη μέση του γιατρό. Του έκανε 80 ενέσεις, αλλά το κακό συνέχιζε, θεραπεία δεν έβλεπε. Κυριολεκτικά σερνότανε για τις δουλειές και τις Ακολουθίες. Το μεσημέρι δεν άντεξε κι έπεσε στο ξυλοκρέβατο, στα σανίδια. Εκεί του εμφανίστηκε ο όσιος Δαβίδ με το πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, φιλοξενούμενου αγιορείτη. Ο Σπυρίδων τον βοήθησε να σηκωθεί και του είπε: «Ακούμπα τη μέση σου στη δική μου γέρικη μέση». Τον βοήθησε και το ’κανε. Τότε ο Άγιος γύρισε πίσω τα χέρια του κι έπιασε από τη μέση τον π. Ιάκωβο, που άκουσε τρίξιμο μέσης. Αυτό ήτανε. Ο πόνος χάθηκε. Και ο άγιος τον ρώτησε:

–Ποιος είμαι;
Πήρε την απάντηση: «ο π. Σπυρίδων». Τότε ο άγιος είπε:
–Όχι, με ξέρεις, δε θες να πεις τ’ όνομά μου, κάθεσαι σπίτι μου: Άνοιξε η πόρτα και είδε τον Άγιο να βγαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες.

Το 1964, έπαθε από τις αμυγδαλές του. Πονούσε φοβερά κι έπεφτε στα νεφρά του πύο. Πολλές φορές τον πιάνανε ανυπόφοροι πόνοι στη Λειτουργία και μελάνιαζε ολόκληρος. Ποτέ όμως δεν έτυχε να διακόψει τη θεία Λειτουργία. Όσο και να υπέφερε, θα την τελείωνε. Το 1962 τον λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε στη Μονή έναν καλό μοναχό, τον Κύριλλο(τον μακαριστό ηγούμενο της μονής), παραστάθηκε και βοήθησε όσο μπορούσε τον άρρωστο ασκητή π. Ιάκωβο, του οποίου τα βάσανα τελειωμό δεν είχαν.

Το 1967 τον βρήκανε άλλα. Έκανε πολύ δύσκολη εγχείρηση: βουβωνοκήλης και σκωληκοειδίτιδας με περιτοναϊκή αντίδραση και προβλήματα προστάτη. Υπέφερε πολύ, δεν ήξερε τι έχει. Σε νοσοκομείο δεν ήθελε να πάει. Μελάνιαζε, κουλουριαζόταν και σφάδαζε από τους πόνους. Ο Κύριλλος τον έβρισκε σε απελπιστική κατάσταση. Δεν μπορούσε να κινηθεί, σερνόταν. Για να πάει λίγο πιο πέρα, έπεφτε και σερνότανε με τα τέσσερα, μπρούμυτα. Έπαθε φοβερή κρίση και τον μεταφέρανε αναίσθητο στο νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί νομίσανε ότι πρόκειται για απλή σκωληκοειδίτιδα. Δέχτηκε με χίλια παρακάλια, γιατρών και κληρικών, να γίνει η εγχείρηση. Η δυσκολία του οφειλότανε στο ότι δεν ήθελε να βγάλει τα ρούχα και να δουν οι γιατροί το σώμα του. Το θεωρούσε άκρο εξευτελισμό:

–Θα γίνω θέατρο, πατέρες. Ουδέποτε άνθρωπος με είδε.

Και πράγματι, ήτανε τόσο καθαρός και πρόσεχε τόσο πολύ να μη βλέπει σώμα, ώστε ο ίδιος «ουδέποτε άπλωσε το χέρι του στο σώμα του», όπως έλεγε ο ηγούμενος και καλός γνώστης Νικόδημος. Ακόμη και τα νήπια που βάπτιζε, τόσα χρόνια, δεν τα κοίταζε ποτέ. Κρατούσε τα μάτια του ψηλά και ομολογούσε με ιερή αφέλεια και καύχηση:

–Δεν είδα ποτέ μου πως είναι τα όργανα των παιδιών.
Του είπανε λοιπόν, ψέματα, ότι δε θα του βγάλουνε τα ρούχα, θα’καναν τάχα μόνο μια τρύπα στο αντερί. Έτσι δέχτηκε να γίνει η εγχείρηση. Τέσσερες του Οκτώβρη περίμενε στο μικρό θάλαμο για το χειρουργείο. Παρόντες ήταν αρχιμανδρίτες κληρικοί Πολύκαρπος, Νικόδημος, Βασίλειος και κάποιος ακόμα.

Ο π. Ιάκωβος προσευχήθηκε πολύ και μεταξύ άλλων είπε, όπως τα διηγόταν:

–Αν θες, όσιε Δαβίδ μου, να ξαναγυρίσω στο μοναστήρι σου, έλα να με κάνεις καλά… Σ’ ένα τέταρτο πρέπει να είσαι εδώ… Και αν έρθεις, πέρνα σε παρακαλώ να πάρεις και τον όσιο Ιωάννη… Είναι στο δρόμο σου, θα στρίψεις ένα στενό δεξιά και θα τον βρεις.

Σε λίγα λεπτά, έλεγε με φωνή επίσημη, φτάσανε ο όσιος Δαβίδ (ιδρωμένος μάλιστα, γιατί του είχε ζητήσει να ’ρθει πολύ γρήγορα) και ο όσιος Ιωάννης. Στάθηκε στην πόρτα και χαιρετώντας του είπανε με λόγια και κινήσεις:

–Εγώ είμαι ο Γέρων Δαβίδ και από εδώ (χειρονομία) ο όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής (τονισμένο). Δε μας ζήτησες; ήρθαμε, μην ανησυχείς, θα γίνεις καλά!

Αμέσως κατάλαβε ότι οι παριστάμενοι κληρικοί δεν χαιρέτισαν καν τους δύο Αγίους και διαμαρτυρήθηκε:
–Πατέρες, Δε σηκώνεστε; Δε χαιρετάτε;
Εκείνοι παραξενεύτηκαν και ο Νικόδημος έγινε πιο σαφής:
–Πάει, τα ’χασε ο Ιάκωβος…

Τον πήρανε στο χειρουργείο, τον νάρκωσαν κι έπειτα του βγάλανε ράσο, Αντερί κι εσώρουχα. Πριν τον πιάσει καλά η νάρκωση είδε ν’ανοίγει η πόρτα και να μπαίνουν οι δυο Άγιοι. Ο χειρούργος Σπ. Καλοχέρης τον άνοιξε κι έμεινε εμβρόντητος. Δεν ήτανε απλή σκωληκοειδίτιδα, μα πολύπλοκη κι επικίνδυνη κατάσταση. Ο ασθενής θα ’πρεπε να είχε πεθάνει. Εκλογή δεν είχε. Αποφάσισε να ξεκινήσει και ό,τι ήθελε προκύψει. Προέκυψε καλό. Πέτυχε η πολλαπλή εγχείρηση, επέστρεψε ο ασκητής στο κελί. Όποιος πήγαινε να τον ιδεί, του έλεγε «πόσο καλός χειρούργος είναι ο κύριος Καλοχέρης», για τον οποίο συγχρόνως προσευχότανε να έχει υγεία. Τότε, έχασε την υπομονή του ο Όσιος Ιωάννης και τη Νύχτα εμφανίστηκε θυμωμένος:

–Ιάκωβε, τι επαινείς συνέχεια το γιατρό; Εγώ σ’ έκανα καλά, εγώ είχα την εντολή να σε χειρουργήσω. Μόνος του ο γιατρός τι μπορούσε να κάνει;

Ο γιατρός Καλοχέρης, αφού περάσανε μερικές ημέρες, πήγε στο Μοναστήρι να ιδεί τον π. Ιάκωβο, στον οποίο και ομολόγησε ότι κατά την πολλαπλή εγχείρηση:
–Ένιωθα ότι το χέρι μου κάποιος το κατευθύνει και τώρα έχω την αίσθηση ότι δεν έκανα εγώ την εγχείρηση…

Η νυχθήμερη εργασία, χειρωνακτική και πνευματική, του δημιούργησε επίσης άσχημη κατάσταση στα πόδια. Έκανε φλεβίτιδα εκτεταμένη. Πονούσε φρικτά και δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Το 1974 τον πήγανε στο νοσοκομείο, το ΝΙΜΙΤΣ, για εγχείρηση. Δέχτηκε, γιατί ερμήνευσε τις δοκιμασίες των εγχειρήσεων ως ειδικό μέτρο του Θεού κι έλεγε:
–Επέτρεψε ο Θεός να πάω στα νοσοκομεία τόσες φορές και να κάνω εγχειρήσεις, για να ταπεινωθώ.
Ετούτη τη φορά έμεινε στο χειρουργείο έξι ώρες και πλέον. Ο χειρούργος Γ. Κορδέλλης χρειάστηκε να κάνει πολύ μεγάλες τομές, διότι οι σάπιες φλέβες ήτανε πολλές.

Εκεί, στο θάλαμο του νοσοκομείου, κατά την ανάρρωση, του εμφανίστηκε η Θεοτόκος για να τον ενθαρρύνει, όπως διηγήθηκε στον επισκέπτη του και πνευματικό του τέκνο π. Παύλο Ιωάννου.

–Χθες, παιδί μου, σε κάποια στιγμή μπήκε κάποια κυρία, ντυμένη σα νοσοκόμα. Κρατούσε κι ένα παιδάκι στην αγκαλιά της.
«Τι κάνεις, πάτερ μου», με ρώτησε.
«Τι να κάνω, κυρία μου, άρρωστος είμαι και στεναχωριέμαι που έχω φύγει από το μοναστήρι μου». Εν τω μεταξύ, παιδί μου, διερωτήθηκα: «εδώ οι νοσοκόμες έχουνε και τα παιδιά τους στο νοσοκομείο»;
Τότε εκείνη μου χαμογέλασε και μου είπε: «μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά»
Τη ρώτησα «ποια είσθε σεις, κυρία μου»;
Τότε πάλι μου χαμογέλασε χωρίς να μου ειπεί τίποτε άλλο. Εγώ στράφηκα στον διπλανό ασθενή, να τον ρωτήσω, μήπως ήξερε ποια ήτανε αυτή η κυρία. Κι αυτός, γεμάτος απορία: «για ποια κυρία μιλάτε»; Τότε γύρισα και δεν είδα κανέναν. Και κατάλαβα, παιδί μου, ότι ήταν η Παναγία μας.

Επέστρεψε στο Μοναστήρι, αλλά πλέον χειρωνακτικά δεν μπορούσε να εργαστεί πολύ. Πολλές ώρες της ημέρας στεκότανε γονατιστός κι εξομολογούσε. Διότι τις περισσότερες εξομολογήσεις τις δεχότανε, μέχρι το τέλος της ζωής του, γονατιστός.

Σ’ αυτά όλα να προσθέσει κανείς τους φοβερούς ιλίγγους από σύνδρομο αυχενικό. Για να μπορέσει να λειτουργήσει, ν’ αντέξει τους ιλίγγους και τον πόνο των ποδιών, προσευχόταν στην Παναγία πολύ και στον όσιο Δαβίδ. Έκαναν το θαύμα τους κι έτσι τελείωνε τη Λειτουργία. Κατόπιν άρχιζαν πάλι. Τα ίδια με το ουροποιητικό σύστημα και το πεπτικό. Σε κακό χάλι ήταν πάντα.

Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης μιλά περί του θανάτου του.

Ο Προτεσταντισμός



 


 Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ Α.Π.Θ. 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004

Εισαγωγή

       Για να κατανοήσουμε σωστά την θεολογική ταυτότητα του Προ­τεσταντισμού, θα πρέπει να αναφερθούμε απαραιτήτως στις θεολογι­κές προϋποθέσεις, στις «ρίζες» δηλαδή της Προτεσταντικής θεολογι­κής σκέψεως. Γνωρίζοντας τις «ρίζες», με άλλα λόγια το θεολογικό υπόβαθρο του Προτεσταντισμού, θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε σε βάθος τις δογματικές και θεσμικές αποκλίσεις του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι, θα μπορέσουμε στα στενά πλαίσια αυτής της εισηγήσεως να σκιαγραφήσουμε επιστημονικά και χωρίς προκαταλή­ψεις την θεολογική ιδιοπροσωπία του.
       Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ο Προτεσταντισμός απέρριψε την αυθεντία και το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτό σημαίνει ότι απέρριψε την εν Αγίω Πνεύματι αυθεντική ζωή της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί και το αντίκρισμα της θεολογίας της. Οι αλήθειες των Οικουμενικών Συνόδων διασφαλίζουν αλαθήτως αυτήν ακριβώς την πνευματική εμπειρία του πληρώματος της Εκκλησίας. Εύλογα, λοιπόν, οι ρίζες της Προτεσταντικής θεολογικής σκέψεως θα πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην έλλειψη εκ μέρους των Προτεσταντών της αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Ο Προτεσταντισμός απέδειξε στην πράξη ότι στερείται την ζώσα και ενεργό παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή των θρησκευτικών κοινοτήτων του.
       Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί θεολογικά η τόσο ευρεί­ας κλίμακας απόκλιση από την δογματική διδασκαλία των Οικουμενι­κών Συνόδων, παρά ως θεσμική έπαρση των Προτεσταντών έναντι της Εκκλησίας; Να πού οφείλεται πρακτικώς η ετεροδοξία, δηλαδή η αίρεση του Προτεσταντισμού. Μη έχοντας ο Προτεσταντισμός εμπει­ρία της θείας δόξας, εξαιτίας της υπεροψίας του, δεν γνωρίζει αυθεντι­κά ούτε τον Θεό ούτε το εν Χριστώ είναι του ανθρώπου. Και αυτό αποδεικνύεται από τα πιο επίσημα κείμενα του Προτεσταντισμού, που αντιβαίνουν όχι μόνο στη ζωντανή διαχρονική εμπειρία της Εκκλησίας αλλά και σ' αυτήν την Αγία Γραφή, όπως θα επιχειρήσουμε να κατα­δείξουμε στη συνέχεια.

Το μυστήριο του Βαπτίσματος

 


Πρεσβύτερος Πέτρος Heers

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η ιδέα της «Βαπτισματικής Ενότητας» και η αποδοχή της από τους Ορθοδόξους Οικουμενιστές

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ  Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Αίθουσα Τελετών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
20 -24 Σεπτεμβρίου 2004



 «Η εμπειρία και η γεύση της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνο εκ των έσω και όχι έξωθεν: χωρίς την ορθή πίστη (Ορθοδοξία) και έξω από μία ζωή σύμφωνη με την πίστη αυτή, η Εκκλησία δεν υπάρχει».
Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος.




Το «Ένα Βάπτισμα» και το Βάπτισμα των Αιρετικών


        Η εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατανόηση του ετερόδοξου βαπτίσματος πηγάζει και καθορίζεται από την επίγνωση της ύπαρξής της ως της «Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», που αποκλειστικά τελεί το ένα βάπτισμα στο θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού. Και αυτό επειδή «σημαίνεται η Εκκλησία υπάρχει εν τοις μυστηρίοις»(1). «Η Εκκλησία υπάρχει και συνεχώς μορφούται εν τοις μυστηρίοις και διά των μυστηρίων. Οι διαβιούντες εκτός της μυστηριακής ζωής είναι εκτός του σώματος του Χριστού»(2).
        Το Άγιο Βάπτισμα είναι η είσοδος στο Σώμα του Χριστού, και ως εκ τούτου το Θεμέλιο και η προϋπόθεση όλων των επακόλουθων μυστηρίων. Όπως ο ίδιος ο Κύριος είπε «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού»(3).Η αυτογνωσία της Εκκλησίας εκφράζεται πρωτίστως στο Σύμβολο της Πίστεως(4) , αλλά επίσης και στα αιώνια λόγια του Αποστόλου Παύλου, ότι υπάρχει «έν σώμα και έν πνεύμα, είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα, είς Θεός και πατήρ πάντων»(5) . «Σ’ αυτήν την αδιάσπαστη ενότητα ανήκει το χριστιανικό βάπτισμα, σ’ αυτήν στηρίζεται η ενότητα της Εκκλησίας»(6). Ο ένας Κύριος, η μία πίστη, το ένα βάπτισμα -και τα τρία αυτά- «συνθέτουν την έννοια της μιάς Εκκλησίας και διασφαλίζουν την αδιάσπαστη ενότητά της»(7). «Εκτός αυτής ότι λέγεται ‘Εκκλησία’ είναι συνάθροιση αιρετικών που έχουν απολέσει τη μία πίστη στον ένα Κύριο και κατά συνέπεια το βάπτισμα, το οποίο τελείται από αυτούς, δεν είναι το χριστιανικό βάπτισμα»(8). Για το λόγο αυτό οι αιρετικοί και οι σχισματικοί εισέρχονται στους κόλπους της Εκκλησίας διά του βαπτίσματος.


Η Εκκλησιαστική Οικονομία


        Και, επιπλέον, επειδή η Εκκλησία είναι «εν πλήρει εννοία ο οικονόμος και ο απόλυτος διαχειριστής των μυστηρίων…εμπίπτει στο σκοπό της οικονομίας της να καθιστά έγκυρα –εάν το θεωρεί δέον- τα μυστήρια, που τελούνται από τους μη Ορθόδοξους, αν και αυτά τα μυστήρια δεν είναι μυστήρια, εάν θεωρούνται καθεαυτά και μακρυά από την Ορθόδοξη Εκκλησία»(9). Γι αυτό το λόγο οι ιεροί κανόνες και η ιερά παράδοσις προβλέπουν την εφαρμογή της «εκκλησιαστικής οικονομίας». Αυτή η θεραπεία της αντι-κανονικότητας εφαρμόζεται σε αυτούς που ασθενούν στην πίστη και στην εκκλησιαστική κοινωνία (δηλ. αιρετικούς και σχισματικούς), οι οποίοι ωστόσο «διασώζουν την πίστη στην τριαδικότητα του Θεού και τηρούν βασικά τον κανονικό βαπτισματικό τύπο»(10) , δηλαδή τελούν «το βάπτισμα με τριπλή κατάδυση και ανάδυση κατά την αποστολική και πατερική μορφή του»(11).


Ο ρόλος της Οικονομίας και τα όριά της


         Η εφαρμογή της οικονομίας, ωστόσο, με κανένα τρόπο δεν συνεπάγεται «την αναγνώριση της εγκυρότητας των μυστηρίων καθεαυτών των μη Ορθοδόξων. Αυτό είναι κάτι που αφορά μόνο τα μυστήρια αυτών που εισέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία»(12). Και αυτό, διότι η αίρεση και το σχίσμα επέφεραν την αποσύνδεση από τη μία Εκκλησία και συνεπώς την απώλεια της αποστολικής διαδοχής και της κανονικής ιερωσύνης(13). Η Εκκλησία, επομένως, πάντοτε καθοδηγουμένη από ποιμαντική φροντίδα, εφαρμόζει την οικονομία σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μόνον «όταν αυτό βοηθά στην συμφιλίωση με τους ετερόδοξους χωρίς να συσκοτίζει τις αλήθειες της Ορθόδοξης πίστεως»(14). Η οικονομία πάντοτε κινείται μέσα στο πνεύμα και στη βούληση του κανόνα της πίστεως και σκοπεύει στον ίδιο στόχο, έχοντας την ακρίβεια ως μέτρο και τις αρχές που διατυπώνονται στο Ευαγγέλιο ως οδηγό της. «Εάν η ‘οικονομία’ υπερβαίνει τον κανόνα, δεν μπορεί όμως σε καμμία περίπτωση να τον αντιστρατευθεί… Μπορεί να είναι υπερβατική, ουδέποτε όμως ανατρεπτική»(15).
        Είτε, λοιπόν, η Εκκλησία εφαρμόζει την «κατ’ ακρίβειαν» θεραπεία του βαπτίσματος ή την «κατ’ οικονομίαν» θεραπεία του χρίσματος ή της ομολογίας της πίστεως, αυτό δεν σημαίνει καμμία αλλαγή στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία ή στην μυστηριακή θεολογία, αλλά απλώς μία αλλαγή στην ποιμαντική πρακτική(16).


Το εκκλησιολογικό υπόβαθρο για την αναγνώριση του αιρετικού Βαπτίσματος καθεαυτό


        Σε απόλυτη αντίθεση με αυτήν την αντίληψη βρίσκεται μία σειρά σχετικών με το βάπτισμα υπογεγραμμένων εγγράφων και δηλώσεων γενομένων από τους Ορθοδόξους οικουμενιστές στην Αυστραλία, την Αμερική, το Βατικανό, το Λίβανο και αλλού. Πράγματι, αυτές οι δησεις είναι ουσιαστικά σύμφωνες με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία και φαίνεται ότι απορρέουν από αυτήν. Η εκκλησιολογία αυτή περιέχει μία διδασκαλία περί του αιρετικού βαπτίσματος, που έχει τις ρίζες της αποκλειστικά στον θεολογικό κόσμο των Λατίνων, συνοδικά δε υιοθετήθηκε στη σύνοδο του Τριδέντου και εκφράστηκε καινοτομικά στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού.


Μιά διεστραμμένη Εκκλησιολογία


        Ο μεσαιωνικός Παπισμός προϋποθέτει ένα ακόμη μυστήριο που αναφέρεται στην παγκόσμια οργάνωση ενός σώματος του οποίου η δικαιοδοσία επεκτείνεται πέραν του σώματος του Χριστού(17). Έχοντας χάσει την διαχρονική ενότητα με την Παράδοση και τους Πατέρες και «αντιμετωπίζοντας την καθολικότητα της Εκκλησίας ως απλή οικουμενικότητα ή παγκοσμιότητα»(18) με κέντρο τη Ρώμη, ο Ρωμαιοκαθολικισμός «παραμέρισε την χαρισματική διάσταση και την εσχατολογική προοπτική της»(19) και πραγματοποίησε «την εκκοσμίκευση ή την θρησκειοποίηση του Χριστιανισμού»(20).


Η Ρώμη αποδοκιμάζει την διδασκαλία του Αγίου Αυγουστίνου


        Γι’ αυτό το λόγο, πιθανόν δεν είναι έκπληξη ότι σε ένα εκκλησιολογικό σημείο αποφασιστικής σημασίας, το οποίο συνάμα αφορούσε στη χαρισματική και καθολική φύση της Εκκλησίας, ο Παπισμός ξεκάθαρα διαχωρίσθηκε από τον πιο φημισμένο πατέρα της Δύσης. Ο Άγιος Αυγουστίνος θεωρούσε ότι ενώ τα μυστήρια των σχισματικών μπορούν να θεωρούνται έγκυρα, δεν είναι αποτελεσματικά(21) (σε αυτό πλησιάζει περισσότερο τις απόψεις του Αγίου Κυπριανού(22) παρά εκείνες του Αγίου Στεφάνου, Πάπα Ρώμης). Η αφορμή για την απόρριψη της διδασκαλίας αυτής από την Ρώμη ήλθε τον δέκατο έβδομο αιώνα, όταν οι Ιανσενίζοντες παρέθεσαν την διδασκαλία του Αγίου Αυγουστίνου προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους ότι «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει χάρις» (extra ecclesiam nulla conceditur gratia). Η διδασκαλία τους –και μαζί εκείνη του Αγίου Αυγουστίνου- ρητά αποδοκιμάσθηκε από τον Κλήμεντα ΧΙ (τον ενδέκατο) Πάπα Ρώμης το 1713 - 23.


Πάπας Άγιος Στέφανος και η απολογία για το αιρετικό Βάπτισμα


        Οι σύγχρονοι παπικοί απολογητές διακηρύττουν ότι δεν ακολουθούν ούτε τον Άγιο Κυπριανό ούτε τον Άγιο Αυγουστίνο στην αυστηρότητά τους, αλλά είναι παιδιά του Πάπα Αγίου Στεφάνου «ο οποίος δεν θα επέτρεπε το αιρετικό βάπτισμα να προσβάλλεται»(24).
        Αυτή η απόρριψη των θέσεων των Βορειοαφρικανών πατέρων δεν είναι καινούργια, αλλά χρονολογείται τουλάχιστον στον 13ο αιώνα. Πολύ νωρίς, από τη Σύνοδο του Λατερανού(25)  το 1215, το βάπτισμα που τελείται από λαϊκό, αιρετικό, αβάπτιστο, ή ακόμη άπιστο, είναι αποδεκτό, εάν διατηρεί τον ορθό εξωτερικό τύπο και αυτός που βαπτίζει έχει την διάθεση να τελέσει ότι η Εκκλησία τελεί(26). Αυτή η θέση επαναλήφθηκε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1445), ενώ η Σύνοδος του Τριδέντου (1545-1563) προχωρά και αναθεματίζει «όποιον λέγει ότι δεν είναι έγκυρο το βάπτισμα, που χορηγείται από αιρετικούς»(27). Οι Ρωμαιοκαθολικοί Κώδικες του Κανονικού Δικαίου από το 1917 και 1983 ομοίως επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση(28).

Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η οικουμενική κίνηση

 


(ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004 ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ Α.Π.Θ.)
 
Αρχιμανδρίτης Δημήτριος Βασιλειάδης
Γραμματεύς της Αγίας και  Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
 
ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
       Πολύ λίγος ο χρόνος, ο οποίος διατίθεται δια την ανάπτυξη ενός τόσο μεγάλου και σημαντικού θέματος, το οποίο απασχολεί στο σύνο­λό τους όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, χωρίς βεβαίως να υπάρχη μία κοινή πορεία από πλευράς της Ορθοδοξίας και τούτο, διότι κάθε μία ξεχωριστά Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία γεύεται με διαφό­ρους τρόπους τα αποτελέσματα της Οικουμενικής Κινήσεως, ανάλογα με τον βαθμό των ενδιαφερόντων των ετεροδόξων στις γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη μας, στις οποίες εκτείνεται η δικαιοδοσία τους.
       Δια τούτο θα περιορισθώ αναγκαστικά μόνο στη γενική θεώρηση του θέματος, όπως το προσλαμβάνει το μαρτυρικό Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, και θα παραθέσω μόνον ενδεικτικά γεγονότα, χαρα­κτηριστικά της όλης καταστάσεως, περί του «Ελληνορθόδοξου Πα­τριαρχείου των Ιεροσολύμων και της Οικουμενικής Κινήσεως».
       Πρώτα από όλα πιστεύω ότι πρέπει να αντιδιαστείλουμε τον όρο «Οικουμενικός» και «Οικουμενικότητα» από αυτά τα οποία δυστυχώς συμβαίνουν και με την πάροδο του χρόνου κορυφώνονται. Η Ορθόδο­ξη Εκκλησία, ως η μόνη Εκκλησία η οποία τηρεί στους κόλπους της ανόθευτη την πίστη στον «εν Τριάδι Ένα Θεό», ακολουθεί πιστά και την εντολή του Θείου Ιδρυτού της να μαθητεύση πάντα τα Έθνη, χαρακτηριστικό της Οικουμενικότητος της Εκκλησίας. Ιδιότητα η οποία δεν μπορεί να της αφαιρεθή από κανένα. Η Ορθόδοξη Εκκλη­σία, η οποία άλλωστε είναι και η μόνη αλάνθαστη Χριστιανική Εκκλησία, έχει ως βασικό συστατικό της την καθολικότητα, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή την Οικουμενικότητα. Δεν μπορεί όμως και ούτε επιτρέπεται να συγχέεται αυτή η έννοια της Οικουμενικότητος με την προσπάθεια επιβολής του συγκρητιστικού Οικουμενι­σμού, ο οποίος εκτός των άλλων προσβάλλει και καταπατεί κυριαρχικά δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αυτό της ελευθερίας της συνειδήσεως.
       Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ως Αυτόνομη και Αυτοκέφαλη Εκκλησία, δραστηριοποιείται στην περιοχή των Αγίων Τόπων, την ευρύτερη Μέση Ανατολή, έως του Περσικού Κόλπου και των Αραβι­κών Εμιράτων. Το από την Αγία Ελένη Ιδρυθέν Τάγμα των Σπουδαί­ων, εξέλιξη του οποίου υπάρχει ως σήμερα η Αγιοταφιτική Αδελφότη­τα, έχει επωμισθή την προστασία, την συντήρηση και την διακονία των Παναγίων Προσκυνημάτων, των τόπων δηλαδή, οι οποίοι σχετίζον­ται με την επί γης παρουσία και ζωή του Ιδρυτού της Πίστεώς μας, Κυρίου Ιησού Χριστού.
       Αυτή η ιδιαιτερότητα το ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες Εκκλησίες. Διότι αποστολή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων είναι όχι μόνο η ποι­μαντική μέριμνα και φροντίδα του λογικού ποιμνίου, μέσω της θρησκευ­τικής, κοινωνικής, μορφωτικής και φιλανθρωπικής δραστηριότητος, αλλά και η διατήρηση της μοναδικής αυτής κληρονομίας και παρακαταθήκης, της διακονίας των Παναγίων Προσκυνημάτων, τα οποία ι­δρύθηκαν αλλά και διατηρήθηκαν δια μέσου των αιώνων από το ευσε­βές Γένος των Ρωμαίων. Στα Ιεροσόλυμα και στην Αγία Γη το μεγαλείο της Ρωμηοσύνης μπορεί να συρρικνώθηκε αλλά δεν έσβησε ποτέ.
       Το παράπονό μας όμως παραμένει, διότι η καταστροφική πολεμι­κή εναντίον της Εκκλησίας Ιεροσολύμων δεν ήλθε από αλλοπίστους, αλλά από τους ετεροδόξους και μερικές φορές ακόμη και από τους ομοδόξους. Η φθονερή πολεμική των ετεροδόξων δραστηριοποιείται σε δύο σκέλη: 1) την αφαίμαξη του Πατριαρχείου από το ποίμνιό του και 2) την απόκτηση δικαιωμάτων επί των Παναγίων Προσκυνημά­των, με την υιοθέτηση όλων των αθεμίτων μέσων, τα οποία βεβαίως χαρακτηρίζουν ανθρώπους, οι οποίοι αν μη τι άλλο δεν μπορούν να ονομασθούν αδελφοί. Αναφορικά με το πρώτο μέρος, το Βατικανό έπαιξε αλλά και συ­νεχίζει να παίζη σκοτεινό ρόλο. Και παρακαλώ να μη θεωρηθή ο χα­ρακτηρισμός ως υπερβολικός.
       Οι Λατίνοι δεν έχουν στην παράδοσή τους τον όρο «Πατριαρχείο» ή «Πατριάρχης», αλλά τον όρο «Καρδινάλιος». Όμως όταν κατέκτη­σαν τα Ιεροσόλυμα, ίδρυσαν το «Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων», με φανερούς τους σκοπούς της προκλήσεως συγχύσεως στους πιστούς και σταδιακά της επικρατήσεώς τους.
       Άρχισαν να ανεγείρουν σχολεία σε διάφορες πόλεις και χωριά και δημιούργησαν ευκτηρίους οίκους, παρά το γεγονός ότι όλοι οι κά­τοικοι ήταν Ορθόδοξοι. Στην προπαγάνδα τους οι εγκατασταθέντες Φραγκισκανοί χρησιμοποίησαν αλλά και συνεχίζουν να χρησιμοποι­ούν τις ειδικά εκπαιδευμένες στον τομέα αυτό Λατίνες μοναχές και, εκμεταλλευόμενοι τον διάλογο μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ρω­μαιοκαθολικών, τα διάφορα κοινά Συνέδρια και τις άτυπες και επίση­μες συναντήσεις, ενέσπειραν στον απλό κόσμο το σύνθημα «κούλου ουάχατ», δηλαδή ότι «όλοι είμεθα ένα» και δεν υπάρχει καμμία διαφο­ρά μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών, μιας και όλοι πιστεύουμε στον αυτό Χριστό.
       Η προσηλυτιστική αυτή δραστηριότητα εντάθηκε ακόμη περισσό­τερο με την ανάπτυξη και προώθηση της Ουνίας, η οποία χρησιμοποι­είται, ως φανερός πλέον «Δούρειος Ίππος», κατά της Ορθοδοξίας.

Η Εκκλησία της Ρωσίας έναντι του Οικουμενισμού

 


(ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004 ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ Α.Π.Θ.)
 Πρωθιερεύς Βαλεντίνος Άσμους
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Μόσχας

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

       Η Ρωσική Εκκλησία δεν ήτο ποτέ οικουμενιστική. Ο όσιος Θεοδό­σιος του Κιέβου, εις εκ των δύο προπατόρων του ρωσικού ασκητισμού, έγραψε εν μέσω του 11ου αιώνος «περί της χριστιανικής και της λα­τινικής πίστεως» τα εξής: «Τη λατινική πίστει μη προσελκύεστε, μηδέ τα έθιμα αυτών κρατείτε, την Ευχαριστίαν αυτών φεύγετε και παν δόγμα αυτών φεύγετε, και βδελύσσεσθε τα ήθη αυτών και τηρείτε τας θυγατέρας υμών, μη εκγαμίζετε αυτάς προς αυτούς, μηδέ λαμβά­νετε [γυναίκας] παρ' αυτών, μηδέ αδελφοποιείσθε, μηδέ ασπάζεσθε, μηδέ υποκλίνεσθε, μη εσθίετε, μηδέ πίνετε εκ κοινού σκεύους μετ' αυτών, μηδέ τα φαγητά απ' αυτών λαμβάνετε... Δεν προσήκει, τέκνον, να αινέσεις την αλλότριον πίστιν. Εάν τις αλλότριον πίστιν αινεί, την ιδικήν του βλασφημεί. Εάν δε αινή εναλλάξ και τας δύο, και την ιδικήν του πίστιν και την αλλότριον, διπλόπιστος τοιούτος εγένετο, και πλησίον αιρέσεως εστίν». Έχομεν εδώ εν ολόκληρον οικουμενικόν πρόγραμμα, αλλά μετά του αρνητικού σημείου.
       Εις τα πανολέθρια έτη της μογγολικής κατοχής οι Ρώσοι προετίμησαν τον αλλόθρησκον ζυγόν της «φιλίας» και «προστασίας» της λατινικής Δύσεως. Ο άγιος Μέγας Δούκας Αλέξανδρος Νέβσκι, ταπει­νός υποτελής των Μογγόλων, εγένετο περίφημος νικητής των Σουη­δών και των Γερμανών, οι οποίοι ήθελον να κατακτήσουν την Ρωσίαν δια τον πάπαν.
       Εις την σύνοδον της Φλωρεντίας η ρωσική συνοδεία του Μητροπολίτου Ισιδώρου δεν κατελάμβανε τίποτε, διότι δεν εγνώριζον οι Ρώσοι και τας δύο γλώσσας, ελληνικήν τε και λατινικήν. Αλλ' όταν επανήλθον οι Ρώσοι εκπρόσωποι εις την Μόσχαν, ο Μέγας Δούκας Βασίλειος ανεκήρυξε τον Μητροπολίτην Ισίδωρον αιρετικόν και τον εφυλάκισεν.
       Εις την αρχήν του 17ου αιώνος οι Πολωνοί κατέκτησαν την Ρωσίαν και ήθελον να την υποδουλώσουν εις τον πάπαν, και διώρισαν Πατριάρχην ένα λατινόφιλον αρχιερέα, τον Ιγνάτιον, πρώην Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου. Αλλ' η σύνοδος των Ρώσων επισκόπων καθήρεσε αυτόν και έφυγεν ο Ιγνάτιος εις την Πολωνίαν.

Η Ορθόδοξη Ρουμανική Εκκλησία έναντι του Οικουμενισμού

 


(ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004 ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ Α.Π.Θ.)
 Ιερομόναχος Βησσαρίων - Ιεροδιάκονος Λεόντιος1
Ι. Μ. Αρχαγγέλων Νεάμτς
 Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΟΥ
 
       Παραμένοντες σταθεροί εις την πίστιν των Αγίων Πατέρων της Ορθοδοξίας, γινόμεθα σήμερον φορείς του λόγου των περισσοτέρων μοναχών και μοναζουσών της Ρουμανίας, οι οποίοι είναι κατά του Οικουμενισμού, μεταφέροντες την επιθυμίαν ενότητος εις την Ορθοδοξίαν και της αληθινής μαρτυρίας των Αποστολικών Παραδόσεων των Αγίων Πατέρων, δια να παρουσιάσωμεν εις τους Ορθοδόξους πιστούς απανταχού της Οικουμένης, ότι η αίρεσις του Οικουμενισμού επιδιώ­κει να υποσκάψη την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν.
       Η υποκρισία δια της οποίας ριζώνεται ημέραν καθ' ημέραν εις την ζωήν μας η νοοτροπία της νέας εποχής είναι απερίγραπτος. Υπό την μάσκαν της ανθρωποκεντρικής αγάπης και όχι της αγάπης του Χριστοκεντρικού Ουμανισμού, ο Οικουμενισμός, δια μέσου της προαγω­γής του συγκρητισμού, του θρησκευτικού σοσιαλισμού και των συμπροσευχών μετ' άλλων θρησκειών και Χριστιανικών ομολογιών, επιθυ­μεί, ένεκα της μεγάλης ταύτης αποστασίας, να εγκαθιδρύση την βασιλείαν του Αντιχρίστου επί της γης. Ο μεγαλύτερος πειρασμός είναι ότι το πονηρόν πνεύμα επιζητεί διακαώς να αποσπάση ημάς εκ της Ορθοδοξίας και να μας κάνη εργάτας του νέου βαβυλωνιακού ναού, δια την υλιστικήν βασιλείαν του Αντιχρίστου αυτού του κόσμου.
       Πριν να κάνωμε την οποιανδήποτε κρίσιν εις τα της Πίστεως, πρέπει να μη παραθεωρήσωμεν τας μαρτυρίας των προγόνων ημών, οι οποίοι εγνώριζον να διεξάγουν «τον καλόν αγώνα» και να νικούν μέχρι το τέλος: Οι Άγιοι Προφήται, Ευαγγελισταί, Απόστολοι, Ιε­ράρχαι, Ομολογηταί, Μάρτυρες και Όσιοι δια μέσου των αιώνων και από κάθε τόπον, ομοφώνως ομολογούν δια την Ορθόδοξον Εκκλη­σίαν, ότι είναι η Νύμφη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η Κιβω­τός της σωτηρίας.
       Πιστεύοντες ακραδάντως όλα τα ανωτέρω, ήλθομεν και ημείς από την Ρουμανίαν, ως εκπρόσωποι του Ορθοδόξου μοναχισμού μας, να παρουσιάσωμεν με σαφήνειαν πώς εκδηλώνεται ο Οικουμενισμός εις την Ρουμανίαν και να εύρωμεν τας ρίζας δια των οποίων εφύτρωσε και εβλάστησεν αυτό το αιρετικόν δένδρον επάνω εις τα τείχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
       Βάσει ιστορικών δεδομένων η επίσημος και «νόμιμος» προσχώρησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών εγένετο το 1964, μαζί με άλλας Εκκλησίας, οι οποίες ήσαν υπό την αιχμαλωσίαν του μεσουρανούντος τότε κομμου­νιστικού καθεστώτος. «Όμως δια να έχωμεν μίαν καθαράν εικόνα του παρόντος, θα παρουσιάσωμεν ενώπιόν σας τους ουσιαστικούς παράγον­τας, οι οποίοι ώθησαν την Ορθόδοξον Ρουμανικήν Εκκλησίαν δια να πάρη την απόφασιν εντάξεώς της εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα ημπορέσωμεν να ίδωμεν αντικειμενικώς και αμερολήπτως την σημερινήν κατάστασιν του Οικου­μενισμού εις την Ρουμανίαν.
       Η περίοδος από του 13ου έως και του 18ου αιώνος θεωρείται δια την Ρουμανικήν Ορθοδοξίαν ο χρυσούς αυτής αιών, καθ' όσον σειρά ευσεβών ορθοδόξων Ηγεμόνων ηγωνίσθησαν εις το πλευρόν του Κλή­ρου δια την προστασίαν της Εκκλησίας και την διαφύλαξιν του Χριστιανικού μας γένους από την υποδούλωσιν εις τους Τούρκους και εις τους Λατίνους. Αυτό συνέβη διότι η αγάπη τους προς το Έθνος ήτο η ίδια με την αγάπην προς τον Χριστόν και την Εκκλησίαν. Επί πλέ­ον η ζωή τους ήτο ένα υποδειγματικόν παράδειγμα και μία ορθόδοξος μαρτυρία της εν Χριστώ ζωής, η οποία παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερον εις την συνείδησιν των ορθοδόξων Χριστιανών της χώρας μας.
       Όμως οι μεγαλύτερες μεταβολές επάνω εις τα εκκλησιαστικά πράγματα εσημειώθησαν εις το μέσον του 19ου αιώνος, δια των ρου­μάνων «διαφωτιστών», οι οποίοι όντες ρουμάνοι ορθόδοξοι μετέβη­σαν εις την Δύσιν, εισήλθον εις τας τάξεις της μασονίας, εσπούδασαν εις τας σχολάς της Αναγεννήσεως και επιστρέφοντες εις την Ρουμανίαν έφερον το ουμανιστικόν πνεύμα της Δύσεως. Το πνεύμα τούτο ήτο και είναι καταφανώς εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού, το οποίον παντοιοτρόπως την πολεμεί με σκοπόν να την απομακρύνη από τας Πατερικάς της Παραδόσεις και τον πλούτον της Θεολογίας της.

Οικουμενισμός - Μαρτυρία Πίστεως - Ιεραποστολη

 


 Πρεσβύτερος Ιωάννης Reeves
 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
 Οι σκέψεις ενός ανθρώπου που ασπάσθηκε την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη, πάνω στην εμπλοκή της Ορθοδοξίας στις προσπάθειες του Οικουμενισμού.
 

ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004)

       Είκοσι επτά χρόνια πριν (την προηγούμενη εβδομάδα), στεκόμουν έξω από τις πόρτες της εκκλησίας του Αγίου Σεραφείμ στο Ντάλας του Τέξας, περιμένοντας να γίνω δεκτός στην Αγία Ορθοδοξία. Ρωτήθηκα εάν ομολογούσα την Ορθόδοξη Εκκλησία ως την Νύμφη του Χριστού, όπου μέσα της υπήρχε η αληθινή σωτηρία που ήταν στην κιβωτό με τον Νώε στον Κατακλυσμό. Το ομολόγησα με όλη μου την καρδιά. Το πίστευα τότε. Το πιστεύω και τώρα.
       Η Ορθοδοξία για μένα ήταν το Πολύτιμο Μαργαριτάρι. Ο Αρχιεπίσκοπος Ντιμίτρι του Ντάλλας με συμβούλευσε, όταν έγινα δεκτός στην Εκκλησία ότι, όσο σοβαρή και να ήταν η κατάστασή μου τότε στην Αγγλικανική μου ζωή, παρέμεινε ένας μόνο λόγος να γίνω Ορθόδοξος: το ότι πίστευα πως η Ορθοδοξία ήταν αληθινή. Αυτός ο ίδιος απαρνήθηκε την Βαπτιστική πίστη και ασπάσθηκε την Ορθοδοξία, όταν ήταν ακόμα έφηβος, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '40, και ήταν ο πλέον κατάλληλος να μου δώσει αυτή τη συμβουλή.
       Έτσι στέκομαι τώρα ενώπιον αυτής της μεγαλοπρεπούς συνάντησης των επισκόπων και ιερέων, των θεολόγων και των πνευματικών πατέρων, σαν Αμερικανός, σαν ένας που ασπάσθηκε την Ορθόδοξο πίστη, ένας «απλός ιερέας του χωριού», αισθανόμενος ταπεινά αυτό το προνόμιο, για να μιλήσω πάνω σε ένα θέμα που μας αφορά όλους. Φέρνω την άποψη ενός ανθρώπου που ζήτησε καταφύγιο στην Ορθοδοξία από το δογματικό βάλτο μέσα στον οποίο συγκρούονται πολλοί από τους συνεργάτες μας στην οικουμενική κίνηση.
       Στην ιερατική μου εκπαίδευση σε Αγγλικανική ιερατική σχολή στη δεκαετία του '70 ανησυχούσα βλέποντας τις τάσεις, που μας οδηγούσαν μακριά από την αποστολική πίστη και μαρτυρία, που υπήρχαν στο δόγμα στο οποίο τότε πίστευα. Διφορούμενες σκέψεις και αμφιβολίες περί Ενσάρκωσης, Ανάστασης και Θαυμάτων ήταν εύκολα αποδεκτά. Τα δόγματα της πίστεως σταδιακά αποχρωματίζονταν. Η χειροτονία των γυναικών ήταν στον ορίζοντα. Η υποστήριξη των αμβλώσεων, για τις οποίες κάποιοι Επισκοπικοί κληρικοί ήδη παρείχαν υπηρεσίες (όπως το να μεταφέρουν νεαρές γυναίκες στις κλινικές), και η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας δεν έκαναν καθόλου αίσθηση στους καθηγητές και σπουδαστές.
       Μάλιστα, η «ηθική αναλόγως των περιστάσεων» έθετε τώρα τους κανόνες. Βέβαια, δεν υπήρχαν πλέον κανόνες. Η ηθική ήταν τώρα αναλόγως των περιστάσεων. Η «συμπεριληπτική γλώσσα» θα έκανε τώρα το ντεμπούτο της χωρίς μεγάλη φασαρία. Ο Θεός που μέχρι τώρα ήταν ο Πατέρας μας θα γινόταν και Μητέρα μας. Το ότι η Επισκοπική Εκκλησία θα χειροτονούσε επίσκοπο έναν ιερέα ο οποίος δεν έκρυβε την ομοφυλοφιλία του τρεις δεκαετίες μετά, το 2003, ή το ότι οι επίσκοποι της Επισκοπικής Εκκλησίας τώρα εγκρίνουν τις τελετές για «άγιες ενώσεις» των ομοφυλοφίλων δεν με εκπλήσσει καθόλου. Ο κύβος ερρίφθη χρόνια πριν.
       Σε μια μεταμοντέρνα εποχή, μέσα στην οποία οι Αμερικανοί νομίζουν ότι ζουν, η αλήθεια τελικά ορίζεται ως ό,τι θέλει ο καθένας να είναι για τον εαυτό του. Δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτο. Τα αρχαία σύνορα της πίστεως και της ηθικής δεν υφίστανται πλέον. Δεν υπάρχουν πλέον μετα-αφηγητισμοί. Εάν ο μοντέρνος Άνθρωπος θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να διακρίνει την Αλήθεια μέσα από τη λογική, ο μεταμοντέρνος Άνθρωπος πιστεύει ότι ο καθένας μπορεί να φθάσει μέσω της εμπειρίας σε «σχετικές αλήθειες», οι οποίες ορίζονται η κάθε μία από τον πολιτισμό της, και όλες είναι εξίσου έγκυρες. Η Ορθόδοξος αντίληψη ότι η Αλήθεια είναι ένας Άνθρωπος, ο οποίος είναι η τέλεια αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ότι η Εκκλησία είναι ο στύλος και το θεμέλιο αυτής της Αλήθειας, ότι η πίστη την οποία ομολογούμε με λόγο και με πράξη έχει ιδρύσει το Σύμπαν, έρχεται σε σύγκρουση με τα βασικά δόγματα και πιστεύω της κυριαρχούσας μεταμοντερνικής θρησκευτικής κουλτούρας των περισσοτέρων οικουμενικών συντρόφων μας στην Αμερική

Επιστροφές ετεροδόξων στην Ορθοδοξία

 


Ιεομόναχος π. Αλέξιος Καρακαλληνός (πρώην Μεθοδιστής)

Επιστροφές ετεροδόξων στην Ορθοδοξία

Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: ΓΕΝΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ - ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ
...Με αγάπη απορρίπτομε τον οικουμενισμό, επειδή θέλομε να προσφέρομε στους ετερόδοξους ακριβώς εκείνο, που ο Κύριος εχάρισε πλούσια σε όλους εμάς μέσα στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή την ευκαιρία να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού, «τέκνα Φωτός» και «κληρονόμοι της Βασιλείας, ήν ο Κύριος επηγγείλατο τοις αγαπώσιν Αυτόν»...

Ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Και όπως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: «Η Χάρις εις πάντας εκκέχυται· ουκ Ιουδαίον, ουκ Έλληνα, ου βάρβαρον, ου Σκύθην, ουκ ελεύθερον, ου δούλον αποστρεφομένη· πάντας ομοίως προσιεμένη (προσεγγίζουσα) και μετά της ίσης τιμής».
Αν και σήμερα κάποια έθνη έχουν διαφορετικό όνομα, ο Χριστός συνεχίζει το έργο Του, της σωτηρίας των ανθρώπων, προσκαλώντας στην Ορθόδοξη Εκκλησία πολλούς, που ανετράφησαν μέσα σε κοινότητες ετερο-Ορθοδόξων Χριστιανών. Οι περιπτώσεις τους είναι ποικίλες και ομοιάζουν - αν τις συνθέσει κανείς - με ένα πολύχρωμο χαλί από τους θαυμαστούς τρόπους της Θείας Χάριτος και το μυστήριο της ανθρωπίνης καρδιάς.
Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις οποίες κάποιος, που ανήκει σε μια ετερόδοξη ομολογία, έρχεται στην Ορθοδοξία. Αλλά ο πιο σημαντικός παράγων είναι πάντα η παρουσία της Θείας Χάριτος, η οποία δρα κατά ποικίλους τρόπους, αγγίζοντας την ψυχή κάθε ανθρώπου, που είναι δεκτικός φωτισμού, και οδηγώντας τον να αναζητήσει την αλήθεια. Μετά, εκείνος πωλεί ό,τι έχει στην κατοχή του, με σκοπό να αποκτήσει τον «πολύτιμο μαργαρίτη», την Ορθόδοξη πίστη μας.
Από το πολύ έλεος του Θεού, η Θεία Χάρις άγγιξε και την ιδική μου ψυχή οδηγώντας με αρχικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τελικά στο Άγιον Όρος, αν και μεγάλωσα σε μια μικρή προτεσταντική κοινότητα, σε μια επίσης μικρή πόλη των ΗΠΑ, όπου ούτε ποτέ συνάντησα μια Ορθόδοξη ενορία, ούτε ποτέ είχα οποιαδήποτε επαφή με κάποιον Ορθόδοξο χριστιανό. Όταν ήμουν νέος είχα διδαχθή ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες ήταν βασικά ίδιες, και ότι οι διαφορές μεταξύ τους ήταν ασήμαντες. Παρόλα αυτά η πείρα με έκανε να θέσω υπό κρίση αυτή την κεντρική διδασκαλία της Οικουμενιστικής Κινήσεως.
Όταν ήμουν 14 ετών και παρακολουθούσα το μάθημα του κατηχητικού σχολείου σε ένα ναό των Μεθοδιστών, συγκεκριμένα στο ναό όπου ο παππούς μου ήταν παλαιότερα ο πάστορας, έκανα στον κατηχητή μου την εξής ερώτηση: «Γιατί πρέπει να είμαι Μεθοδιστής και όχι Ρωμαιοκαθολικός ή Πρεσβυτεριανός ή Βαπτιστής; Πώς μπορώ να ξέρω ότι οι Μεθοδιστές έχουν την αλήθεια;». Ο κατηχητής μου, όμως, δεν μου έδωσε ικανοποιητική απάντηση, και από τότε άρχισε η μακρά μου πορεία αναζητήσεως της Αληθείας.
Τώρα βλέπω ότι ο δικός μου δρόμος της αναζητήσεως είχε πολλά κοινά σημεία με εκείνα άλλων αναζητητών, οι οποίοι επίσης κατέληξαν από την ετεροδοξία στην Ορθοδοξία, και θα ήθελα να σκιαγραφήσω κατ' αρχήν τους κύριους λόγους - λίγο πολύ κοινούς - για τους οποίους κάποιος ετερόδοξος προσέρχεται στην Ορθοδοξία. Και, κατά δεύτερον λόγον, να επισημάνω μερικές συνέπειες που έχει αυτή η μεταστροφή του στην Ορθοδοξία όσον αφορά στην εμπλοκή μας στην Οικουμενιστική Κίνηση. Λόγω ελλείψεως χρόνου δεν μπορώ να παρουσιάσω πολλά παραδείγματα, τα οποία θα περιληφθούν στα Πρακτικά του Συνεδρίου.

Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο.

 


ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: ΓΕΝΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ - ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ
 (Πορίσματα)
 
       Στην Θεσσαλονίκη συνήλθε και διεξήγαγε με μεγάλη επιτυχία τις εργασίες του «Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο» με θέμα «Οικουμενισμός: Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις». Το συνέδριο συνδιοργάνωσαν το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών. Οι εργασίες διεξήχθησαν από 20 μέχρι 24 Σεπτεμβρίου 2004 στην Αίθουσα Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
       Την έναρξη των εργασιών εκήρυξε ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος. Παρέστησαν και εχαιρέτησαν το Συνέδριο μητροπολίτες, ο νομάρχης Θεσσαλονίκης κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, βουλευτές και πανεπιστημιακοί καθηγητές.
       Ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου, που απετελείτο από καθηγουμένους ιερών μονών, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, μεταξύ των οποίων ήσαν πολλοί θεολόγοι, καθηγηταί των δύο Θεολογικών Σχολών και φοιτηταί της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επί πέντε ημέρες, εξήντα (60) εκλεκτοί εισηγηταί, μεταξύ των οποίων και επίσκοποι, από πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ανέλυσαν το φαινόμενο του Οικουμενισμού από κάθε πλευρά.
       Με βάση τις πολλές εισηγήσεις και τις διεξαχθείσες ενδιαφέρουσες συζητήσεις οι σύνεδροι προέβησαν στις ακόλουθες εκτιμήσεις και προτάσεις:
 
Α. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
 
       1. Ο Οικουμενισμός κατασκεύασμα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού. Αποκρύπτει την απομάκρυνση από την αληθή Εκκλησία.
      
       Ο Οικουμενισμός ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνος στους κόλπους του Προτεσταντισμού, ως προσπάθεια να επανεύρει την ενότητά του ο διηρημένος σε πάμπολλες ομάδες και παραφυάδες προτεσταντικός κόσμος. Δεν έχει καμμία σχέση με την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται με πληρότητα, γεωγραφική και εκκλησιολογική, στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία εξακολουθεί να πιστεύει «ό,τι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη». Η ύπαρ­ξη αιρέσεων και σχισμάτων δεν αναιρεί ούτε την ενότητα ούτε την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι μία και καθολική. Οι αιρέσεις και τα σχίσματα, όπως είναι οι «καθολικές» και προτεσταντικές «εκκλησίες» της Δύσεως και οι αντιχαλκηδόνιες της Ανατολής, δεν είναι οι νόμιμες και αυθεντικές τοπικές εκκλησίες αυτών των χωρών. επανευρίσκουν την ενότητα και καθολικότητα, καθίστανται αληθείς εκκλησίες, όταν ενσωματωθούν στην πίστη και στη ζωή της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία. είναι η μόνη Εκκλησία. Επομένως το λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», ως φορέας, από την αρχή μέχρι σήμερα, του Προτεσταντικού Οικουμενισμού, είναι υπό αληθή εκκλησιολογική έννοια «Παγκόσμιο Συμβούλιο αιρέσεων και σχισμάτων».
       Από την ενότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας εξήλθε στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας με το σχίσμα του 1054 μ.Χ. ο Παπισμός, ο οποίος με την υιοθέτηση αιρέσεων, όπως αυτές του filioque και του πρωτείου του πάπα, παρέσυρε στην αίρεση και στην πλάνη την μέχρι τότε ορθόδοξη Εκκλησία της Ρώμης, η οποία ανέδειξε πολλούς αγίους, μάρτυρας και ομολογητάς. Αποκομμένη από την μία και αληθή Εκκλησία η τοπική Εκκλησία της Ρώμης, αιχμάλωτη του Σχολαστικισμού και των κοσμικών επιδιώξεων των παπών, όχι μόνον δεν κατόρθωσε να κρατήσει σε ενότητα τον δυτικό Χριστιανισμό, αλλά έγινε πηγή νέων αιρέσεων και σχισμάτων, όπως της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως του 16ου αιώνος στις ποικίλες μορφές της, του Αγγλικανισμού και του Παλαιοκαθολικισμού. Αλλοίωσε τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της Εκκλησίας σε ανθρώπινο καθίδρυμα κατεξουσιάσεως των πιστών και οδήγησε σε αποχριστιάνιση και αποεκκλησιοποίηση της Ευρώπης. Εισηγητές και σύνεδροι αποδέχθηκαν τον προσφυέστατο ορισμό του Οικουμενισμού που μας άφησε ο όσιος Γέροντας π. Ιουστίνος Πόποβιτς, σύμφωνα με τον οποίο: «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τους ψευδοχριστιανισμούς, διά τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά τους είναι η παναίρεσις»1.
       Οι ενωτικές προσπάθειες μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως που έγιναν κατά την διάρκεια πέντε αιώνων, από το σχίσμα μέχρι την άλωση της Πόλεως από τους Τούρκους το 1453, με αντίστοιχους θεολογικούς διαλόγους, απέτυχαν, διότι δεν συνοδεύονταν από αληθή μετάνοια, προθυμία αποκηρύξεως της πλάνης και επιστροφής στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Οικονομίες και υποχωρήσεις σε θέματα πίστεως για την επίτευξη της ενώσεως αποκρούσθη­καν πάντοτε από την αγρυπνούσα και φυλάττουσα συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Παρά την προφανή εγκόσμια σκοπιμότητα και πολιτική χειραγώγηση δεν κατέληξαν πάντως αυτές οι προσπάθειες σε δογματικό μινιμαλισμό, σε συγκρητιστική ισοπέδωση και σε κοσμική αγαπολογία, όπως οι οικουμενιστικοί διάλογοι  του 20ού αιώνος. Επεκράτησε η αποστολική και αγιοπατερική αρχή ότι «ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της πίστεως».
       Αυτό που δεν κατορθώθηκε επί αιώνες με τον Παπισμό επιχειρείται από τις αρχές του 20ού αιώνος με τον προτεσταντικό Οικουμενισμό, τον οποίον ενίσχυσε και ο παπικός Οικουμενισμός μετά την Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1963-1965). Αμφότεροι, Παπισμός και Προτεσταντισμός, χάνουν διαρκώς το κύρος τους σε Αμερική, Ευρώπη και απανταχού της γης. Με τον Οικουμενισμό προσπαθούν να καλυφθούν, να αποκρύψουν την αλλοτρίωση και απομάκρυνσή τους από την μόνη και αληθή Εκκλησία του Χριστού, να κατοχυρώσουν την μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση των αιώνων, ότι δηλαδή δεν υπάρχει, ότι εξέλι­πε η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες διασώζουν στοιχεία εκκλησιαστικότητος, ώστε να μη προβληματίζονται οι πιστοί τους και αναζητούν την αληθή Εκκλησία και την σωτηρία τους.
 
2. Οι προβαλλόμενοι λόγοι της συμμετοχής των Ορθοδόξων δεν είναι αληθείς και έχουν διαψευσθή.
       Δυστυχώς στην παναίρεση αυτή του Οικουμενισμού, με τις βαρύτατες σωτηριολογικές επιπτώσεις, αναμίχθηκε από την αρχή και η Ορθόδοξη Εκκλησία με κάκιστες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με τις γνωστές εγκυκλίους των ετών 1902, 1920 και 1952 εισήλθε στην οικουμενιστική διαδικασία, αναλαμβάνοντας μάλιστα ηγετικό ρόλο σ' αυτήν. Η παλαιά αποστολική και αγιοπατερική στάση του έναντι των αιρέσεων και των σχισμάτων αλλάζει ριζικά από το 1902 με την επίδραση της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας. Από την εποχή μάλιστα του πατριάρχου Αθηναγόρου μέχρι σήμερα κατέστη και επίσημη στάση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία παρέσυρε ολίγον κατ' ολίγον και τις άλλες αυτοκέφαλες εκκλησίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους αντιμετώπισαν στην αρχή και μέχρι των αρχών του δευτέρου μισού του 20ού αιώνος με πολύ δισταγμό και επιφυλάξεις τις σχετικές πρωτοβουλίες. Στο Συνέδριο διαπιστώθηκε από τις εισηγήσεις και τις συζητήσεις ότι τα κίνητρα της συμμετοχής των αυτοκεφάλων εκκλησιών στην Οικουμενική Κίνηση, δεν ήσαν πνευματικά, αλλά πολιτικά, κοινωνικά, εθνικά· η κάθε μία εκκλησία ξεχωριστά επεδίωξε με τη συμμετοχή της, είτε να εξασφαλίσει την προστασία και την ενίσχυση είτε να αποφύγει την οργή του πανίσχυρου δυτικού χριστιανικού κόσμου, όπως έγινε και στις παλαιές ενωτικές συνόδους κατά την εποχή των σταυροφοριών και ολίγον προ της αλώσεως.
       Η απουσία θεολογικών και πνευματικών λόγων, εξ αιτίας της οποίας δεν προσφέρεται στους ετεροδόξους ο γνήσιος ευαγγελικός λόγος και η σώζουσα αλήθεια, δεν ομολογείται φυσικά από τους υποστηρικτάς του Οικουμενισμού, μεταξύ των οποίων ασφαλώς υπήρξαν και σημαντικές θεολογικές προσωπικότητες με αγαθά κίνητρα και ορθόδοξη μαρτυρία στα πρώτα στάδια του Οικουμενισμού. Οι προβληθέντες και προβαλλόμενοι θεολογικοί και πνευματικοί λόγοι υπέρ της συμμετοχής των Ορθοδόξων στους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους και στο ονομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» είναι βασικώς δύο: η αγάπη προς τους ετεροδόξους και η μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως. Η αγάπη όμως δεν χωρίζεται από την αλήθεια. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αληθείας και δεν οδηγεί στην συνάντηση και αποδοχή της σώζουσας αλήθειας, που είναι ο Χριστός και η Εκκλησία Του, είναι επικίνδυνη παγίδα που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, απομα­κρύνει από την σωτηρία. Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας, και μόνον ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί. Είναι δυνατόν να στρέφεται η αγάπη εναντίον της αληθείας; Η αίρεση είναι αναλήθεια, ψεύδος, δαιμονισμός, μίσος και παραποίηση της αλήθειας της Εκκλησίας, αγάπη του ψεύδους. Στους οικουμενικούς διάλογους «χρησιμοποιήθηκε» περισσώς η αγάπη και χάθηκε η αλήθεια, που θεωρήθηκε ως αναζητούμενη, ως μη υπάρχουσα σε καμμία από τις εκκλησίες. Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία δεν αναζητά την αλήθεια. Την έχει. Και αυτήν πρέπει εν αγάπη να δώσει στους ετεροδόξους που την στερούνται ή την έχουν αλλοιώσει. Προτιμάται της αγάπης η αλήθεια, όπως διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ' ίστασο γενναίως έως θανάτου... την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς»2. Και συνιστά με έμφαση: «Μηδέν νόθον δό­γμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε»3. Ο Οικουμενισμός περιπίπτει σε φοβερό αμάρτημα, και διότι αρνείται την αλήθεια, την οποία πολλοί ετερόδοξοι αγωνίσθηκαν πολύ να βρουν, και διότι προσπαθεί να κλείσει την πόρτα σε όσους την αναζητούν. Κατά αλήθειαν, τα λόγια του Χριστού προς τους Φαρισαίους έχουν εφαρμογή και στους οικουμενιστάς: «Ουαί δε υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών, έμπροσθεν των ανθρώπων υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν»4.
       Ως προς την επιδιωκόμενη μαρτυρία της πίστεως, ακόμη και αν αποτελούσε αγαθή προσδοκία και ελπίδα, αυτό έχει εκ των πραγμάτων διαψευσθή. Δεν μπορεί πάντως να νομίζει κανείς ότι θα μαρτυρήσει και θα κηρύξει την Ορθόδοξη Πίστη, αρχίζοντας με προδοσία της πίστεως. Η ίδια η πράξη της συμμετοχής στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και στους θεολογικούς διάλογους με τους αιρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες και Μονοφυσίτες, συνιστά άρνηση της μοναδικότητος της Εκκλησίας, εξίσωση και εξομοίωση της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με τις αιρέσεις και τα σχίσματα. Είναι, όπως ελέχθη, η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας. Διηρωτάτο ο αείμνηστος μητροπολίτης Σάμου κυρός Ειρηναίος, εκφράζων και την θέση πολλών άλλων αρχιερέων: «Πώς είναι δυνατόν ορθόδοξοι αρχιερείς να μετέχουν εκκλησιαστικού οργανισμού, όπου εξοβελίζεται η Αγία Τριάς, οι δε μετέχοντες πιστεύουν ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι θρυμματισμένη και ότι κάθε αίρεσις είναι τεμάχιόν της και ότι η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία είναι και αυτή εν τεμάχιον;»5. Δεν υπάρχει πράγματι κανείς ανάμεσα στους Αγίους Αποστόλους και στους Πατέρες της Εκκλησίας, ο οποίος με τη διδασκαλία, τη ζωή και τα έργα του θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα, που θα δικαιολογούσε την ιδιότητα μέλους και την περαιτέρω παραμονή μας σε μία παρασυναγωγή αιρετικών, όπως το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», και σε παρόμοια συμβούλια και συνάξεις.
       Επειδή λοιπόν η ρίζα του Οικουμενισμού ήταν και είναι κακή, γι' αυτό και οι καρποί του είναι κακοί: «Εκ γάρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται»6. Έκλεισε ο Οικουμενισμός ένα σχεδόν αιώνα ζωής, έδειξε σαφώς την ταυτότητά του και μπορούμε με ασφάλεια να τον κρίνουμε. Ανησυχούν μάλιστα για την πορεία του και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε ακόμη και συνειδητοί υπέρμαχοι και υποστηρικταί του από πλευράς Ορθοδόξων, και προσπαθούν με πολλούς τρόπους να αποτρέψουν την ήδη αρξαμένη και τείνουσα να αυξηθεί αποχώρηση πολλών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στο Συνέδριο από πολλούς εισηγητάς παρου­σιάσθηκε η ολέθρια καρποφορία των θεολογικών διαλόγων και της συμμετοχής μας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Πριν παρουσιάσουμε εν συντομία τα αποτελέσματα των θεολογικών διαλόγων, παραθέτουμε την σημαντική εκτίμηση εισηγητών και συνέδρων, σύμφωνα με την οποία από την εξάπλωση του οικουμενιστικού κινήματος και την παρουσία των Ορθοδόξων στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια οι οικουμενισταί δεν έχουν μεταστρέψει κανένα ετερόδοξο στην Ορθόδοξη πίστη. Αντιθέτως οι μεταστροφές έγιναν παρά την επικρατήσασα στον Οικουμενισμό τάση να παραμένουν όλοι στις ομολογίες τους, εν όψει της αναμενομένης ενώσεως των «εκκλησιών». Επίσκοποι της διασποράς αρνήθηκαν να δεχθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία επιστρέφοντες ετεροδόξους. Πού λοιπόν στηρίζεται και πού βρίσκεται η πολυδιαφημισθείσα μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως; Αντίθετα, αντί να μαρτυρούμε την αλήθεια, συμμαρτυρούμε την αίρεση και την πλάνη. Έχει επέλθει από τον μακροχρόνιο και μοναδικό στην εκκλησιαστική ιστορία συγχρωτισμό μας με τους αιρετικούς τέτοια αλλοτρίωση και άμβλυνση του ορθοδόξου φρονήματος, ώστε ευχερώς πλέον κληρικοί και θεολόγοι υπογράφουν κείμενα διαλόγων, όπου προσβάλλονται και αθετούνται αποστολικά και πατερικά δόγματα, η αίρεση παρουσιάζεται ως αλήθεια και οι αιρετικοί εμφανίζονται ως Ορθόδοξοι, το βάπτισμα και τα μυστήριά τους αναγνωρίζονται ως έγκυρα, γι' αυτό και σταδιακά από τις συμπροσευχές προχωρούμε και στην μυστηριακή κοινωνία (intercommunio).
 
3. Ο διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς ανώφελος και επιζήμιος.
       Έτσι, για να αρχίσουμε από τον Παπισμό, διαπιστώθηκε ότι ο υπερεικοσαετής θεολογικός διάλογος άρχισε κατά πρωτοφανή μεθόδευση όχι από τα χωρίζοντα, αλλά από τα ενούντα, ώστε οι μεν πιστοί της Ρώμης να εφησυχάζουν και να μην αναζητούν αλλού την αλήθεια, αφού δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές και όλοι ανήκουν στην Εκκλησία, οι δε κληρικοί του πάπα να αξιοποιούν επικοινωνιακά τις συναντήσεις με τους Ορθοδόξους και τις συμπροσευχές, ώστε να προωθούν τον επαίσχυντο και ύπουλο θεσμό της Ουνίας μεταξύ πτωχών και ταλαιπωρημένων από δυσμενείς πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες ορθοδόξων λαών, εκμεταλλευόμενοι την φτώχεια και την ανέχεια. Η Ουνία, μολονότι ευθύνεται για την διακοπή του θεολογικού διαλόγου, εξακολουθεί να ενισχύεται από το Βατικανό με ποικίλους τρόπους. Σημαντικός αριθμός εισηγήσεων αφιερώθηκε στην εξέταση της ιστορικής εξελίξεως και της σημερινής δράσεως της Ουνίας, με το συμπέρασμα ότι η Ρώμη δεν αφίσταται των προσηλυτιστικών και επεκτατικών της βλέψεων εις βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία υποκριτικά ονομάζει και δέχεται ως «αδελφή εκκλησία». Την ώρα που συζητά και διαλέγεται, συγχρόνως απλώνει αρπακτικά το χέρι της σε ορθόδοξα ποίμνια και ιδρύει επισκοπές και δικαιοδοσίες για προσηλυτιστικούς λόγους μέσα σε ορθόδοξες δικαιοδοσίες, δεν κρύβει δε και την επιθυμία να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα επί των Παναγίων Προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Δεν δέχθηκε την καταδίκη της Ουνίας που υπέγραψαν ομόφωνα Ορθόδοξοι και Παπικοί θεολόγοι μέλη της «Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» κατά την Στ' Συνέλευση της Ολομελείας στο Freising του Μονάχου (6-15 Ιουνίου 1990), απόδειξη περί του πόσο σέβεται και πόσο θα σεβασθεί τα αποτελέσματα του οποιουδήποτε διαλόγου, όταν θίγουν τις επιδιώξεις της. Για να εξαφανίσει δε τελείως αυτήν την καταδίκη, παρέσυρε τους Ορθοδόξους σε νέα συζήτηση του θέματος στο Balamand του Λιβάνου (17-24 Ιουνίου 1993), όπου αθωώθηκε και νομιμοποιήθηκε η Ουνία με τις υπογραφές αντιπροσώπων εννέα αυτο­κεφάλων και αυτονόμων εκκλησιών (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρωσίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Πολωνίας, Αλβανίας, Φιλλανδίας), ενώ δεν έλαβαν μέρος αρνούμενες την μεθόδευση έξη εκκλησίες (Ιεροσολύμων, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ελλάδος, Τσεχοσλοβακίας).
Το σημαντικώτερο όμως γνώρισμα του κειμένου του Balamand δεν βρίσκεται στην αθώωση και νομιμοποίηση της Ουνίας, αλλά στις σοβαρές παραχωρήσεις των Ορθοδόξων αντιπροσώπων σε θέματα πίστεως. Για πρώτη φορά, με αθέτηση της σταθερής και καθαγιασμένης πατερικής παραδόσεως αιώνων αλλά και συγχρόνων «Δηλώσεων» και «Αποφάνσεων», Ορθόδοξοι θεολόγοι αρνούνται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία· δέχονται ότι συναποτελεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την Μία Εκκλησία και είναι από κοινού με αυτήν υπεύθυνη για την διατήρηση της Εκκλησίας στην πιστότητα της θείας οικονομίας. Για τον λόγο αυτό Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ποιμένες πρέπει αμοιβαίως να αναγνωρίζονται ως αληθείς ποιμένες της ποίμνης του Χριστού. Υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση των μυστηρίων, της αποστολικής διαδοχής και της ομολογίας της αποστολικής πίστεως. Μετά από το κείμενο του Balamand, όπου ουσιαστικά υπεγράφη ένα νέο είδος Ουνίας, δικαιολογούνται απολύτως οι επισκέψεις του πάπα στις «αδελφές εκκλησίες» της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Ελλάδος. Δικαιολογείται επίσης η αποδοχή της «Βαπτισματικής Θεολογίας» της Β' Βατικανείου Συνόδου από πολλούς Ορθοδόξους Θεολόγους. Σύμφωνα με αυτήν το εκτός της Εκκλησίας βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο καθ' εαυτό· το βάπτισμα καθορίζει τα όρια της Εκκλησίας και όχι η Εκκλησία την εγκυρότητα του Βαπτίσματος. Με το βάπτισμα όλοι οι Χριστιανοί, όπου και αν ανήκουν, γίνονται μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, γι' αυτό και ο αναβαπτισμός των ετεροδόξων από τους Ορθοδόξους απαγορεύεται ήδη στο κείμενο του Balamand. Από τις σχετικές όμως εισηγήσεις και την επακολουθήσασα συζήτηση στο Συνέδριο κατοχυρώθηκε πλήρως η άποψη ότι έκτος της Εκκλησίας δεν ενεργεί η σώζουσα Χάρις του Αγίου Πνεύματος, και επομένως τα μυστήρια των ετεροδόξων είναι άκυρα και ανυπόστατα. Κατ' ακρίβειαν οι επιστρέφοντες στην Ορθόδοξη Εκκλησία ετερόδοξοι πρέπει να βαπτίζονται.
       Διαπιστώθηκε επίσης ότι η «Λειτουργική Κίνηση», καλλιεργηθείσα επί μακρόν στους κόλπους του Παπισμού και υιοθετηθείσα από την Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1963-1965), επηρέασε επίσης Ορθοδόξους κληρικούς και θεολόγους. Υπό το πρόσχημα της «Λειτουργικής Ανανέωσης» αποβλέπει στην ένωση των Ορθοδόξων υπό τον πάπα κατά το πρότυπο των Ουνιτών. Προσπαθεί σταδιακά, μετά από κάποιο χρόνο ψυχολογικής προετοιμασίας, να επιβάλει μία αδογματική λατρεία, χωρίς αναφορές σε δόγματα, αιρέσεις και ομολογητάς αγίους, ώστε η νέα Ουνία να γίνεται δεκτή από όλους. Έτσι εξηγείται και ο προωθούμενος σχεδιασμός της κάθαρσης των λειτουργικών κειμένων.
 
4. Η συμμετοχή στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και οι διάλογοι με τους Προτεστάντες.
 
       Στον χώρο του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» και στους θεολογικούς διαλόγους συνολικά με τις Προτεσταντικές ομολογίες, Λουθηρανισμό, Αγγλικανισμό, Μετερρυθμισμένους, διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση είναι εξ ίσου ζοφερή ή και ζοφερώτερη. Ο διά της συμμετοχής μας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» ευτελισμός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με τον υποβιβασμό και την έκπτωσή της σε ένα κομμάτι, σε ένα μέλος της συνάξεως των πολυπληθών αιρέσεων και σχισμάτων, όχι μόνο της στέρησε αριθμητικά, ως ανύπαρκτης σχεδόν στις διάφορες ψηφοφορίες, την δυνατότητα να έχει αποφασιστικό λόγο στις διάφορες συνελεύσεις, αλλά κυρίως αυτός ο υποβιβασμός και η ισοπέδωση απεθράσυναν τους ελευθερόφρονες Προτεστάντες, ώστε να εισάγουν στις διάφορες συναντήσεις και να συζητούν θέματα τα οποία αναιρούν το ίδιο το Ευαγγέλιο και την Παράδοση της Εκκλησίας, τον ίδιο τον Χριστιανισμό, όπως είναι τα θέματα της ιερωσύνης των γυναικών, του γάμου των ομοφυλοφίλων και διάφορες ανιμιστικές ειδωλολατρικές εκδηλώσεις πίστεως και λατρείας.
       Υπήρξε τέτοια και τόση η αντίδραση για την αποστασία αυτή των Προτεσταντών από την Χριστιανική πίστη και ζωή, που αποδεικνύει περίτρανα ότι είναι μύθος και φαντασία η δήθεν μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως κατά τη συμμετοχή μας στους θεολογικούς διαλόγους, ώστε πολλές Ορθόδοξες εκκλησίες έλαβαν οριστική και αμετάκλητη απόφαση να αποχωρήσουν από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και από τους θεολογικούς διαλόγους, όπως έπραξε πρώτη το 1992 η Μήτηρ των Εκκλησιών, το παλαίφατο και πρεσβυγενές Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, και ακολούθησαν στη συνέχεια η Εκκλησία Γεωργίας και η Εκκλησία Βουλγαρίας, ενώ ήσαν έτοιμες να αποχωρήσουν και άλλες Ορθόδοξες εκκλησίες. Η Εκκλησία της Σερβίας αποφάσισε σε συνεδρία της Ιεράς Συνόδου κατά Μάιο-Ιούνιο του 1997 να αποχωρήσει από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», απόφαση που δυστυχώς δεν εφήρμοσε στη συνέχεια. Η Εκκλησία της Κύπρου επίσης σε συνεδρία της Ιεράς Συνόδου διχάσθηκε· ισοψήφισαν τα μέλη της κατά την σχετική συνεδρία, και μόνον το βάρος της ψήφου του αρχιεπισκόπου έσωσε την απόφαση της παραμονής στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», ώστε να αποφευχθούν αρνητικές συνέπειες στο εθνικό θέμα της νήσου. Έντονος προβληματισμός υπήρχε και στην Εκκλησία της Ελλάδος πριν από την σημερινή ηγεσία, όπως και στην Εκκλησία της Ρωσίας, σε επίπεδο μάλιστα εκκλησιαστικού πληρώματος.
      Οι ενδοορθόδοξες αυτές εξελίξεις που αποδεικνύουν και θα απεδείκνυαν εμφανέστερα, αν ολοκληρώνονταν, ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία παραμένει πιστός μάρτυρας και φύλακας της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής, δυστυχώς ανεστάλησαν με την υποβολή της γνώμης από τον αρχαίο ψιθυριστή και επίβουλο της σωτηρίας, ότι δεν πρέπει να διασπασθεί η διορθόδοξη ενότητα και πρέπει από κοινού να αποφασίσουν σχετικά όλες οι εκκλησίες, μολονότι είναι γνωστόν ότι και η συμμετοχή δεν αποφασίσθηκε από κοινού, αλλά κάθε εκκλησία αποφάσισε ξεχωριστά. Αλλοίμονο αν οι Άγιοι Πατέρες και οι ορθόδοξες σύνοδοι περίμεναν να πάρουν κοινές αποφάσεις με τους αιρετικούς ή με τους φίλους των αιρετικών και τους αιρετικά φρονούντας.
       Έτσι, με αίτημα των εκκλησιών Σερβίας και Ρωσίας, συνήλθε η «Διορθόδοξη Συνάντηση της Θεσσαλονίκης» με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (29 Απριλίου-2 Μαΐου 1998), η οποία επάγωσε όλες τις σχετικές κινήσεις με αναγνώριση βέβαια του δικαίου των αντιδράσεων και των αποφάσεων, αλλά με έκκληση παραμονής επί τη ελπίδι της βελτιώσεως των πραγμάτων. Αναγνωρίζεται εις το ανακοινωθέν ότι «μετά ένα αιώνα ολόκληρον ορθοδόξου συμμετοχής εις την Οικουμενικήν Κίνησιν και παρουσίας ημίσεος αιώνος εις το Π. Σ. Εκκλησιών, δεν διαπιστούται ικανοποιητική πρόοδος εις τον πολυμερή μεταξύ των Χριστιανών Θεολογικόν Διάλογον. Αντιθέτως το χάσμα μεταξύ Ορθοδόξων και Προτεσταντών γίνεται μεγαλύτερον λόγω της αυξήσεως αναλόγων τάσεων (="περιεκτική" γλώσσα, χειροτονία γυναικών, δικαιώματα σεξουαλικών μειονοτήτων, θρησκευτικός συγκρητισμός) εν τοις κόλποις ορισμένων Προτεσταντικών Ομολογιών».
       Για να αποκτήσει και θεολογικό υπόβαθρο η εσφαλμένη αυτή απόφαση, να παράσχει επιχειρήματα στους οικουμενιστάς και οικουμενίζοντας και να καθησυχάσει τις ανησυχίες των Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνεκλήθη στη Θεσσαλονίκη «Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο», τυπικώς μεν από την Θεολογική Σχολή, ουσιαστικώς όμως από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», που μετείχε με εκπροσώπους του, και από οικουμενιστάς καθηγητάς της Θεολογικής Σχολής, τον Ιούνιο του 2003, παρουσία και του Μακαριωτάτου αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου. Αποδείχθηκε άλλη μία φορά ο μύθος της μαρτυρίας της Ορθοδόξου πίστεως. Στα πορίσματά του το οικουμενιστικό αυτό συμπόσιο προσβάλλει την Ορθόδοξη Θεολογία με την θέση του για την ιερωσύνη των γυναικών και ανατρέπει την κανονική λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας στο θέμα της συμπροσευχής. Διαπιστώνει στα Πορίσματά του την «αδυναμία της εναντίον της χειροτονίας των γυναικών θεολογικής επιχειρηματολογίας των Ορθοδόξων» και αποφαίνεται για το θέμα της συμπροσευχής ότι «η μόνη κοινή προσευχή που ρητά απαγορεύεται είναι η ευχαρι­στιακή». Στο τέλος μάλιστα ως συμπέρασμα αυτών των θέσεων διαπιστώνεται ότι, αφού δεν έχουμε επιχειρήματα στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών, οι δε συμπροσευχές πλην της ευχαριστιακής επιτρέπονται, κακώς και αθεολογήτως απεχώρησαν μερικές Ορθόδοξες Εκκλησίες από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Γι' αυτό κάνουν έκκληση προς τις εκκλησίες Γεωργίας και Βουλγαρίας να επιστρέψουν «στην ευρεία παγκόσμια οικουμενική οικογένεια». Τον παντελώς αστήρικτο και έωλο αυτό θεολογικό λόγο αποδέχθηκε, ως φαίνεται, και ο παρών στις εργασίες του συμποσίου αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος εδήλωσε, με ή χωρίς συνοδική κάλυψη, ότι βλέπει «να απομακρύνεται η περίπτωση της αποχώρησης της Εκκλησίας μας (=Εκκλησίας της Ελλάδος) από το Π.Σ.Ε».
       Σχετικά με τα δύο σημαντικά θέματα της ιερωσύνης των γυναικών και της συμπροσευχής με τους ετεροδόξους στις σχετικές εισηγήσεις και στις συζητήσεις του παρόντος «Διορθοδόξου Θεολογικού Συνεδρίου» κατοχυρώθηκαν με συντριπτική επιχειρηματολογία το αδύνατο της χειροτονίας γυναικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η απαγόρευση κάθε είδους συμπροσευχής από τους ιερούς κανόνες και όχι μόνο της ευχαριστιακής. Προσευχόμεθα υπέρ των ετεροδόξων, για να επιστρέψουν στην Εκκλησία, όχι όμως μετά των ετεροδόξων.
 
5.  Ο διάλογος με τους Μονοφυσίτες.
       Η ίδια εικόνα όχι μόνο της παντελούς ακαρπίας αλλά και των σοβαρών παραχωρήσεων σε θέματα πίστεως υπάρχει και στον θεολογικό διάλογο με τους μέχρι σήμερα θεωρουμένους και όντας Μονοφυσίτας, τώρα όμως από «αγάπη» χαρακτηριζομένους ως «Αντιχαλκηδονίους», «Προχαλκηδονίους», «Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες», τελικώς δε και Ορθοδόξους. Στο Συνέδριο διαπιστώθηκε ότι ο διεξαχθείς διάλογος δεν απέφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Οι τρεις «Δηλώσεις» Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων είναι κείμενα απαράδεκτα ορθοδόξως. Σοβαρώτατα ολισθήματα επίσης είναι η μυστηριακή διακοινωνία με τους Μονοφυσίτες, που αποφασίσθηκε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, η μερική αναγνώριση από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας των μυστηρίων των Μονοφυσιτών και οι εισηγήσεις περί καθάρσεως των λειτουργικών κειμένων και ορισμού τυπικού συλλειτουργίας Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Σε επίπεδο θεολογικής έρευνας φθάσαμε στο αδιανόητο και βλάσφημο για τις άγιες Συνόδους και τους αγίους Πατέρας, που καταδίκασαν τους αρχηγούς της αιρέσεως, εγχείρημα να εγκρίνονται από το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δύο διδακτορικές διατριβές, που αποφαίνονται ότι οι Μονοφυσίτες Διόσκορος και Σεβήρος δεν ήσαν αιρετικοί, αλλά καταδικάσθηκαν για μη θεολογικούς λόγους.
 
6.  Ο διάλογος με τους Παλαιοκαθολικούς.
       Ο μόνος θεολογικός διάλογος που έληξε με υπογραφή των Ορθοδόξων θέσεων από ετεροδόξους είναι ο διάλογος με τους Παλαιοκαθολικούς. Τα υπογραφέντα κείμενα καταδικάζουν όλες τις βασικές πλάνες του Παπισμού, από τον οποίον αποχώρησαν μετά την Α' Βατικάνειο Σύνοδο του 1870 οι ονομασθέντες Παλαιοκαθολικοί, διαμαρτυρόμενοι για την ανακήρυξη σε δόγμα της διδασκαλίας περί του αλαθήτου του πάπα. Προφανώς μη φέρουσα αυτήν την εξέλιξη, δυσμενέστατη και μη ελεγχόμενη από την ίδια, η Ρώμη έκανε το παν, ώστε ο αισίως πε­ρατωθείς αυτός διάλογος να μη προχωρήσει σε ένωση των Παλαιοκαθολικών με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Θα ήταν η πρώτη φορά που τμήμα του δυτικού Χριστιανισμού θα ενσωματωνόταν και θα επέστρεφε στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δείχνοντας παραδειγματικά σε ολόκληρη τη Δύση, Παπική και Προτεσταντική, το δρόμο της επιστροφής. Οι Παλαιοκαθολικοί διέπραξαν όμως και αυτοί το λάθος στον διάλογό τους με τους Αγγλικανούς να ταχθούν υπέρ της ιερωσύνης των γυναικών, αναιρούντες όσα μετά των Ορθοδόξων εδέχθησαν, και να εγείρουν έτσι σοβαρό εμπόδιο στην περαιτέρω θετική εξέλιξη των πραγμάτων.
 
7. Ο αληθής διάλογος και οι προϋποθέσεις του.
       Συμπερασματικά, σχετικά με τους θεολογικούς διαλόγους, διαπιστώθηκε ότι η Εκκλησία δεν αποφεύγει τον διάλογο· δεν τίθεται σε συζήτηση και αμφισβήτηση η σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας. Σε περίπτωση μη κατανοήσεως ή αρνήσεως εκ μέρους των ετεροδόξων αυτού του σωτηριώδους πλαισίου, δεν πρέπει να παρατείνεται χρονικά ο διάλογος, αλλά τηρουμένων των αναγκαίων χρονικών ορίων, όπως έκαναν οι Άγιοι Πατέρες στις συνόδους, να διακόπτεται ο διάλογος, όπως έπραξε και ο ίδιος ο Κύριος προς όσους δεν αντελήφθησαν την διδασκαλία Του και δυσανασχετούσαν: «Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;»7. Έτσι μόνον υπάρχει ελπίς να συνειδητοποιήσουν την πλάνη οι ετερόδοξοι και να απαντήσουν και σήμερα στην Εκκλησία, που είναι ο Χριστός ο εις τους αιώνας επεκτεινόμενος: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις»8. Αυτήν την αξιομνημόνευτη και υποδειγματική στάση εκράτησε στον διάλογο με τους Προτεστάντες θεολόγους της Τυβίγγης ο πατριάρχης Ιερεμίας Β' ο Τρανός στη δεύτερη «Απόκρισή» του (1581). Όταν διεπίστωσε σύντομα ότι εμμένουν στις πλάνες και απορρίπτουν την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, «των φωστήρων και θεολόγων της Εκκλησίας», διέκοψε την επικοινωνία και τους άφησε να βαδίζουν τον δικό τους δρόμο: είναι ανοικτή εις όλους και τους καλεί να έλθουν σ' αυτήν για να σωθούν. Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση και ο απαράβατος όρος κάθε διαλόγου.
      «Ώστε το καθ' υμάς απαλλάξατε των φροντίδων ημάς. Την υμετέραν ουν πορευόμενοι, μηκέτι μεν περί δογμάτων, φιλίας δε μόνης ένεκα, ει βουλητόν, γράφετε»9.
       Στο Συνέδριο τονίσθηκε ότι είναι εσφαλμένη, αδικαιολόγητη και μοναδική στην ιστορία της Εκκλησίας μέθοδος να διεξάγονται σήμερα διάλογοι όχι για τις διαφορές, για τα χωρίζοντα, αλλά για τις ομοιότητες, για τα ενούντα. Τί νόημα έχει να συζητούμε γι' αυτά, τα οποία δεχόμαστε και στα οποία συμφωνούμε; Απλώς κρύβουμε τις διαφορές και εξυπηρετούμε άλλες σκοπιμότητες. την μη φανέρωση του χάσματος και τον εφησυχασμό των καλοπροαιρέτων ετεροδόξων, ως και την διευκόλυνση του προσηλυτιστικού έργου εις βάρος των Ορθοδόξων. Είναι απαραίτητο επίσης οι οποιεσδήποτε αποφάσεις στις σχέσεις με τους ετεροδόξους να έχουν συνοδική κάλυψη, και να ενημερώνεται σχετικώς το πλήρωμα της Εκκλησίας, διότι υπάρχει σοβαρό έλλειμμα ουσιαστικής συνοδικότητος.
       Τελικώς οι σύνεδροι επεκρότησαν και επήνεσαν το σκεπτικό των Ορθοδόξων Εκκλησιών που αποχώρησαν ή επρόκειτο να αποχωρήσουν από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και τους θεολογικούς διαλόγους, όπως διατυπώνεται στο ιστορικό και ορθοδοξότατο γράμμα που έστειλε η Εκκλησία Ιεροσολύμων 22 Σεπτεμβρίου 1992 προς τους αρχηγούς των λοιπών αυτοκεφάλων Εκκλησιών, στο οποίο ανακοινώνει ότι διακόπτει τον θεολογικό διάλογο «μετά πάντων των ετεροδόξων γενικώς, ηγησαμένη ότι ούτος, ου μόνον ανώφελός εστιν, αλλά και επιζήμιος αποβαίνει διά την εν γένει Ορθόδοξον Εκκλησίαν και ιδιαιτέρως διά την Αγιωτάτην ημών Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων».
 
8. Από τον διαχριστιανικό στον διαθρησκειακό συγκρητισμό.
        Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο Οικουμενισμός, μετά την επιτυχία που είχε στους διαχριστιανικούς διαλόγους με τις θεωρίες των «κλάδων», των «αδελφών εκκλησιών» και της «βαπτισματικής θεολογίας», έχει ήδη περάσει στην επόμενη επιδίωξη τον σχεδιαστών της «Νέας Εποχής», στην διαθρησκειακή ενότητα, με την προβολή της όντως δαιμονικής θέσεως ότι ο Χριστός δεν είναι η μόνη οδός σωτηρίας, η ζωή, το φως και η αλήθεια. και οι άλλες θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας, ώστε στο τέλος να επιβληθεί η πανθρησκεία του Αντιχρίστου στα πλαίσια της παγκοσμιοποιήσεως και της Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Οι πυκνούμενες και ενισχυόμενες από Χριστιανούς ηγέτες, και μερικούς Ορθοδόξους, διαθρησκειακές συναντήσεις και οι διαθρησκειακοί διάλογοι έχουν οδηγήσει σε ανεπίτρεπτο συγκρητισμό, αποτελούν άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων και Ομολογητών της πίστεως, των οποίων το μαρτύριο και η ομολογία υπέρ της μοναδικής αληθείας χάνουν πλέον κάθε νόημα, μεταβάλλονται δε και αυτοί εις ανοήτους «φουνταμενταλιστάς».
 
Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
       Μετά τις διαπιστώσεις αυτές και εκτιμήσεις το «Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο» προέβη στις ακόλουθες προτάσεις.
        1.   Επειδή είναι πανθομολογούμενο πλέον μετά από εκατό έτη το ανώφελο και επιζήμιο της συμμετοχής της Εκκλησίας, με όρους διομολογιακής και διαθρησκειακής ισότητας και ισοπεδώσεως, στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», στους διαχριστιανικούς και στους διαθρησκειακούς διαλόγους, προτείνεται να προχωρήσουν και οι λοιπές αυτοκέφαλες εκκλησίες σε αποχώρηση από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και σε διακοπή αυτού του είδους των διαλόγων. Για τον σκοπό αυτό δεν απαιτείται πανορθόδοξη απόφαση, αφού και η συμμετοχή αποφασίσθηκε μεμονωμένως. Ο μόνος διάλογος που δικαιολογείται βάσει του Ευαγγελίου και της Πατερικής Παραδόσεως είναι η απάντηση στο ερώτημα των προσερχομένων αυτοπροαιρέτως να σωθούν ετεροδόξων και ετεροθρήσκων: «Τι με δει ποιείν ίνα σωθώ;»10 ή «Τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»11.
        2.   Να αναθεωρήσουν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, και προπαντός η προηγουμένη τη τιμή και ταις πρωτοβουλίαις Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, τις σχέσεις τους προς τον Παπισμό, τον οποίο όλοι οι Άγιοι Πατέρες, από τον Μ. Φώτιο, μέσω του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Μάρκου Ευγενικού, Κολλυβάδων Αγίων, μέχρι και του Αγίου Νεκταρίου και του Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς, θεωρούν ως αίρεση και όχι ως «αδελφή εκκλησία».
       3.   Να τηρηθούν οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας, που απαγορεύ­ουν την συμπροσευχή με τους ετεροδόξους γενικώς, σε όλες τις περιπτώσεις, και όχι μόνο την ευχαριστιακή συμπροσευχή, όπως προβάλλεται εσχάτως. Η τήρηση των κανόνων επιβάλλεται κυρίως σε θέματα πίστεως και όχι μόνον σε θέματα διοικήσεως και δικαιοδοσιών.
       4.   Να γίνει έκκληση προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, που δεν δέχθηκαν μέχρι τώρα να επισκεφθεί ο πάπας τις χώρες τους, να εμμείνουν σ' αυτήν την απόφαση. Φαντάζεται κανείς κάποιον από τους Αγίους Πατέρες να οργανώνει υποδοχές, να τιμά και να ασπάζεται τον Άρειο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή κ.ά.; Να διαγραφεί από το Ημερολόγιο της Εκκλησίας της Ελλάδος (=Δίπτυχα) η απαράδεκτη αναγραφή της επισκέψεως του πάπα ως μεγάλου ιστορικού γεγονότος, και να αποτραπεί στο μέλλον κάθε ενέργεια για ανταπόδοση ή επανάληψη της επισκέψεως.
        5.   Να διερευνηθεί το θέμα της μυστηριακής διακοινωνίας του Πατριαρχείου Αντιοχείας με τους Μονοφυσίτας ως και το της αναγνωρίσεως μερικών μυστηρίων των αυτών αιρετικών από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και να εφαρμοσθεί στην περίπτωση αυτή η κανονική αρχή «ο κοινωνών ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω».
      6. Να ενισχυθεί και ενθαρρυνθεί ο ενδοεκκλησιαστικός διάλογος στο πνεύμα της συνοδικότητος, που δεν περιορίζεται μόνον στους επισκόπους. Είναι τουλάχιστον λυπηρόν να επιδιώκεται ο διάλογος με τους ποικιλώνυμους αιρετικούς και ετεροθρήσκους, και να απορρίπτεται η διαφορετική άποψη αδελφών εν τη πίστει, που συκοφαντούνται ως φανατικοί.
        7. Να αποθαρρυνθούν και να σταματήσουν οι λειτουργικές αλλαγές και ανανεώσεις, γιατί αποτελούν εφαρμογή αρχών του Οικουμενισμού και αποβλέπουν σε δημιουργία αδογματικής λατρείας, ώστε να διευκολύνεται η αποδοχή των αιρέσεων. Άλλωστε ο λειτουργικός πλούτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν ανήκει σε κάποια τοπική εκκλησία. Εκφράζει την διαχρονική ζωή της Εκκλησίας και πρέπει να φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού. Ειδικά για την Εκκλησία της Ελλάδος επέμειναν οι σύνεδροι στην επίκριση και απόρριψη του πρωτοφανούς και παντελώς αδικαιολογήτου εγχειρήματος να αναγινώσκονται συγχρόνως στο αρχαίο κείμενο και σε νεοελληνική μετάφραση τα αγιογραφικά αναγνώσματα σε ναούς της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
        8. Να διατρανωθεί προς τις εκκλησιαστικές ηγεσίες ότι σε περίπτωση που εξακολουθήσουν να συμμετέχουν και να ενισχύουν την παναίρεση του Οικουμενισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ο επιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός και αγιοπατερικός δρόμος των πιστών, κληρικών και λαϊκών, είναι η ακοινωνησία, η διακοπή δηλαδή του μνημοσύνου των επισκόπων, οι οποίοι καθίστανται συνυπεύθυνοι και συγκοινωνοί της αιρέσεως και της πλάνης. Δεν πρόκειται περί σχίσματος, αλλά περί θεαρέστου ομολογίας, όπως το έπραξαν παλαιοί Πατέρες, αλλά και στις ημέρες μας ομολογηταί επίσκοποι, μεταξύ των οποίων ο γεραρός και σεβαστός μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνος, και το Άγιον Όρος.
       9. Να διακηρυχθεί εν ήχω σάλπιγγος ότι ο Οικουμενισμός και οι απροϋπόθετοι διάλογοι με τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους δεν ωφελούν αλλά βλάπτουν, επομένως δεν είναι έργο αγάπης, αλλά απλώς κοσμικής νοοτροπίας συμβατικές σχέσεις, που αποβλέπουν όχι σε πνευματικούς, αλλά σε ιδιοτελείς στόχους. Φθείρουν και νοθεύουν το ορθόδοξο φρόνημα με τον συμφυρμό και την σύγχυση, βλάπτουν επομένως τους ομοπίστους, αφού χωρίς καθαρότητα δογμάτων και στα πιο μικρά θέματα δεν μπορεί κανείς να σωθεί. Στους ετεροθρήσκους και ετεροδόξους κλείνουν την πύλη της σωτηρίας, αφού εμποδίζουν τους μεν πρώτους να δουν ότι ο Χριστός είναι η μόνη οδός σωτηρίας, τους δε δευτέρους ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η κιβωτός της σωτηρίας, η μόνη Εκκλησία. Την σωτηρία πάντων των ανθρώπων θέλει ο Θεός εν τη απείρω αγάπη Του προς τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αντιθέτως την πολεμεί με πολλούς τρόπους ο Διάβολος, ο εχθρός της σωτηρίας, από φθόνο και μίσος προς τον άνθρωπο.
       Απορρίπτουμε λοιπόν εξ αγάπης τον Οικουμενισμό, διότι επιθυμούμε να προσφέρουμε στους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους εκείνο που εχάρισε πλούσια ο Κύριος σε όλους εμάς μέσα στην Αγία Ορθόδοξο Εκκλησία Του, δηλαδή την δυνατότητα να γίνουμε και να είμαστε μέλη του Σώματός Του.
 
 
 
  • 1.     Αρχιμ. Ιουςτινου Ποποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224.
  • 2.     Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ρωμαίους Ομιλ. 22,2, PG 60,611.
  • 3.     Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Φιλιπ. Ομιλ. 2,1, PG 62,191.
  • 4.     Ματθ. 23,13.
  • 5.     Βλ. Π. Μπρατςιωτου, «Ο Σάμου Ειρηναίος και το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών», Εκκλησία 40 (1963) 477.
  • 6.     Ματθ. 12, 33.
  • 7.    Ιω. 6, 67.
  • 8.    Αυτόθι 69.
  • 9.    Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Graz 1968, τόμ. 2ος, σελ. 489.
  • 10.  Πράξ. 16, 30
  • 11.  Λουκά 10, 25 και 18,18.
ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ ΣΤ . ΤΕΥΧΟΣ 4 . ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2004