Του Αντωνίου-Αιμιλίου Ν. Ταχιάου, ομοτίμου καθηγητή του ΑΠΘ και αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών
Ήταν ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι εκείνο του 1951. Μόλις είχα τελειώσει το δεύτερο έτος στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και βρέθηκα στην Αθήνα. Τότε έτυχε να γνωριστώ εκεί με τον γηραιό αρχιμανδρίτη π. Διονύσιο Μαυρία, διευθυντή της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου στη Βοστώνη, και τον Βενεδικτίνο μοναχό π. Γρηγόριο Bainbridge, τον φημισμένο λειτουργιολόγο της Μονής του Chevetogne στο Βέλγιο.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να πάμε οι τρεις στο Άγιον Όρος. Όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, προστέθηκε στη συντροφιά και ο φίλος μου Γιάννης Μάντακας, ο κατοπινός καθηγητής της μουσικής και διευθυντής της χορωδίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κινήσαμε οι τέσσερις με το λεωφορείο της γραμμής, γιατί τότε ιδιωτικά αυτοκίνητα είχαν ελάχιστοι, μόνο πολύ πλούσιοι άνθρωποι. Το ταξίδι μέχρι την Ιερισσό διαρκούσε τότε τεσσεράμισι έως πέντε ώρες και ήταν αρκετά κουραστικό, γιατί μετά την Αρναία και πριν από το Στρατώνι ο δρόμος έκοβε δεξιά και όχι μόνο δεν ήταν άσφαλτος, αλλά δεν είχε καν τα χαρακτηριστικά δρόμου. Ήταν ένα πέρασμα μέσα από ρέματα, πέτρες, λάσπες και ξεπλύματα από τα μέταλλα των πλησιόχωρων ορυχείων.
Αυτή η δύσκολη διαδρομή, με τις ατέλειωτες στάσεις που έκανε το λεωφορείο σε χωριά που περνούσαμε, όπως και στάσεις σε διασταυρώσεις για χωριά αθέατα, κρυμμένα στα ενδότερα του όρους Χολομώντα, έκαναν την αναμονή της άφιξης ακόμη πιο έντονη. Το Άγιον Όρος φαινόταν πολύ απόμακρο, χώρος που έπρεπε να κοπιάσεις πολύ για να τον κατακτήσεις, ένας θησαυρός αληθινός που έχει αξία επειδή είναι έξω από την εμπειρία της κοσμικής καθημερινότητας. Αυτή η απόσταση σου γεννούσε ακριβώς την αίσθηση ότι έφευγες έξω από αυτόν τον κόσμο και μετέβαινες σε έναν άλλο, ιερό και ανέγγιχτο από τη φθορά και την τύρβη.
Αργά το μεσημέρι φτάσαμε στην Ιερισσό, ένα συμπαθητικό, νεότευκτο τότε χωριό, ξανακτισμένο ύστερα από τον ισχυρό σεισμό που το είχε καταστρέψει πριν από 19 χρόνια. Εκεί τελείωνε το ταξίδι για εκείνη την ημέρα. Στη στάση του λεωφορείου περίμενε ένας αδύνατος άνδρας, ο Στέργιος Παππάς, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του μοναδικού πανδοχείου του χωριού. Τον ακολουθήσαμε συνολικώς έξι άτομα, διότι προστέθηκαν ακόμα δύο άγνωστοί μας πελάτες. Εμάς μας βόλεψε σε δύο δωμάτια. Αναπαυθήκαμε λίγο και το απόγευμα πήγαμε στην εκκλησία για τον Εσπερινό. Ο ιερέας ήταν ένας νέος συμπαθής άνθρωπος. Τον γνωρίσαμε και μας ξενάγησε στο αγίασμα του Αποστόλου Παύλου. Το βράδυ μαζευτήκαμε στο πανδοχείο και δεν τελείωναν οι ερωτήσεις μας προς στον Στέργιο. Θέλαμε να μάθουμε για το Άγιον Όρος όσο το δυνατόν περισσότερα. Πώς είναι η ζωή εκεί, πώς είναι οι μοναχοί, πώς τους προσφωνούμε, τι τους ρωτάμε, τι να προσέξουμε ιδιαιτέρως; Και ο Στέργιος μάς έδινε υπομονετικά εξηγήσεις. Τη νύχτα πέσαμε να κοιμηθούμε και δεν μου ερχόταν ο ύπνος. Σκεπτόμουν ότι θα έβλεπα τελικώς το Άγιον Όρος, αυτό που το είχε πλάσει η φαντασία μου με δικά μου μέτρα, αυτά που μου είχαν δημιουργήσει κυρίως τα γραψίματα του αείμνηστου Φώτη Κόντογλου. Η νεανική μου αντίληψη μου έλεγε ότι θα έβλεπα τελικώς τον αληθινό τόπο της Ορθοδοξίας.
Όταν ξημέρωσε επιβιβαστήκαμε σε ένα μικρό λεωφορείο που χωρούσε μόλις δέκα άτομα, περάσαμε από τα Νέα Ρόδα και κατεβήκαμε στην Τρυπητή, από όπου θα παίρναμε το «μοτόρι», δηλαδή το πλοιάριο που θα μας πήγαινε στη Δάφνη, το επίνειο του Αγίου Όρους. Οι επιβάτες ήταν ελάχιστοι, αλλά και πόσοι μπορούσαν να είναι στο μικρό εκείνο σκάφος, που ήταν ένας τύπος «βαρκαλά» περίπου δώδεκα μέτρων, με μία μικρή, στενή καμπίνα; Ένας-ένας επιβιβαστήκαμε. Ο καπετάνιος ήταν ένας αγαθός Μικρασιάτης από την Αμμουλιανή, έχοντας έναν νεαρό μούτσο βοηθό. Έβαλαν σε λειτουργία τη μηχανή, μία μονοκύλινδρη «σεμί-Ντίζελ», ελληνικής κατασκευής της Εταιρείας Αξελον, που με τις αργές στροφές της έκανε όλο το καΐκι να τραντάζεται και τα δόντια μας να χτυπάνε σαν να είχαμε ρίγος. Κάναμε τον σταυρό μας και σαλπάραμε. Πιάσαμε σκάλα στον Πύργο, όπως έλεγαν τότε την Ουρανούπολη, η οποία δεν είχε δρόμο για να συνδέεται με οποιοδήποτε άλλο μέρος. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας της ήταν η θάλασσα, σαν να ήταν νησί. Πρώτη γνωριμία με αγιορείτικο τοπίο ήταν ο βυζαντινής τεχνοτροπίας επιβλητικός πύργος της Ουρανούπολης. Ζούσε τότε εκεί η Αγγλίδα Κυρία Λωκ, της οποίας μάλιστα ο σύζυγος, Sydney Lokh, είχε γράψει και βιβλίο για το Άγιον Όρος, και η Ελβετίδα φίλη της Ελισάβετ. Αυτές είχαν ένα εργαστήριο κατασκευής κιλιμιών και χαλιών, όπου τα κορίτσια του χωριού μάθαιναν να υφαίνουν.
Στην Ουρανούπολη επιβιβάστηκε ο π. Ματθαίος ο Κομπολογάς, σεβάσμιος Αγιορείτης μοναχός, ο οποίος είχε ένα ωραίο κατάστημα στις Καρυές, στην πλατεία ακριβώς, στο μεγαλοπρεπές κελλίον του, που ανήκε στη Μονή Διονυσίου. Μικρασιάτης στην καταγωγή, με μεγάλη γενειάδα, πρόσωπο σοβαρό και μάλλον αγέλαστο. Όλοι οι επιβάτες ήμασταν βολεμένοι στο κατάστρωμα, καθισμένοι στη χαμηλή καμπίνα, και συζητούσαμε, όσο μας άφηνε βέβαια ο δυνατός, ρυθμικός θόρυβος της μηχανής. Σιγά-σιγά άρχισαν να προβάλλουν διαδοχικώς τα αγιορειτικά κτίσματα, οι αρσανάδες και ύστερα τα μεγάλα μοναστήρια Δοχειαρίου και Ξενοφώντος. Στους αρσανάδες υπήρχε κάποιος μοναχός που περίμενε την άφιξη του καϊκιού για να παραλάβει τις πραμάτειες που είχε παραγγείλει το μοναστήρι ή κάποια εφημερίδα, που ήταν το μόνο μέσο ενημέρωσης για τα συμβαίνοντα στον «κόσμο». Οι περισσότεροι από αυτούς τους μοναχούς ήταν γέροντες, με πρόσωπα χαραγμένα από τον χρόνο και την άσκηση. Ο π. Ματθαίος μάντεψε τις σκέψεις μας: «Δεν υπάρχουν νέοι πια, δεν γίνονται μοναχοί. Αν συνεχιστεί έτσι, αν δεν μας οικονομήσει η Παναγία, θα σβήσει ίσως το Όρος». Λόγος σκληρός στα αυτιά μου. Να σβήσει το Άγιον Όρος τώρα που έρχομαι να το γνωρίσω εγώ; Αν είναι δυνατόν! «Θα οικονομήσει η Παναγία», σκέφθηκα.
Η ζέστη ήταν αφόρητη πια. Ο ουρανός άρχισε σιγά-σιγά να σκεπάζεται από μαύρα σύννεφα. Το ελαφρό αεράκι είχε κόψει εντελώς και μια γαλήνη έπεσε στη θάλασσα, αυτή η απότομη γαλήνη που είναι προάγγελος καταιγίδας. Και δεν άργησε. Μόλις είχαμε αφήσει τη Μονή Ξενοφώντος και άρχισε το μπουρίνι να έρχεται με ταχύτητα. Ένας δυνατός αέρας, «γαρμπής», βροχή που έκοβε την ορατότητα και τα κύματα ορθώνονταν απειλητικά. «Κατεβείτε όλοι στην καμπίνα» πρόσταξε ο καπετάνιος, για να φέρει πιο χαμηλά το κέντρο του βάρους στο σκάφος. Τον ακούσαμε και στοιβαχθήκαμε σαν τα πρόβατα στο μαντρί. Ο π. Ματθαίος ήταν από ώρα εκεί. Οι αναθυμιάσεις του πετρελαίου επέτειναν τη ναυτία που προκαλούσε ο κλυδωνισμός. Οι αστραπές και βροντές προκαλούσαν το δέος. Σταυροκοπηθήκαμε. Πότε θα φτάναμε στην Δάφνη; Ύστερα από τρία τέταρτα περίπου, ενώ η καταιγίδα συνεχιζόταν, παραδόξως έπαψαν οι κλυδωνισμοί και το σκάφος έπλεε πια κανονικά. Χωρίς εμείς να το έχουμε αντιληφθεί, ο καπετάνιος το είχε οδηγήσει μέσα στο μικρό τεχνητό λιμάνι της ρωσικής Μονής Αγίου Παντελεήμονος. Μόλις πλεύρισε το σκάφος στο μουράγιο, ο καπετάνιος έσκυψε στο άνοιγμα της καμπίνας και μας είπε: «Όποιος θέλει μπορεί να κατεβεί εδώ. Ώσπου να κοπάσει ο καιρός θα αργήσουμε να πάμε στη Δάφνη». Εμείς οι τέσσερις κατεβήκαμε. Πατήσαμε στο έδαφος. Ήμασταν κιόλας στο Άγιον Όρος. Σαν να βλέπαμε όνειρο.
Ξαφνικά πρόβαλε μπροστά μας το επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα της ρωσικής μονής, το οποίο διέφερε σημαντικώς στην αρχιτεκτονική από εκείνο των ελληνικών μοναστηριών. Ανεβήκαμε αργά το ανηφορικό λιθόστρωτο και φτάσαμε στη μεγάλη πόρτα. Ήταν το πρώτο αγιορείτικο μοναστήρι που επισκέφθηκα. Έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία μου με το Άγιον Όρος και αυτή η γνωριμία άναψε μια άσβεστη αγάπη για τον ιερό αυτόν τόπο, που διατηρείται έως αυτή τη στιγμή. Από τότε επισκέφθηκα τον Άθω αμέτρητες φορές και κάθε φορά ήταν σαν να τον πρωτογνώριζα. Τότε τον Άθω τον βλέπαμε σαν ένα μέρος πολύ απόμακρο, χαμένο πέρα από αυτόν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσαμε εμείς. Ήταν τόσο απόμακρος όσο και το πνευματικό ύψος που πρέπει να φτάσεις για να αγγίξεις τον θησαυρό που κρύβει. Ήταν ένα μακρινό όνειρο, που με κόπο έπρεπε να το κάνεις πραγματικότητα. Έπρεπε να κουραστείς, να ιδρώσεις, να πεινάσεις, για να γευτείς τελικώς μια πνευματική αγαλλίαση, που απάλυνε την ψυχή σου και σε ανέβαζε σε υψηλούς νοερούς τόπους. Έτσι δύσκολη και άπιαστη είναι και η αρετή, η άσκηση, η ταπείνωση, η υπομονή, οι θύρες αυτές που πρέπει να ανοίξεις για να κατανοήσεις τον Άθω και να αφήσεις έξω τον κοσμικό άνθρωπο.
Μπροστά στην πόρτα της Μονής καθόταν ένας γηραιός μοναχός, ο «πορτάρης», ο οποίος μας χαιρέτησε ευγενικά και ρώτησε ποιοι είμαστε. Του απαντήσαμε και μας οδήγησε στο «αρχονταρίκι», δηλαδή τον ξενώνα της Μονής, που ήταν δίπλα στον ναό της Αγίας Σκέπης, αυτόν που κάηκε το 1968. Ανεβήκαμε πέντε πατώματα. Αρχοντάρης ήταν ο π. Αντώνιος, ένας γηραιός λευκογένης μοναχός, ο οποίος μας κατένειμε σε δωμάτια. Το εσωτερικό του αρχονταρικιού έμοιαζε με έπαυλη των μέσων του 19ου αιώνα. Τα δωμάτια είχαν μια αυτοκρατορική αρχοντιά, τόσο στη διακόσμηση όσο και στην επίπλωσή τους. Ο Βενεδικτίνος π. Γρηγόριος μιλούσε ωραία ρωσικά και αυτό προκάλεσε την ιδιαίτερη προσοχή των Ρώσων πατέρων. Περάσαμε στην τραπεζαρία. Ενώ τρώγαμε, παρουσία του π. Αντωνίου, άρχισαν να ακούγονται στον διάδρομο κάτι πολύ βαριά και αργά βήματα, που όση ώρα ακούγονταν μεγάλωνε η απορία μας για το τι θα αντικρίζαμε. Σε λίγο εμφανίστηκε η μορφή ενός μοναχού, με σκληρό, πονεμένο πρόσωπο. Αντί για παπούτσια είχε στα πόδια του δύο χοντρούς δερμάτινους κυλίνδρους και, όσο μπορούσε να διακρίνει κανείς, ο μοναχός δεν είχε πέλματα. Μπήκε μέσα περπατώντας με δυσκολία και κοντανασαίνοντας μας ρώτησε σε ποια γλώσσα θέλουμε να μας μιλήσει, στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ελληνικά ή τα ρωσικά. Όταν τον απαντήσαμε, άρχισε να μας μιλάει. Είχε ένα βλέμμα ζωντανό, διεισδυτικό. Μέσα από τα πυκνά του γένια ξεπρόβαλλαν σαρκώδη χείλη. Ήταν ο π. Υπάτιος. Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ανακαλύψουμε ότι επρόκειτο για τον κατά κόσμον κόμη Δημήτριο Φρέντεριξ, ανιψιό του κόμη Β. Β. Φρέντεριξ, υπουργού του αυτοκρατορικού οίκου του τσάρου Νικολάου Β’. 0 π. Υπάτιος ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος μας κατατόπισε σε πολλές λεπτομέρειες για τον τόπο με τον οποίο πραγματοποιούσαμε τη γνωριμία.
Στη συνέχεια ήρθε ο π. Ηλιανός, ο οποίος στα μετέπειτα χρόνια έγινε ηγούμενος της Μονής. Ο π. Ηλιανός ήταν ένας πολύ αγαθός άνθρωπος. Καταγόταν από την Πετρούπολη, από ευσεβή οικογένεια, αφού και η μητέρα του είχε γίνει μοναχή. Τον διέκρινε μια βαθύτατη ευσέβεια, μια εμφανής οσιότητα. Στεκόσουν δίπλα του και ένιωθες να σε επηρεάζει η γαλήνη και η ταπείνωση αυτού του ανθρώπου. Μας μίλησε με πόνο για τη λειψανδρία που γνώριζε η Μονή, η οποία, κάποια εποχή, είχε φθάσει να αριθμεί δύο χιλιάδες μοναχούς, ενώ τώρα είχαν απομείνει μόνο εκατόν σαράντα, οι περισσότεροι ανήμποροι γέροντες. Ήταν λεπτός και ασκητικός, αισθανόσουν να αποπνέει καλοσύνη, να σε τυλίγει η γαλήνη και η πραότητα που είχε στην ψυχή του. Είχε μια βαθιά αγάπη για το μοναστήρι και νοιαζόταν για το μέλλον του, εναποθέτοντας ευλαβικά τις ελπίδες του στην Παναγία και στον Άγιο Παντελεήμονα, τον προστάτη της Μονής.
Την επομένη ημέρα μάς παρουσίασαν στον ηγούμενο της Μονής, τον Αρχιμανδρίτη Ιουστίνο. Ήταν ένας ήσυχος, ταπεινός, σιωπηλός και μάλλον ολιγογράμματος μοναχός. Μετά βίας θα αναγνώριζες στο πρόσωπό του έναν ηγούμενο. Στη βιβλιοθήκη μάς ξενάγησε ο βιβλιοθηκάριος π. Βησσαρίων. Αυτός ήταν μια σεβάσμια μορφή, με κατάλευκα γένια, ένας πραγματικά μορφωμένος μοναχός. Μας έδειξε τα χειρόγραφα και την τεράστια συλλογή των πολλών χιλιάδων έντυπων βιβλίων. Γνωρίσαμε και τον π. Βαρσανούφιο, ένα πρόσχαρο, κοντό γεροντάκι, που μας πήγε στον ναό της Αγίας Σκέπης και μας τοποθέτησε στα στασίδια. Ήταν μια αγία ψυχή, γεμάτη αγάπη και πνευματική χαρά. Ο νεότερος μοναχός στην Μονή ήταν ο διάκονος π. Δαβίδ, ο οποίος ήταν τότε 49 ετών. Ο π. Δαβίδ ξεχώριζε ανάμεσα στους Ρώσους για την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ήταν ο γραμματέας της Μονής και ασχολείτο με τις εξωτερικές υποθέσεις της. Όλοι τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν στο Άγιον Όρος για τον ήπιο και συγκαταβατικό χαρακτήρα του. Ήταν Καρπαθορώσος και καταγόταν από την πόλη Ούζγκοροντ της δυτικής Ουκρανίας. Μιλούσε άπταιστα και τα ουγγρικά. Τον χαρακτήριζαν η διάκριση και η σύνεση, γεγονός που ωφέλησε πολύ τις σχέσεις της Μονής με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και τις ελληνικές Αρχές. Άλλος Καρπαθορώσος, σχετικώς νέος, ήταν ο π. Σεραφείμ. Άνθρωπος πρόσχαρος και γελαστός, πάντοτε πρόθυμος στη φιλοξενία και την ελεημοσύνη.
Την επόμενη ημέρα αφήσαμε την Μονή Παντελεήμονος με συναισθήματα χαράς, αλλά και λύπης, γιατί βλέπαμε την παρακμή ενός μοναχισμού, ο οποίος μπορεί να μην υπήρξε στην ακμή του φυσιολογικός σε όγκο, ανέδειξε όμως πολλούς οσίους μοναχούς, όπως ο π. Σιλουανός, διάδοχοι των οποίων ήταν αυτά τα ήσυχα και ταπεινά γεροντάκια, που κρατούσαν άσβηστα τα καντήλια της Μονής και αδιάκοπη τη γεμάτη ελπίδα προσευχή.
Στον δρόμο μας για τις Καρυές, μας συνόδεψε ένας άλλος ιερομόναχος, ο π. Σεραφείμ, άλλοτε μοναχός της Σκήτης του Προφήτου Ηλιού και την εποχή εκείνη εφημέριος του ρωσικού ναού στη Θεσσαλονίκη. Μολονότι ζούσε και εφημέρευε σε πόλη, ο π. Σεραφείμ διατηρούσε τον καλογερικό σκούφο και παρέμενε ένας γνήσιος Αγιορείτης. Φθάσαμε στην αγιορείτικη πρωτεύουσα, τις Καρυές και, όπως οφείλαμε, κατευθυνθήκαμε στην Ιερά Κοινότητα. Εκεί είχαμε συστάσεις για τον εκπρόσωπο της Μονής Διονυσίου, τον π. Γρηγόριο, ο οποίος φρόντισε για τα διαμονητήριά μας και μας πήρε στο κονάκι της Μονής του να μας φιλοξενήσει. Στο γραφικό κονάκι προσκυνήσαμε τον κατανυκτικό ναό του Αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εκεί ακούσαμε για κάποιο θαύμα του αγίου. Κάποια χρονιά, στην εορτή του Αγίου Στεφάνου, επειδή δεν είχαν διάκονο, ο π. Γρηγόριος παρακάλεσε τον αντιπρόσωπο της Ρωσικής Μονής στις Καρυές, τον π. Νικόστρατο, ο οποίος ήταν ηλικιωμένος, σεμνός ιεροδιάκονος, να έρθει για τη Λειτουργία. Πραγματικώς, ο αγαθός π. Νικόστρατος ήρθε στην ώρα του, αλλά μόλις μπήκε στον ναΐσκο, όπου ήταν συναγμένοι οι πατέρες, κοίταξε προς το ιερό και τους είπε: «Γιατί με καλέσατε εμένα, αφού έχετε διάκονο, που έχει μάλιστα φορέσει κιόλας το στιχάρι;». Τον κοίταξαν όλοι παραξενεμένοι και τον ρώτησαν: «Πού βλέπεις, πάτερ Νικόστρατε, τον διάκονο;». Ο π. Νικόστρατος έμεινε για λίγο άφωνος και ύστερα, με δάκρυα στα μάτια του, τους είπε: «Αυτός ήταν, τον είδα ολοζώντανο, φωτεινό, με τη στολή και το θυμιατήρι στο χέρι», και έδειξε την εικόνα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Οι πατέρες θαύμασαν για το θαύμα, δόξασαν τον Κύριο και με μεγάλη κατάνυξη άρχισαν τη Θεία Λειτουργία.
Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον Άθω. Ξαναγύρισα εκεί αμέτρητες φορές. Έζησα μέσα στα μοναστήρια και αξιώθηκα να γνωρίσω πάρα πολλούς πατέρες. Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο οδοιπορικό ή εντυπώσεων, αλλά δεν θα το κάνω. Όταν μπορέσω θα γράψω για κάποιες μόνο στιγμές στο Όρος και για κάποιους πατέρες εκείνης της περασμένης εποχής, που τα πρόσωπά και η πνευματικότητά τους χαράχθηκαν ανεξάλειπτα στη μνήμη μου. Κάθε φορά που τους θυμάμαι αναπολώ τις στιγμές κοντά τους και τις συζητήσεις μας και νιώθω μια κατάνυξη να κατακλύζει την καρδιά μου, μια ανάπαυση. Νιώθω πάντοτε μια θλίψη γιατί έλειψαν και δεν υπάρχουν πια. Ήταν αυτοί οι πατέρες μια ισχυρή παρουσία στη ζωή μου. Πολλές φορές είχα την αφελή σκέψη να αξιωθώ στη μετά θάνατον ζωή να τους ξανασυναντήσω, ήμουν δε βέβαιος ότι θα τους έβλεπα τότε να έχουν ένα πρόσωπο εντελώς φωτεινό, που θα το φώτιζε η Θεία Χάρις. Θα ήταν ένας χορός αγίων, που ο πολύς κόσμος δεν τους έχει γνωρίσει και ίσως δεν τους είχε καταλάβει και όταν ζούσαν. Δεν είχα τότε ούτε και εγώ καταλάβει ακριβώς τι θησαυρό έκρυβαν στην ψυχή τους αυτά τα γεροντάκια του Άθω.
Αναδημοσίευση από τον «Παγχαλκιδικό Λόγο», τεύχος 29ο, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2016, σελ. 31-33.
Ήταν ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι εκείνο του 1951. Μόλις είχα τελειώσει το δεύτερο έτος στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και βρέθηκα στην Αθήνα. Τότε έτυχε να γνωριστώ εκεί με τον γηραιό αρχιμανδρίτη π. Διονύσιο Μαυρία, διευθυντή της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου στη Βοστώνη, και τον Βενεδικτίνο μοναχό π. Γρηγόριο Bainbridge, τον φημισμένο λειτουργιολόγο της Μονής του Chevetogne στο Βέλγιο.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να πάμε οι τρεις στο Άγιον Όρος. Όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, προστέθηκε στη συντροφιά και ο φίλος μου Γιάννης Μάντακας, ο κατοπινός καθηγητής της μουσικής και διευθυντής της χορωδίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κινήσαμε οι τέσσερις με το λεωφορείο της γραμμής, γιατί τότε ιδιωτικά αυτοκίνητα είχαν ελάχιστοι, μόνο πολύ πλούσιοι άνθρωποι. Το ταξίδι μέχρι την Ιερισσό διαρκούσε τότε τεσσεράμισι έως πέντε ώρες και ήταν αρκετά κουραστικό, γιατί μετά την Αρναία και πριν από το Στρατώνι ο δρόμος έκοβε δεξιά και όχι μόνο δεν ήταν άσφαλτος, αλλά δεν είχε καν τα χαρακτηριστικά δρόμου. Ήταν ένα πέρασμα μέσα από ρέματα, πέτρες, λάσπες και ξεπλύματα από τα μέταλλα των πλησιόχωρων ορυχείων.
Αυτή η δύσκολη διαδρομή, με τις ατέλειωτες στάσεις που έκανε το λεωφορείο σε χωριά που περνούσαμε, όπως και στάσεις σε διασταυρώσεις για χωριά αθέατα, κρυμμένα στα ενδότερα του όρους Χολομώντα, έκαναν την αναμονή της άφιξης ακόμη πιο έντονη. Το Άγιον Όρος φαινόταν πολύ απόμακρο, χώρος που έπρεπε να κοπιάσεις πολύ για να τον κατακτήσεις, ένας θησαυρός αληθινός που έχει αξία επειδή είναι έξω από την εμπειρία της κοσμικής καθημερινότητας. Αυτή η απόσταση σου γεννούσε ακριβώς την αίσθηση ότι έφευγες έξω από αυτόν τον κόσμο και μετέβαινες σε έναν άλλο, ιερό και ανέγγιχτο από τη φθορά και την τύρβη.
Αργά το μεσημέρι φτάσαμε στην Ιερισσό, ένα συμπαθητικό, νεότευκτο τότε χωριό, ξανακτισμένο ύστερα από τον ισχυρό σεισμό που το είχε καταστρέψει πριν από 19 χρόνια. Εκεί τελείωνε το ταξίδι για εκείνη την ημέρα. Στη στάση του λεωφορείου περίμενε ένας αδύνατος άνδρας, ο Στέργιος Παππάς, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του μοναδικού πανδοχείου του χωριού. Τον ακολουθήσαμε συνολικώς έξι άτομα, διότι προστέθηκαν ακόμα δύο άγνωστοί μας πελάτες. Εμάς μας βόλεψε σε δύο δωμάτια. Αναπαυθήκαμε λίγο και το απόγευμα πήγαμε στην εκκλησία για τον Εσπερινό. Ο ιερέας ήταν ένας νέος συμπαθής άνθρωπος. Τον γνωρίσαμε και μας ξενάγησε στο αγίασμα του Αποστόλου Παύλου. Το βράδυ μαζευτήκαμε στο πανδοχείο και δεν τελείωναν οι ερωτήσεις μας προς στον Στέργιο. Θέλαμε να μάθουμε για το Άγιον Όρος όσο το δυνατόν περισσότερα. Πώς είναι η ζωή εκεί, πώς είναι οι μοναχοί, πώς τους προσφωνούμε, τι τους ρωτάμε, τι να προσέξουμε ιδιαιτέρως; Και ο Στέργιος μάς έδινε υπομονετικά εξηγήσεις. Τη νύχτα πέσαμε να κοιμηθούμε και δεν μου ερχόταν ο ύπνος. Σκεπτόμουν ότι θα έβλεπα τελικώς το Άγιον Όρος, αυτό που το είχε πλάσει η φαντασία μου με δικά μου μέτρα, αυτά που μου είχαν δημιουργήσει κυρίως τα γραψίματα του αείμνηστου Φώτη Κόντογλου. Η νεανική μου αντίληψη μου έλεγε ότι θα έβλεπα τελικώς τον αληθινό τόπο της Ορθοδοξίας.
Όταν ξημέρωσε επιβιβαστήκαμε σε ένα μικρό λεωφορείο που χωρούσε μόλις δέκα άτομα, περάσαμε από τα Νέα Ρόδα και κατεβήκαμε στην Τρυπητή, από όπου θα παίρναμε το «μοτόρι», δηλαδή το πλοιάριο που θα μας πήγαινε στη Δάφνη, το επίνειο του Αγίου Όρους. Οι επιβάτες ήταν ελάχιστοι, αλλά και πόσοι μπορούσαν να είναι στο μικρό εκείνο σκάφος, που ήταν ένας τύπος «βαρκαλά» περίπου δώδεκα μέτρων, με μία μικρή, στενή καμπίνα; Ένας-ένας επιβιβαστήκαμε. Ο καπετάνιος ήταν ένας αγαθός Μικρασιάτης από την Αμμουλιανή, έχοντας έναν νεαρό μούτσο βοηθό. Έβαλαν σε λειτουργία τη μηχανή, μία μονοκύλινδρη «σεμί-Ντίζελ», ελληνικής κατασκευής της Εταιρείας Αξελον, που με τις αργές στροφές της έκανε όλο το καΐκι να τραντάζεται και τα δόντια μας να χτυπάνε σαν να είχαμε ρίγος. Κάναμε τον σταυρό μας και σαλπάραμε. Πιάσαμε σκάλα στον Πύργο, όπως έλεγαν τότε την Ουρανούπολη, η οποία δεν είχε δρόμο για να συνδέεται με οποιοδήποτε άλλο μέρος. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας της ήταν η θάλασσα, σαν να ήταν νησί. Πρώτη γνωριμία με αγιορείτικο τοπίο ήταν ο βυζαντινής τεχνοτροπίας επιβλητικός πύργος της Ουρανούπολης. Ζούσε τότε εκεί η Αγγλίδα Κυρία Λωκ, της οποίας μάλιστα ο σύζυγος, Sydney Lokh, είχε γράψει και βιβλίο για το Άγιον Όρος, και η Ελβετίδα φίλη της Ελισάβετ. Αυτές είχαν ένα εργαστήριο κατασκευής κιλιμιών και χαλιών, όπου τα κορίτσια του χωριού μάθαιναν να υφαίνουν.
Στην Ουρανούπολη επιβιβάστηκε ο π. Ματθαίος ο Κομπολογάς, σεβάσμιος Αγιορείτης μοναχός, ο οποίος είχε ένα ωραίο κατάστημα στις Καρυές, στην πλατεία ακριβώς, στο μεγαλοπρεπές κελλίον του, που ανήκε στη Μονή Διονυσίου. Μικρασιάτης στην καταγωγή, με μεγάλη γενειάδα, πρόσωπο σοβαρό και μάλλον αγέλαστο. Όλοι οι επιβάτες ήμασταν βολεμένοι στο κατάστρωμα, καθισμένοι στη χαμηλή καμπίνα, και συζητούσαμε, όσο μας άφηνε βέβαια ο δυνατός, ρυθμικός θόρυβος της μηχανής. Σιγά-σιγά άρχισαν να προβάλλουν διαδοχικώς τα αγιορειτικά κτίσματα, οι αρσανάδες και ύστερα τα μεγάλα μοναστήρια Δοχειαρίου και Ξενοφώντος. Στους αρσανάδες υπήρχε κάποιος μοναχός που περίμενε την άφιξη του καϊκιού για να παραλάβει τις πραμάτειες που είχε παραγγείλει το μοναστήρι ή κάποια εφημερίδα, που ήταν το μόνο μέσο ενημέρωσης για τα συμβαίνοντα στον «κόσμο». Οι περισσότεροι από αυτούς τους μοναχούς ήταν γέροντες, με πρόσωπα χαραγμένα από τον χρόνο και την άσκηση. Ο π. Ματθαίος μάντεψε τις σκέψεις μας: «Δεν υπάρχουν νέοι πια, δεν γίνονται μοναχοί. Αν συνεχιστεί έτσι, αν δεν μας οικονομήσει η Παναγία, θα σβήσει ίσως το Όρος». Λόγος σκληρός στα αυτιά μου. Να σβήσει το Άγιον Όρος τώρα που έρχομαι να το γνωρίσω εγώ; Αν είναι δυνατόν! «Θα οικονομήσει η Παναγία», σκέφθηκα.
Η ζέστη ήταν αφόρητη πια. Ο ουρανός άρχισε σιγά-σιγά να σκεπάζεται από μαύρα σύννεφα. Το ελαφρό αεράκι είχε κόψει εντελώς και μια γαλήνη έπεσε στη θάλασσα, αυτή η απότομη γαλήνη που είναι προάγγελος καταιγίδας. Και δεν άργησε. Μόλις είχαμε αφήσει τη Μονή Ξενοφώντος και άρχισε το μπουρίνι να έρχεται με ταχύτητα. Ένας δυνατός αέρας, «γαρμπής», βροχή που έκοβε την ορατότητα και τα κύματα ορθώνονταν απειλητικά. «Κατεβείτε όλοι στην καμπίνα» πρόσταξε ο καπετάνιος, για να φέρει πιο χαμηλά το κέντρο του βάρους στο σκάφος. Τον ακούσαμε και στοιβαχθήκαμε σαν τα πρόβατα στο μαντρί. Ο π. Ματθαίος ήταν από ώρα εκεί. Οι αναθυμιάσεις του πετρελαίου επέτειναν τη ναυτία που προκαλούσε ο κλυδωνισμός. Οι αστραπές και βροντές προκαλούσαν το δέος. Σταυροκοπηθήκαμε. Πότε θα φτάναμε στην Δάφνη; Ύστερα από τρία τέταρτα περίπου, ενώ η καταιγίδα συνεχιζόταν, παραδόξως έπαψαν οι κλυδωνισμοί και το σκάφος έπλεε πια κανονικά. Χωρίς εμείς να το έχουμε αντιληφθεί, ο καπετάνιος το είχε οδηγήσει μέσα στο μικρό τεχνητό λιμάνι της ρωσικής Μονής Αγίου Παντελεήμονος. Μόλις πλεύρισε το σκάφος στο μουράγιο, ο καπετάνιος έσκυψε στο άνοιγμα της καμπίνας και μας είπε: «Όποιος θέλει μπορεί να κατεβεί εδώ. Ώσπου να κοπάσει ο καιρός θα αργήσουμε να πάμε στη Δάφνη». Εμείς οι τέσσερις κατεβήκαμε. Πατήσαμε στο έδαφος. Ήμασταν κιόλας στο Άγιον Όρος. Σαν να βλέπαμε όνειρο.
Ξαφνικά πρόβαλε μπροστά μας το επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα της ρωσικής μονής, το οποίο διέφερε σημαντικώς στην αρχιτεκτονική από εκείνο των ελληνικών μοναστηριών. Ανεβήκαμε αργά το ανηφορικό λιθόστρωτο και φτάσαμε στη μεγάλη πόρτα. Ήταν το πρώτο αγιορείτικο μοναστήρι που επισκέφθηκα. Έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία μου με το Άγιον Όρος και αυτή η γνωριμία άναψε μια άσβεστη αγάπη για τον ιερό αυτόν τόπο, που διατηρείται έως αυτή τη στιγμή. Από τότε επισκέφθηκα τον Άθω αμέτρητες φορές και κάθε φορά ήταν σαν να τον πρωτογνώριζα. Τότε τον Άθω τον βλέπαμε σαν ένα μέρος πολύ απόμακρο, χαμένο πέρα από αυτόν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσαμε εμείς. Ήταν τόσο απόμακρος όσο και το πνευματικό ύψος που πρέπει να φτάσεις για να αγγίξεις τον θησαυρό που κρύβει. Ήταν ένα μακρινό όνειρο, που με κόπο έπρεπε να το κάνεις πραγματικότητα. Έπρεπε να κουραστείς, να ιδρώσεις, να πεινάσεις, για να γευτείς τελικώς μια πνευματική αγαλλίαση, που απάλυνε την ψυχή σου και σε ανέβαζε σε υψηλούς νοερούς τόπους. Έτσι δύσκολη και άπιαστη είναι και η αρετή, η άσκηση, η ταπείνωση, η υπομονή, οι θύρες αυτές που πρέπει να ανοίξεις για να κατανοήσεις τον Άθω και να αφήσεις έξω τον κοσμικό άνθρωπο.
Μπροστά στην πόρτα της Μονής καθόταν ένας γηραιός μοναχός, ο «πορτάρης», ο οποίος μας χαιρέτησε ευγενικά και ρώτησε ποιοι είμαστε. Του απαντήσαμε και μας οδήγησε στο «αρχονταρίκι», δηλαδή τον ξενώνα της Μονής, που ήταν δίπλα στον ναό της Αγίας Σκέπης, αυτόν που κάηκε το 1968. Ανεβήκαμε πέντε πατώματα. Αρχοντάρης ήταν ο π. Αντώνιος, ένας γηραιός λευκογένης μοναχός, ο οποίος μας κατένειμε σε δωμάτια. Το εσωτερικό του αρχονταρικιού έμοιαζε με έπαυλη των μέσων του 19ου αιώνα. Τα δωμάτια είχαν μια αυτοκρατορική αρχοντιά, τόσο στη διακόσμηση όσο και στην επίπλωσή τους. Ο Βενεδικτίνος π. Γρηγόριος μιλούσε ωραία ρωσικά και αυτό προκάλεσε την ιδιαίτερη προσοχή των Ρώσων πατέρων. Περάσαμε στην τραπεζαρία. Ενώ τρώγαμε, παρουσία του π. Αντωνίου, άρχισαν να ακούγονται στον διάδρομο κάτι πολύ βαριά και αργά βήματα, που όση ώρα ακούγονταν μεγάλωνε η απορία μας για το τι θα αντικρίζαμε. Σε λίγο εμφανίστηκε η μορφή ενός μοναχού, με σκληρό, πονεμένο πρόσωπο. Αντί για παπούτσια είχε στα πόδια του δύο χοντρούς δερμάτινους κυλίνδρους και, όσο μπορούσε να διακρίνει κανείς, ο μοναχός δεν είχε πέλματα. Μπήκε μέσα περπατώντας με δυσκολία και κοντανασαίνοντας μας ρώτησε σε ποια γλώσσα θέλουμε να μας μιλήσει, στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ελληνικά ή τα ρωσικά. Όταν τον απαντήσαμε, άρχισε να μας μιλάει. Είχε ένα βλέμμα ζωντανό, διεισδυτικό. Μέσα από τα πυκνά του γένια ξεπρόβαλλαν σαρκώδη χείλη. Ήταν ο π. Υπάτιος. Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ανακαλύψουμε ότι επρόκειτο για τον κατά κόσμον κόμη Δημήτριο Φρέντεριξ, ανιψιό του κόμη Β. Β. Φρέντεριξ, υπουργού του αυτοκρατορικού οίκου του τσάρου Νικολάου Β’. 0 π. Υπάτιος ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος μας κατατόπισε σε πολλές λεπτομέρειες για τον τόπο με τον οποίο πραγματοποιούσαμε τη γνωριμία.
Στη συνέχεια ήρθε ο π. Ηλιανός, ο οποίος στα μετέπειτα χρόνια έγινε ηγούμενος της Μονής. Ο π. Ηλιανός ήταν ένας πολύ αγαθός άνθρωπος. Καταγόταν από την Πετρούπολη, από ευσεβή οικογένεια, αφού και η μητέρα του είχε γίνει μοναχή. Τον διέκρινε μια βαθύτατη ευσέβεια, μια εμφανής οσιότητα. Στεκόσουν δίπλα του και ένιωθες να σε επηρεάζει η γαλήνη και η ταπείνωση αυτού του ανθρώπου. Μας μίλησε με πόνο για τη λειψανδρία που γνώριζε η Μονή, η οποία, κάποια εποχή, είχε φθάσει να αριθμεί δύο χιλιάδες μοναχούς, ενώ τώρα είχαν απομείνει μόνο εκατόν σαράντα, οι περισσότεροι ανήμποροι γέροντες. Ήταν λεπτός και ασκητικός, αισθανόσουν να αποπνέει καλοσύνη, να σε τυλίγει η γαλήνη και η πραότητα που είχε στην ψυχή του. Είχε μια βαθιά αγάπη για το μοναστήρι και νοιαζόταν για το μέλλον του, εναποθέτοντας ευλαβικά τις ελπίδες του στην Παναγία και στον Άγιο Παντελεήμονα, τον προστάτη της Μονής.
Την επομένη ημέρα μάς παρουσίασαν στον ηγούμενο της Μονής, τον Αρχιμανδρίτη Ιουστίνο. Ήταν ένας ήσυχος, ταπεινός, σιωπηλός και μάλλον ολιγογράμματος μοναχός. Μετά βίας θα αναγνώριζες στο πρόσωπό του έναν ηγούμενο. Στη βιβλιοθήκη μάς ξενάγησε ο βιβλιοθηκάριος π. Βησσαρίων. Αυτός ήταν μια σεβάσμια μορφή, με κατάλευκα γένια, ένας πραγματικά μορφωμένος μοναχός. Μας έδειξε τα χειρόγραφα και την τεράστια συλλογή των πολλών χιλιάδων έντυπων βιβλίων. Γνωρίσαμε και τον π. Βαρσανούφιο, ένα πρόσχαρο, κοντό γεροντάκι, που μας πήγε στον ναό της Αγίας Σκέπης και μας τοποθέτησε στα στασίδια. Ήταν μια αγία ψυχή, γεμάτη αγάπη και πνευματική χαρά. Ο νεότερος μοναχός στην Μονή ήταν ο διάκονος π. Δαβίδ, ο οποίος ήταν τότε 49 ετών. Ο π. Δαβίδ ξεχώριζε ανάμεσα στους Ρώσους για την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ήταν ο γραμματέας της Μονής και ασχολείτο με τις εξωτερικές υποθέσεις της. Όλοι τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν στο Άγιον Όρος για τον ήπιο και συγκαταβατικό χαρακτήρα του. Ήταν Καρπαθορώσος και καταγόταν από την πόλη Ούζγκοροντ της δυτικής Ουκρανίας. Μιλούσε άπταιστα και τα ουγγρικά. Τον χαρακτήριζαν η διάκριση και η σύνεση, γεγονός που ωφέλησε πολύ τις σχέσεις της Μονής με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και τις ελληνικές Αρχές. Άλλος Καρπαθορώσος, σχετικώς νέος, ήταν ο π. Σεραφείμ. Άνθρωπος πρόσχαρος και γελαστός, πάντοτε πρόθυμος στη φιλοξενία και την ελεημοσύνη.
Την επόμενη ημέρα αφήσαμε την Μονή Παντελεήμονος με συναισθήματα χαράς, αλλά και λύπης, γιατί βλέπαμε την παρακμή ενός μοναχισμού, ο οποίος μπορεί να μην υπήρξε στην ακμή του φυσιολογικός σε όγκο, ανέδειξε όμως πολλούς οσίους μοναχούς, όπως ο π. Σιλουανός, διάδοχοι των οποίων ήταν αυτά τα ήσυχα και ταπεινά γεροντάκια, που κρατούσαν άσβηστα τα καντήλια της Μονής και αδιάκοπη τη γεμάτη ελπίδα προσευχή.
Στον δρόμο μας για τις Καρυές, μας συνόδεψε ένας άλλος ιερομόναχος, ο π. Σεραφείμ, άλλοτε μοναχός της Σκήτης του Προφήτου Ηλιού και την εποχή εκείνη εφημέριος του ρωσικού ναού στη Θεσσαλονίκη. Μολονότι ζούσε και εφημέρευε σε πόλη, ο π. Σεραφείμ διατηρούσε τον καλογερικό σκούφο και παρέμενε ένας γνήσιος Αγιορείτης. Φθάσαμε στην αγιορείτικη πρωτεύουσα, τις Καρυές και, όπως οφείλαμε, κατευθυνθήκαμε στην Ιερά Κοινότητα. Εκεί είχαμε συστάσεις για τον εκπρόσωπο της Μονής Διονυσίου, τον π. Γρηγόριο, ο οποίος φρόντισε για τα διαμονητήριά μας και μας πήρε στο κονάκι της Μονής του να μας φιλοξενήσει. Στο γραφικό κονάκι προσκυνήσαμε τον κατανυκτικό ναό του Αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εκεί ακούσαμε για κάποιο θαύμα του αγίου. Κάποια χρονιά, στην εορτή του Αγίου Στεφάνου, επειδή δεν είχαν διάκονο, ο π. Γρηγόριος παρακάλεσε τον αντιπρόσωπο της Ρωσικής Μονής στις Καρυές, τον π. Νικόστρατο, ο οποίος ήταν ηλικιωμένος, σεμνός ιεροδιάκονος, να έρθει για τη Λειτουργία. Πραγματικώς, ο αγαθός π. Νικόστρατος ήρθε στην ώρα του, αλλά μόλις μπήκε στον ναΐσκο, όπου ήταν συναγμένοι οι πατέρες, κοίταξε προς το ιερό και τους είπε: «Γιατί με καλέσατε εμένα, αφού έχετε διάκονο, που έχει μάλιστα φορέσει κιόλας το στιχάρι;». Τον κοίταξαν όλοι παραξενεμένοι και τον ρώτησαν: «Πού βλέπεις, πάτερ Νικόστρατε, τον διάκονο;». Ο π. Νικόστρατος έμεινε για λίγο άφωνος και ύστερα, με δάκρυα στα μάτια του, τους είπε: «Αυτός ήταν, τον είδα ολοζώντανο, φωτεινό, με τη στολή και το θυμιατήρι στο χέρι», και έδειξε την εικόνα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Οι πατέρες θαύμασαν για το θαύμα, δόξασαν τον Κύριο και με μεγάλη κατάνυξη άρχισαν τη Θεία Λειτουργία.
Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον Άθω. Ξαναγύρισα εκεί αμέτρητες φορές. Έζησα μέσα στα μοναστήρια και αξιώθηκα να γνωρίσω πάρα πολλούς πατέρες. Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο οδοιπορικό ή εντυπώσεων, αλλά δεν θα το κάνω. Όταν μπορέσω θα γράψω για κάποιες μόνο στιγμές στο Όρος και για κάποιους πατέρες εκείνης της περασμένης εποχής, που τα πρόσωπά και η πνευματικότητά τους χαράχθηκαν ανεξάλειπτα στη μνήμη μου. Κάθε φορά που τους θυμάμαι αναπολώ τις στιγμές κοντά τους και τις συζητήσεις μας και νιώθω μια κατάνυξη να κατακλύζει την καρδιά μου, μια ανάπαυση. Νιώθω πάντοτε μια θλίψη γιατί έλειψαν και δεν υπάρχουν πια. Ήταν αυτοί οι πατέρες μια ισχυρή παρουσία στη ζωή μου. Πολλές φορές είχα την αφελή σκέψη να αξιωθώ στη μετά θάνατον ζωή να τους ξανασυναντήσω, ήμουν δε βέβαιος ότι θα τους έβλεπα τότε να έχουν ένα πρόσωπο εντελώς φωτεινό, που θα το φώτιζε η Θεία Χάρις. Θα ήταν ένας χορός αγίων, που ο πολύς κόσμος δεν τους έχει γνωρίσει και ίσως δεν τους είχε καταλάβει και όταν ζούσαν. Δεν είχα τότε ούτε και εγώ καταλάβει ακριβώς τι θησαυρό έκρυβαν στην ψυχή τους αυτά τα γεροντάκια του Άθω.
Αναδημοσίευση από τον «Παγχαλκιδικό Λόγο», τεύχος 29ο, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2016, σελ. 31-33.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου