Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Η Εκκλησία της Ρωσίας έναντι του Οικουμενισμού

 


(ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004 ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ Α.Π.Θ.)
 Πρωθιερεύς Βαλεντίνος Άσμους
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Μόσχας

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

       Η Ρωσική Εκκλησία δεν ήτο ποτέ οικουμενιστική. Ο όσιος Θεοδό­σιος του Κιέβου, εις εκ των δύο προπατόρων του ρωσικού ασκητισμού, έγραψε εν μέσω του 11ου αιώνος «περί της χριστιανικής και της λα­τινικής πίστεως» τα εξής: «Τη λατινική πίστει μη προσελκύεστε, μηδέ τα έθιμα αυτών κρατείτε, την Ευχαριστίαν αυτών φεύγετε και παν δόγμα αυτών φεύγετε, και βδελύσσεσθε τα ήθη αυτών και τηρείτε τας θυγατέρας υμών, μη εκγαμίζετε αυτάς προς αυτούς, μηδέ λαμβά­νετε [γυναίκας] παρ' αυτών, μηδέ αδελφοποιείσθε, μηδέ ασπάζεσθε, μηδέ υποκλίνεσθε, μη εσθίετε, μηδέ πίνετε εκ κοινού σκεύους μετ' αυτών, μηδέ τα φαγητά απ' αυτών λαμβάνετε... Δεν προσήκει, τέκνον, να αινέσεις την αλλότριον πίστιν. Εάν τις αλλότριον πίστιν αινεί, την ιδικήν του βλασφημεί. Εάν δε αινή εναλλάξ και τας δύο, και την ιδικήν του πίστιν και την αλλότριον, διπλόπιστος τοιούτος εγένετο, και πλησίον αιρέσεως εστίν». Έχομεν εδώ εν ολόκληρον οικουμενικόν πρόγραμμα, αλλά μετά του αρνητικού σημείου.
       Εις τα πανολέθρια έτη της μογγολικής κατοχής οι Ρώσοι προετίμησαν τον αλλόθρησκον ζυγόν της «φιλίας» και «προστασίας» της λατινικής Δύσεως. Ο άγιος Μέγας Δούκας Αλέξανδρος Νέβσκι, ταπει­νός υποτελής των Μογγόλων, εγένετο περίφημος νικητής των Σουη­δών και των Γερμανών, οι οποίοι ήθελον να κατακτήσουν την Ρωσίαν δια τον πάπαν.
       Εις την σύνοδον της Φλωρεντίας η ρωσική συνοδεία του Μητροπολίτου Ισιδώρου δεν κατελάμβανε τίποτε, διότι δεν εγνώριζον οι Ρώσοι και τας δύο γλώσσας, ελληνικήν τε και λατινικήν. Αλλ' όταν επανήλθον οι Ρώσοι εκπρόσωποι εις την Μόσχαν, ο Μέγας Δούκας Βασίλειος ανεκήρυξε τον Μητροπολίτην Ισίδωρον αιρετικόν και τον εφυλάκισεν.
       Εις την αρχήν του 17ου αιώνος οι Πολωνοί κατέκτησαν την Ρωσίαν και ήθελον να την υποδουλώσουν εις τον πάπαν, και διώρισαν Πατριάρχην ένα λατινόφιλον αρχιερέα, τον Ιγνάτιον, πρώην Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου. Αλλ' η σύνοδος των Ρώσων επισκόπων καθήρεσε αυτόν και έφυγεν ο Ιγνάτιος εις την Πολωνίαν.

       Η τραγική περίοδος μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως ήτο περίοδος λυπηράς παρακμής του ορθοδόξου πολιτισμού και αντι­στοίχως δραστηρίας δυτικής επιδράσεως.
       Η επίδρασις αυτή είχεν ολοκληρωτικούς σκοπούς, αλλά περιορισμέ­να αποτελέσματα. Ο άγιος Πέτρος ο Μογίλας, Μητροπολίτης του Κιέβου, έγραψε υπό σχετικήν λατινικήν επίδρασιν την «Ορθόδοξον Ομολογίαν» του, η οποία όμως με ευλογίαν του Οικουμενικού Πατρι­αρχείου εγένετο συμβολικόν βιβλίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο αυτός Πέτρος ηυλόγησε την έκδοσιν του Συνοδικού της Ορθοδοξίας εις το σλαβονικόν Τριώδιον. Ο τροπαιούχος ορθόδοξος αγωνιστής Μητροπολίτης Πέτρος απέσυρε την ρωσικήν Μητρόπολιν της Πολω­νίας από της Ουνίας.
       Ο Αυτοκράτωρ Πέτρος ο Μέγας, τον οποίον ονομάζουν πολλοί δυτικόφρονα, ήτο μέγας υπερασπιστής της Ορθοδόξου Ρωσίας. Επέ­τρεψε τους μικτούς γάμους με τους Αρμενίους, Ρωμαιοκαθολικούς και Διαμαρτυρομένους, αλλ' υπό τον όρον ότι όλα τα παιδιά εν μικτοίς γάμοις θα γίνονται Ορθόδοξοι.
       Εις την αρχήν του 20ου αι. απαντών εις τας πρώτας οικουμενιστικάς πρωτοβουλίας της Δύσεως εις εκ των Ρώσων νεομαρτύρων, ο καθηγητής Τροΐτσκι, αργότερον αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων, έγραψε: «Ομολογώ μίαν Εκκλησίαν, και οι Ρωμαιοκαθολικοί δι' εμέ δεν είναι Εκκλησία και επομένως δεν είναι και χριστιανοί, διότι δεν υπάρχει Χριστιανισμός χωρίς Εκκλησίαν».
       «Όλαι αι χριστιανικαί ομολογίαι αναγνωρίζουν την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού. Αλλά αυτό μόνον δεν δύναται να συγχύ­ση όλας τας ομολογίας εις μίαν Εκκλησίαν. Και οι δαίμονες, κατά τον απόστολον Ιάκωβον, πιστεύουσιν1 και την πίστιν αυτών ωμολόγησαν ως και ο απόστολος Πέτρος»2.
        Η αντιχριστιανική, μασονική επανάστασις εις την Ρωσίαν ήτο μεγάλη χαρά δια την Δύσιν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι δεν ήθελον κα­θόλου να παραχωρήσωσιν εις την Ρωσίαν, την Κωνσταντινούπολιν και τους πορθμούς, κατά τας συνθήκας αυτών με τον Τσάρον. Προ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο «άγιος» πάπας Πίος Χ είπε: «Εάν νικήση η Ρωσία, θα νικήσει το σχίσμα». Δια τον Πίον Χ η Ρωσία των Τσάρων ήτο «ο μεγαλύτερος εχθρός της Εκκλησίας», δηλαδή της Ρω­μαιοκαθολικής. Δια το Βατικανόν οι κομμουνισταί ήταν όργανον της προνοίας του Θεού: εξαφανίζοντες την ορθόδοξον ιεραρχίαν, διώκοντες όλους τους πιστούς οι επαναστάται εξεκαθάριζον τόπον δια τον εκλατινισμόν των Ορθοδόξων ή δια την εμφύτευσιν της Ουνίας. Ο άγιος νεομάρτυς, τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου, Μητρο­πολίτης Πέτρος έγραψε αμέσως μετά τον θάνατον του αγίου Πα­τριάρχου Τύχωνος: «Πολλοί είναι οι εχθροί της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Ρωμαιοκαθολικοί χρησιμοποιούντες τον παρ' ημίν λειτουργικόν ρυθμόν εκκλίνουν τον πιστόν λαόν εις την Ουνίαν». Ο Μη­τροπολίτης, αργότερον Πατριάρχης, Σέργιος έγραψε (1931): «Η Ευχα­ριστία είναι ένωσις μετεχόντων με τον Χριστόν και εν Χριστώ με­ταξύ αυτών. Εάν διαχωριζώμεθα από αυτούς εν τη Ευχαριστία, μία πλευρά εκ των δύο επιτελεί την αναληθή Ευχαριστίαν. Αδύνατον να υπάρχουν δύο αλληλοκοινώνητοι Ευχαριστίαι, ως και δύο Χρι­στοί και δύο Εκκλησίαι».
       Εις τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον η Σοβιετική Ένωσις κατέ­λαβε την Γαλικίαν και την Καρπαθορωσίαν, αι οποίαι δεν ήσαν μέρη της Ρωσίας προ της Επαναστάσεως. Εις τας περιοχάς εκείνας το ρωσικόν έθνος ήτο εις την Ουνίαν. Το 1946-1947 κατηργήθη η εκεί Ουνία και εκατομμύρια πιστοί εγένοντο με τους ιερείς αυτών ορθόδοξοι.
       Εις τον μεταπολεμικόν κόσμον εγένοντο νέαι οικουμενιστικαί πρωτοβουλίαι των Προτεσταντών. Η εν Μόσχα συνέλευσις των κε­φαλών και εκπροσώπων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών (1948) εψήφισε απόφασιν επί του ζητήματος «Το Οικουμενιστικόν κί­νημα και η Ορθόδοξος Εκκλησία»: «... το σύγχρονον οικουμενιστι­κόν κίνημα δεν εξασφαλίζει την επανένωσιν των εκκλησιών με μέ­τρα και μεθόδους κατά την Χάριν. Η μείωσις των απαραιτήτων προ­ϋποθέσεων της Ενώσεως, μέχρι μόνης της αναγνωρίσεως του Ιησού Χριστού ως Κυρίου ημών, ελαττώνει την Χριστιανικήν διδασκαλίαν μέχρι αυτής της πίστεως, η οποία κατά τον απόστολον είναι δυνα­τή και δια τους δαίμονας... Ανακοινούμεν εις το Παγκόσμιον Συμ­βούλιων των Εκκλησιών... ότι όλαι αι Ορθόδοξοι τοπικαί Εκκλησίαι, συμμέτοχοι της παρούσης συνελεύσεως, υποχρεούμεθα να αρνούμεθα την συμμετοχήν εις το οικουμενιστικόν κίνημα».
       Το 1956 οι αρχηγοί του ΚΚΣΕ ενέκριναν μυστικήν απόφασιν, κα­τά την οποίαν η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία έπρεπε να λάβη μέρος εις το οικουμενιστικόν κίνημα ως κρύφιον όργανον της σοβιετικής πολιτικής. Αλλ' η υποδουλωμένη υπό των κομμουνιστών Εκκλησία δεν το ήθελε. Πέντε έτη ανθίστατο η Εκκλησία προς τας απαιτήσεις αυτάς των κυβερνητών. Το 1961 ο Μητροπολίτης Νικόλαος Κρουτίτσης, πρόεδρος του Τμήματος των εξωτερικών σχέσεων, επαύθη από όλες τις θέσεις αυτού και απέθανε αμέσως εις το νοσοκομείον εξ αγνώστου αιτίας. Τον Νικόλαον αντικατέστησεν ο Μητροπολίτης Νικόδημος, νέος ιεράρχης, ο οποίος είχε περίλαμπρον σταδιοδρομίαν.
       Ο Νικόδημος ενόμιζεν ότι εις τας συνθήκας των διωγμών του Χρουστσώβ (1956-1964), ο οποίος ήθελε να εξαφανίση την θρησκείαν, η Εκκλησία δύναται να χρησιμοποιή τας οικουμενιστικάς σχέσεις εις τον αγώνα δια την επιβίωσιν. Η Εκκλησία ηγγυάτο εις την κυβέρνησιν της ΕΣΣΔ εκπλήρωσιν των πολιτικών σκοπών αυτής. Το 1961 η Ρωσική Εκκλησία εγένετο μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλη­σιών. Ως «ανεξάρτητος» εκπρόσωπος της σοβιετικής πολιτικής εγέ­νετο σημαντικός πολιτικός παράγων δια την κυβέρνησιν. Αποκτώντες γνωστούς και φίλους εις την Δύσιν οι ιεράρχαι «οικουμενισταί» ήλπιζον να αποκτήσωσιν υπερασπιστάς της Ρωσικής Εκκλησίας εν διωγμώ ούσης. Αλλά οι Ρώσοι ιεράρχαι δεν είχον ειλικρινή οικουμενιστικόν ενθουσιασμόν. Ο Νικόδημος εδήλωσε ότι το ΠΣΕ πρέπει να είναι «σύλλογος των εκπροσώπων των Εκκλησιών, αλλ' όχι κοινότης αυτών των Εκκλησιών». Τούτ' έστιν το ΠΣΕ δεν πρέπει να έχη εκκλησιολογικήν σημασίαν. Ψυχρότης έμενε και εις τας σχέσεις της Ρωσικής Εκκλησίας με το Βατικανόν. Ο Πατριάρχης Αλέξιος Α' έγραψε τη­λεγραφικώς εις τον Πατριάρχην Αθηναγόραν εξ αφορμής της άρσε­ως των αναθεμάτων του 1054: «... η απόφασίς Σας είναι πράξις της τοπικής Σας αξιοτιμήτου Εκκλησίας... Αυτή δεν έχει θεολογικήν ση­μασίαν δια το πλήρωμα της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας». Και εκ της ιδίας αφορμής προς τον Αθηνών Χρυσόστομον: «... Η διαίρεσις των Εκκλησιών Ρωμαιοκαθολικής και Ορθοδόξου είναι σφόδρα βαθεία και δεν υπάρχουν σήμερον αντίστοιχοι βάσεις δια την υπερνίκησιν αυτής».
       Αι οικουμενιστικαί διαπραγματεύσεις απησχόλουν πολύ ολίγους αξιωματούχους του Πατριαρχείου, και ήσαν σχεδόν καθ' ολοκληρίαν άγνωστοι δια τον πιστόν λαόν. Οι αριθμοί αντιτύπων των εκκλησια­στικών περιοδικών ήταν μικρότατοι και προωρίζοντο μόνον δια τον κλήρον. δεν υπήρχον εκκλησιαστικαί βιβλιοθήκαι δια τον λαόν.
       Αλλά δια τον κλήρον και τους μοναχούς ο Οικουμενισμός ήτο μέ­γα σκάνδαλον. Και εις τα έτη της Περεστρόικα (Μεταρρυθμίσεως), της Γκλάσνοστ (διαφάνειας), ηκούσθη η φωνή του πιστού λαού μας, ο οποίος είναι κατά του Οικουμενισμού, κατά του μοντερνισμού, κα­τά του δυτικού πολιτισμού και παντός είδους δυτικής επιδράσεως. Και δια την Ιεραρχίαν τα έτη της «φιλίας» Ρωσίας και Δύσεως προεκάλεσαν μεγάλην απογοήτευσιν. Η Ρώμη ανανέωσε την Ουνίαν εις την δυτικήν Ουκρανίαν. Πολλαί εκατοντάδες των ενοριακών ναών κατε­λήφθησαν υπό των Ουνιτών. Ο πάπας έστειλεν εις όλας τας περιοχάς της Ρωσίας ου μόνον πολλάς δεκάδας πρεσβυτέρων, αλλά και με­ρικούς επισκόπους. Ο Πατριάρχης μας Αλέξιος Β' τονίζει ότι το σημερινόν ποίμνιον της λατινικής Εκκλησίας δεν έχει χρείαν τοσούτου κλήρου. Ο σκοπός του Βατικανού είναι ο προσηλυτισμός των ορθοδό­ξων Ρώσων. Ο πάπας θέλει να επισκεφθή την Ρωσίαν. Η ρωσική κυβέρνησις, η οποία επιδιώκει την αναγνώρισιν της «φιλελευθερίας» αυτής από πλευράς της Δύσεως, θέλει το ίδιον. Αλλ' ο Πατριάρχης Αλέξιος Β' με αναλλοίωτον σταθερότητα απορρίπτει τας τοιαύτας προτάσεις.
       Ο προτεσταντικός κόσμος φανεροί πλέον και πλέον εσωτερικήν διάλυσιν. Επικύρωσις της ομοφυλοφιλίας, ιερωσύνη γυναικών κ.λπ. είναι σημεία σατανικής διαστροφής των πρώην χριστιανών. Οι ρώσοι χριστιανοί καταλαμβάνουν: «Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;»3. Υπάρχουν μερικαί προτεσταντικαί ομολογίαι, αι οποίαι δεν θέλουν ή μάλλον δεν δύνανται να πράττουν προσηλυτισμόν εις την Ρωσίαν (λουθηρανοί, αγγλικανοί). Αλλ' αι πλείσται παραφυάδες προσπαθούν να κατακτήσωσι την Ρω­σίαν δια της «ευαγγελικής», «ζωηράς» πίστεως. Έναντι της θρησκευ­τικής επιβουλής των προτεσταντικών αιρέσεων το Πατριαρχείον μας κρατεί σταθεράν αρνητικήν στάσιν.
       Προβληματίζει την Εκκλησίαν μας και ο Μονοφυσιτισμός. Εδώ και δύο αιώνας εις τας μεγάλας πόλεις της Ρωσίας υπάρχουν πολλοί Αρμένιοι. Μετά την «ανεξαρτησίαν» του 1991 το ήμισυ του πληθυ­σμού της Αρμενίας μετώκησεν εις την Ρωσίαν. Η προπαρασκευαζομένη «Ουνία» με τους Μονοφυσίτας θα ήτο καλή λύσις δι' εμάς από πλευράς εθνοπολιτικής. Αλλ' ο πιστός λαός, οι κληρικοί, οι ιεράρχαι μας δεν ήθελον την Ουνίαν. Αι δύο Σύνοδοι της Ιεραρχίας της παρ' ημίν Εκκλησίας (1994 και 1997) εδήλωσαν επισήμως ότι «η δευτέρα Δήλωσις της Μικτής Επιτροπής του θεολογικού διαλόγου» μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Αντιχαλκηδονίων, την οποίαν οι οπαδοί της Ουνίας ανεκήρυξαν επιτυχή έκβασιν του δογματικού δια­λόγου, «δεν πρέπει να θεωρήται ως τελικόν έγγραφον, αρκούν δια την αποκατάστασιν της πλήρους κοινωνίας, διότι η Δήλωσις περιέ­χει ασαφείς εκφράσεις ως προς την Χριστολογίαν». Με απλά λόγια η Εκκλησία μας είπε «όχι» εις την ένωσιν με τους Μονοφυσίτας.
       Η Εκκλησία μας αναθεωρεί τας σχέσεις αυτής με το ΠΣΕ. Είναι δυνατόν να εγκαταλείψη η Ρωσική Εκκλησία το ΠΣΕ, καθώς το έπρα­ξαν αι Εκκλησίαι Γεωργίας και Βουλγαρίας. Η Εκκλησία μας δεν ενθαρρύνει τους κληρικούς και τους λαϊκούς αυτής δια μετοχήν εις τας οικουμενιστικάς ακολουθίας, κοινάς προσευχάς κ.λπ.
       Εις τα προηγούμενα έτη, όταν ο Μητροπολίτης Νικόδημος (1978) ανέπτυξε την διπλήν οικουμενιστικήν πολιτικήν αυτού, ο λαός ήτο μακράν από την ιεραρχίαν. Σήμερον ου μόνον «τα πρόβατα ακούει της φωνής» των ποιμένων, αλλά και οι ποιμένες προσέχουν εις την φωνήν των προβάτων: λαϊκών, απλών κληρικών, μοναχών. Ο μητροπολίτης Κύριλλος, πρόεδρος του Τμήματος των εξωτερικών σχέσεων, τονίζει ότι διαμαρτύρονται δια τον Οικουμενισμόν όχι οι εξτρεμισταί, οι σχισματικοί, οι φουνταμενταλισταί, αλλά τακτικά μέλη της Εκκλη­σίας και αι διαμαρτυρίαι αυτών έχουν νόμιμον αιτίαν.
       Ελάχιστοι είναι οι οπαδοί του Οικουμενισμού εις την Ρωσικήν Εκκλησίαν εις την ιεραρχίαν, τον κλήρον, τους «διανοουμένους». Εις τους μοναχούς και τον «απλούν» λαόν δεν υπάρχουν οικουμενισταί καθόλου. Εις την μεγίστην ορθόδοξον χώραν ο Οικουμενισμός δεν έχει μέλλον.

 
  •  1.  Ιακ. 2,19.
  • 2.  Ματθ. 16, 16. Μάρκ. 1,24. Λουκ. 8, 28.
  • 3.  Β' Κορ. 6, 14-15.
     
 ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ Α.Π.Θ. 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004
Εκδόσεις ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου