Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Τα Άγια Θεοφάνεια, του Ιωάννου Δημητριάδη, Γράφει ο Zoiforos.GR


Τα Άγια Θεοφάνεια
του Ιωάννου Δημητριάδη 
Ιεροψάλτου-Καθηγητού
Σὰν ἕνας δεύτερος κατακλυσμὸς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Κατακλυσμὸς ἀγάπης καὶ χάρητος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἐκ νέου εἰσαγωγή του στὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ στὸ συναξάρι τοῦ ὄρθρου διαβάζουμε:
«Τοὺς οὐρανοὺς Βάπτισμα  τοῦ Χριστοῦ σχίσαν
Τοὺς αὐτὸ μὴ χραίνοντας ἔνδον εἰσάγει
Βάπτισεν ἐν ποταμῷ Χριστὸν Πρόδρομος κατὰ ἕκτην»,
δηλ. ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ ἀφοῦ ἔσχισε τοὺς Οὐρανούς, εἰσάγει αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀκάθαρτοι καὶ δὲν τὸ ἀξίζουν. Ὁ Πρόδρομος βάπτισε στὸν ποταμὸ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἕκτη (ἡμέρα).
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια ἢ Ἐπιφάνεια ἑορτάζουμε τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἃγ. Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος γιὰ πρώτη φορὰ στὸν κόσμο: Τοῦ Πατρός, ὡς φωνὴ ποὺ ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους τὸν Υἱὸ ὡς ἀγαπητὸν αὐτοῦ, εἰς τὸν ὁποῖο εὐαρεστεῖται (πρβλ. οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἐν ᾧ εὐδόκησα, Ματθ γ΄ 17, Μὰρκ α΄ 9-11, Λουκ. γ΄ 21), τοῦ Υἱοῦ, ποὺ βαπτίζεται στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἀπὸ τὸν ἃγ. Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὑπὸ μορφὴν περιστερᾶς, ἡ ὁποία ἦλθε καὶ κάθισε στὴν κορυφὴ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Τὸ Χρονικό της Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ
Τριάντα χρόνια μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα ποὺ τὸ πέρασε ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατὰ πάντα τὸν νόμο καὶ κάνοντας ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὴ μητέρα του Μαριὰμ καὶ στὸν θετό του πατέρα Ἰωσὴφ («ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς»), θέλησε ὁ Ἰησοῦς, πρὶν ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του, νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι: ὁ «Θεὸς ἐν σώματι», ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γνήσιος καὶ «ὁμούσιος τῷ Πατρί», ὅτι εἶναι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες εἶχαν προαναγγείλει καὶ ὁ λαὸς μὲ πολλὴ προσδοκία περίμενε.

Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (Λουκ γ΄ 2-3) «ἐπ’ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου  Υἱὸν ἐν ταῇ ἐρήμῳ καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχώρον τοῦ Ἰορδάνου, κηρὺσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», δηλ. ἦλθε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐρήμου στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη, ὁ Ἰωάννης υἱὸς τοῦ Ζαχαρία καὶ προέτρεπε τὸν λαὸ νὰ μετανοήσει καὶ νὰ βαπτιστεῖ τὸ «βάπτισμα τῆς μετανοίας», γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὅλοι ὅσοι ἐβαπτίζοντο ἔμπαιναν στὸ νερό, ἐξομολογούμενοι δημοσίως τὶς ἁμαρτίες τους καὶ ἔβγαιναν ὅταν εἶχαν τελειώσει τὴν ἐξομολόγησή τους.
Μονολότι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀναμάρτητος καὶ δὲν εἶχε ἁμαρτίες νὰ ἐξομολογηθεῖ , ἐν τούτοις, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει καθ’ ὅλα τὸν νόμο, «πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην», ἦλθε στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ βαπτιστεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τὴ δική του ἀναξιότητα. Ἔτσι ἔχει ἀντιρρήσεις νὰ βαπτίσει τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ λέγει: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς με;», δηλ. «ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σένα καί ἐσὺ ἔρχεσαι σὲ μένα;». Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς ἀφοπλίζει τὴ λογικὴ δειλία τοῦ Ἰωάννη λέγοντάς του: «ἂφες ἄρτι. Οὕτω γὰρ πρέπον  ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην», δηλ. «ἄστα αὐτὰ τώρα, ἔτσι πρέπει νὰ γίνει, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε καθ’ ὅλα τὸν νόμο».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴ στιχομυθία, ὁ Ἰωάννης, κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Κύριο, τὸν ἐβάπτισε εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμό: «καὶ βαπτισθείς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. γ΄ 16). Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε μία σημαντικὴ λεπτομέρεια ποὺ ὑποδηλώνεται μὲ τὴ λέξη «εὐθύς». Ὅλοι οἱ βαπτιζόμενοι παρέμειναν κάποιο χρονικὸ διάστημα ἐντός τοῦ ὕδατος, μέχρι νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες των, καὶ κατόπιν ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ νερό. Ὁ Ἰησοῦς ἐπειδὴ ἦτο ἀναμάρτητος καὶ δὲν εἶχε ἁμαρτίες νὰ ἐξομολογηθεῖ, γι’ αὐτὸ ἀνέβη «εὐθύς», δηλ. ἀμέσως ἀπὸ τοῦ ὕδατος. Ἑπομένως ἡ λέξη «εὐθὺς» ὑποδηλώνει τὴν ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου.
 Ἡ πρώτη κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
«Καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ’ αὐτὸν καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ εὐδόκησα», (Ματθ γ΄ 16-17), δηλ. καὶ νά, ἄνοιξαν εἰς αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε (ὁ Ἰωάννης) τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνει ὑπὸ μορφὴ περιστερᾶς καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω Του (δηλ στὸν Ἰησοῦ) καὶ ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς στὸν ὁποῖο εὐαρεστήθηκα».
Ἐδῶ ἔχουμε τὴν πρώτη ἐμφανῆ «Θεοφάνεια» τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπάρχουν χωρία ἀπὸ τὰ ὁποῖα συμπεραίνεται ἡ ὕπαρξη τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ὅπως στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν πληθυντικὸ «ποιήσομεν αὐτὸν (δηλ τὸν ἄνθρωπο) κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γένν. α΄ 26). Ἐπίσης στὴ φιλοξενία τῶν τριῶν ἀγγέλων ὑπὸ τοῦ Ἀβραὰμ (Γένν. ιη΄ 1-15) κ.λπ. Ἂς σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶδε μόνο ὁ Ἰωάννης.
Μποροῦμε ἐπίσης νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ μαρτυρία τοῦ Πατρὸς «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ᾧ εὐδόκησα» ἀφορᾶ τὸν Ἰησοῦ καὶ δηλώνει τὴν σαφῆ ἀνωτερότητά του ἔναντι τοῦ Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης ἐπίσης, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δήλωσε στοὺς μαθητές του ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων τοῦ Ἰησοῦ νὰ λύσει. Συμπλήρωνε δέ ὅτι ἡ ἁρμοδιότητά του περιγράφεται ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠσαΐα ὡς «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Τέλος ἐξαντλεῖται στὸ «ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ», δηλ. στὸ νὰ προετοιμάσει τὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ σωτηριῶδες κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ τρία βαπτίσματα (Ἰουδαϊκό, τοῦ Ἰωάννη καὶ Χριστιανικὸ)
Κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐκπλήρωσε καὶ αὐτὴν Του τὴν ὑποχρέωση ἔλυσε τὴν κατάρα ποὺ εἶχε δοθεῖ στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν παράβαση τοῦ Θείου νόμου. Ἔπαυσε στὸ ἑξῆς κάθε νόμο τελετουργικὸ καὶ ἔδωσε στὸν νόμο, χαρακτήρα πιὸ πνευματικὸ καὶ πιὸ οὐσιαστικό. Τὰ τρία βαπτίσματα εἶναι :
α.  Τὸ Ἰουδαϊκὸ βάπτισμα, ποὺ ἀφοροῦσε στὴν καθαρότητα τῶν ἐνδυμάτων καὶ τοῦ σώματος.
β. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, ποὺ ἦταν βάπτισμα μετανοίας, ἀφοροῦσε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἦταν ἀνώτερο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ. Δὲν προέτρεπε μόνο τὴν καθαρότητα τῶν ἐνδυμάτων καὶ τοῦ σώματος («πλῦνον τὰ ἱμάτιά σου καὶ λοῦσον τὸ σῶμά σου καὶ ἔσο καθαρός»), ἀλλὰ κυρίως τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς («ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας»). Συνίστατο δὲ σὲ ἁπλὴ ἀνάδυση καὶ κατάδυση. Ἀλλὰ «οὐδὲ Πνεύματος Ἁγίου χορηγίαν εἶχε οὐδὲ ἁμαρτημάτων ἄφεσιν», ὅπως εἶχε ἀργότερα τὸ Χριστιανικὸ βάπτισμα.
γ. Τὸ Χριστιανικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο συνίστατο σὲ τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου ἐντός του ὕδατος, ποὺ συμβόλιζαν τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανὸς Πιστὸς μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση στὸ νερὸ καὶ ἀνάδυση καλεῖται «νὰ συνταφεῖ καὶ νὰ συναναστηθεῖ» μὲ τὸν Χριστὸν καὶ συγχρόνως νὰ θάψη τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο «σὺν ταῖς πράξεσι αὐτοῦ καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» καὶ νὰ ἀναδείξει τὸν νέο ἄνθρωπο «τὸν ἀνακαινούμενον κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν». Κατὰ συνέπεια τὸ Χριστιανικὸ βάπτισμα εἶναι ἀνώτερο τῶν δύο προηγουμένων, διότι εἰσάγει τὸν πιστὸ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸν καθιστᾶ «κατὰ χάριν» υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνοίγει μία νέα προοπτικὴ ζωῆς μέσα στὴ δόξα τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ὑπενθυμίζει δὲ τὴν ὑποχρέωση νὰ φυλάττει τὸν λευκὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς, ποὺ ντύθηκε κατὰ τὸ βάπτισμά του «ἄσπιλο» καὶ «ἀμόλυντο» ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ  τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὴν ἐκφράζει πολὺ ὡραία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς, ὁ ὁποῖος στὸ τελευταῖο τροπάριο τῆς η΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος ποὺ συνέταξε γιὰ τὰ ἅγια Θεοφάνεια λέγει:
«Λευχειμονήτω πᾶσα γήινος φύσις, ἐκπτώσεως τῶν Οὐρανῶν ἐπηρμένη
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται λόγῳ,Νάουσιν ῥείθροις ἐκπληθεῖσα πταισμάτων τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη»
Τὸ νόημα τῶν στίχων αὐτῶν σὲ ἐλεύθερη μετάφραση εἶναι τὸ ἑξῆς: «Ἂς ἀσπροφορέσει κάθε ἀνθρώπινη κάθε γήινη φύση γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνέβει στὸ πρότερο ὕψος της. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ἀλλὰ ἀκόμα πρέπει νὰ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται ἡ ἀνθρώπινη φύση γιατί ὁ Θεῖος Λόγος (ὁ Χριστὸς) τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καὶ τὴν καθάρισε ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἔκανε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη».
Οἱ ἑπτὰ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους βαπτίστηκε ὁ Χριστὸς
(κατὰ τὸν Ἰωάνν. Δαμασκηνὸ)
Ὁ ἃγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑπτὰ λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους βαπτίστηκε ὁ Χριστός:
α.  Ὁ Χριστὸς δὲν βαπτίστηκε γιατί εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχικὴ κάθαρση, ἀλλὰ πῆρε ἐπάνω Του τὴ δική μας κάθαρση: «οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν»
     β.    Γιὰ νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν νοητῶν δρακόντων (δηλ. τῶν    δαιμόνων) μέσα στὸ νερό, διότι οἱ δαίμονες μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ ἔχουν κατακλύσει τὴ φύση. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ βάπτισή Του τοὺς διώχνει ἀπὸ παντοῦ (βλ εἰκόνα τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ).
     γ.   Γιὰ νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία καὶ ὅλον τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ μέσα στὸ νερὸ τοῦ Χριστιανικοῦ βαπτίσματος.
     δ.   Γιὰ νὰ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.
     ε.                 Γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸν νόμο καὶ μὲ τὸ βάπτισμα.
     στ.              Γιὰ νὰ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
     ζ.                Γιὰ νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς σὲ ὅλα, ἀλλὰ καὶ στὸ βάπτισμα.
Ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων
Στοὺς ἑπτὰ παραπάνω λόγους τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει καὶ ἕναν ὄγδοο λόγο:
Γιὰ νὰ ἁγιάσει τὴ φύση τῶν ὑδάτων καὶ προσθέτει: «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τις ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμόν, κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον». Κατὰ τὸν ἃγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, τὸ θαῦμα γίνεται φανερὸ μὲ τὸ ὅτι, ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ παίρνουμε τὰ Φῶτα, αὐτὸ δὲν ἀλλοιώνεται καὶ δὲν μυρίζει ὅσος καιρὸς καὶ ἂν περάσει.
Ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος
Κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε ἐμφανῆ στὴν ἀνθρωπότητα τὴν πρώτη «Θεοφάνεια» ὑπὸ τὴ μορφὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὰ χωρία στὰ ὁποῖα  ὑποδηλώνεται (Παλαιὰ Διαθήκη) ἢ ἐμφανίζεται (Καινὴ Διαθήκη) ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τὰ ἑξῆς :
Α. ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ὑπάρχουν χωρία ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως:
α. Στὴ Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου (Γένν. α΄ 26): «καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Χρησιμοποιεῖται πληθυντικὸς ἀριθμὸς (καὶ ὄχι ἑνικὸς) ὡς νὰ εἶναι περισσὸτερα τοῦ ἑνὸς πρόσωπα, ποὺ συνεργάζονται γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.
β. Μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων (Γένν. γ΄ 22): «καὶ  εἶπεν ὁ Θεὸς ἰδοὺ ὁ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν» Χρησιμοποιεῖται ἡ ἀντωνυμία «ἡμῶν» στὸν πληθυντικὸ ἀρθμό.
γ. Στὸ βιβλίο τῶν ἀριθμῶν (Ἀριθμ. στ΄ 22): ὅταν δίνει παραγγελίες στὸν Μωϋσῆ ἀναφέρει τρεῖς φορὲς τὴ λέξη Κύριος: «καὶ ἐλάλησεν Κύριος πρὸς Μωϋσῆν λέγων: λάλησον Ἀαρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ λέγων• οὕτως εὐλογήσετε τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ λέγοντας αὐτοῖς  εὐλογήσαι σε Κύριος καὶ φυλάξαι σε, ἐπιφάναι Κύριος τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ σὲ  καὶ ἐλεήσαι σε, ἐπάραι Κύριος τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ σὲ καὶ δώῃ σοι εἰρήνην...»
δ. Στὸ προφητικὸ ὅραμα τοῦ Ἠσαΐου (Ἠσαΐας στ΄ 2,3): ποὺ εἶδε τὸν Θεὸν «καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ καὶ Σεραφεὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ ... καὶ ἐκέκραγεν ἕτερον πρὸς τὸ ἕτερον καὶ ἔλεγον ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ (τῶν δυνάμεων), πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ὁ τρισάγιος ὕμνος τῶν Σεραφεὶμ ἀναφέρεται στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
ε. Οἱ τρεῖς ἄγγελοι(Γένν. ιη΄ 9): ποὺ φιλοξενήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν τὴν ἀπόκτηση τοῦ υἱοῦ του Ἰσαάκ, ἀποτελοῦν ἐπίσης προτὺπωση τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Β. ΚΑΙΝΗ  ΔΙΑΘΗΚΗ
α.   Στὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ: χωρία Ματθ. γ΄ 16-17, Μάρκ. α΄ 10-11, Λουκ. γ΄ 21-22, Ἰωάνν. α΄ 32-34, ὅπως προαναφέραμε.
β.    Στὸ χωρίον Ματθ. κη΄ 19, ὀλίγον πρὸ τῆς ἀναλήψεώς Του ὁ Κύριος παραγγέλλει στοὺς μαθητές Του νὰ βαπτίζουν στὸ ὄνομα τῆς Ἃγ. Τριάδος.
γ.    Ὁ τύπος τῆς εὐλογίας ποὺ καθιερώνει ὁ Ἀπ Παῦλος εἶναι τριαδικὸς (Β΄ Κορ. ιγ΄ 13): «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ Πάντων ὑμῶν».
δ.    Στὸ χωρίον (Ἀποκ. δ΄ 8): Ὁ τρισάγιος ὕμνος τῶν ἀγγέλων στὴν Ἀποκάλυψη.
ε.    Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας εἶναι ἔργο καὶ τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος (Α΄ Πέτρ. α΄ 2).
Ἡ ζωὴ τῆς ἉγίαςΤριάδος ἀποτελεῖ τέλειο πρότυπο ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μία ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ θεὸς εἶναι Ἕνας Δημιουργὸς καὶ Συντηρητὴς τοῦ κόσμου εἶναι εὔκολο νὰ τὸ συλλάβει ἡ ἀνθρώπινη διάνοια. Εἶναι προφανές. Τὸ ὅτι ὅμως αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι συγχρόνως Ἕνας, ἀλλὰ καὶ Τρία Διακριτὰ Πρόσωπα συνδεόμενα μὲ τέλεια ἀγάπη, ἔχοντας τέλεια συνεργασία, σύμπνοια καὶ ἀλληλοπεριχώρηση, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ συλλάβει ἀνθρώπινη διάνοια παρὰ μόνο δι’ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθεῖ.
Ὅμως, ἐνῷ ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ δὲν φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως νὰ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐν τούτοις ἡ Ἁγία Τριάδα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τὸ αἰώνιο πρότυπο κάθε τέλειας ἀνθρώπινης κοινωνίας. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἑνωμένα καὶ φαίνονται ἀπὸ ἔξω ὡς ἕνα. Ἀγαπιοῦνται στὸν τέλειο βαθμό, συνεργάζονται μεταξύ τους μὲ τέλεια σύμπνοια καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται σὲ θαυμαστὸ βαθμό.
Ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω
Ἡ ποιητικότατη προφητικὴ αὐτὴ φράση τῶν ψαλμῶν ἔχει ἕνα ἀσυνήθιστο πνευματικὸ βάθος. Γιὰ τὴν κατανόησή της θὰ χρησιμοποιήσουμε ὡς ὁδηγὸ τὸν μεγάλο Πατέρα καὶ Διδάσκαλο τῆς ἐκκλησίας ἃγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.
Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης ,γνωστὸς στὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ πολλὰ θαύματα καὶ ἀπὸ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, πηγάζει ἀπὸ δύο πηγές: ἡ μία λέγεται Ἲορ καὶ ἡ ἄλλη Δάν. Τὰ δύο αὐτὰ μικρὰ ποτάμια ἑνώνονται σὲ κάποιο σημεῖο καὶ σχηματίζουν τὸν ποταμὸ Ἰορδάνη ποὺ διασχίζει τὴν ὁμώνυμη κοιλάδα καὶ χύνεται στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικὴ κατὰ τὸν ἅγιο πατέρα.
Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγὲς συμβολίζουν τοὺς δύο προπάτορες, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, ἀπὸ τοὺς ὁποίους (ἀνέβλυσε) προῆλθε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ τὸ γένος αὐτὸ πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; Στὴ νέκρωση καὶ στὸν θάνατο, ὅπως ὁ Ἰορδάνης πρὸς τὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀγάπησε καὶ πόνεσε τὴν ἀνθρωπότητα, ἔγινε ἄνθρωπος, δίδαξε τὴν ἀλήθεια, θαυματούργησε, ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ καὶ κατήργησε πάνω στὸν Σταυρὸ τὸν θάνατο, μὲ τὸν δικό Του θάνατο. Ἔτσι χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωή. Τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω. Τοὺς ἔκανε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴ νέκρωση ἀλλὰ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπ. Παῦλος λέγει: «ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν... ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ». (Ρωμ στ΄ 3,6).
Πηγή: http://www.enromiosini.gr/635E7CB3.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου