Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Μοναδικὸ γεγονὸς ἡ Ἀνάληψη τοῦ Θεανθρώπου


Μοναδικὸ γεγονὸς ἡ Ἀνάληψη τοῦ Θεανθρώπου. Ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δοξασμένο βρίσκεται τώρα στὸν οὐρανό.
Πῶς ὅμως θὰ γίνει ἡ ζωή μας ὁλόκληρη μιὰ συνεχὴς ἀνάβαση πρὸς τὴν Ἀλήθεια, τὸ Φῶς, τὴ Ζωή, πρὸς τὸν Θεό;
Ἡ πνευματικὴ ἀνάβαση ἀπαιτεῖ κόπο, προσπάθεια συνεχή, θυσία. Δὲν κατακτάει κανεὶς τὶς φωτόλουστες κορυφὲς τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητας, τῆς ἀγάπης χωρὶς ἀγώνα.
Ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη ἀνυψωτική. Ὁ πιὸ ἀσφαλὴς δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ, ποὺ ἀνεβάζει στὸν Θεό, περνάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀτενίσει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἄν δυσκολεύεται νὰ ἀτενίσει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπὸ τὴν ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη εἶναι μίμηση Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει προχωρεῖ ἀπὸ τὸ «κατ᾽ εἰκόνα» στὸ «καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ», γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι δημιουργημένος. Γίνεται «κοινωνὸς θείας φύσεως». Ἔτσι ὄχι ἁπλῶς ἀνυψώνεται καὶ ἀτενίζει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Θεώνεται. Ζεῖ κιόλας ἀπὸ τὴ γῆ αὐτὴ τὴν αἰωνιότητα.

ΜΗΝΥΜΑ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ 2020



welcome img Τὸ μήνυμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως βασίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο γυμνὸς καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς φέροντας σὰν πολύτιμο λάφυρο καὶ σὰν βαρύτιμο ἔνδυμα αὐτὴν τὴν φύση τὴν ὁποία φέρουμε κι ἐμεῖς, καὶ τὴν ὁποία προσέφερε στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα• τὴν ἐθέωσε. Ἑπομένως, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει φύση ἡ ὁποία εἶναι κατὰ χάριν θεωμένη.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι, νὰ ἔχουμε στὸ τέλος τῆς πορείας μας μιὰ λαμπρὴ ἐξόδιο ἀκολουθία, ἡ ὁποία δὲν θὰ θυμίζει τίποτα ἀπὸ αἰωνιότητα καὶ δὲν θὰ ἔχει κανένα θεϊκὸ χαρακτηριστικὸ μέσα της. Ἀλλὰ σκοπός μας εἶναι νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, νὰ μπολιάσουμε τὴν μὲν ψυχή μας μὲ θεϊκότητα, τὴ δὲ ζωή μας μὲ αἰωνιότητα, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κάτι πέραν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, κάτι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ αἰσθανόμαστε, κάτι πιὸ μεγάλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνουμε. Ὅλο αὐτὸ ἐγκρύπτεται μέσα στὴν ἴδια τὴ φύση μας, σὰν σπόρος ἀληθινὸς ποὺ προσδοκᾶ τὴ γονιμοποίησή του, τὴν αὔξηση καὶ τελικὰ τὴν καρποφορία του. Ὅλοι μας καλούμεθα νὰ ἀναστήσουμε μέσα μας αὐτὸν τὸν σπόρο καὶ νὰ τὸν μετατρέψουμε σὲ ζωή καὶ ἐμπειρία.
Τὸ ἐρώτημα βέβαια εἶναι πῶς νὰ γίνει αὐτό; Γιατί νὰ μᾶς φαντάζει τόσο δύσκολο, τόσο ἀπόμακρο, ἐνδεχομένως τόσο ἀφηρημένο, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας ἐδῶ καὶ αἰῶνες; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὴν πολὺ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.
Λέγει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «ἐξήγαγεν δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως Βηθανίαν» (Λουκ. κδ΄ 50). Τοὺς πῆρε τοὺς μαθητὲς ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, σχεδὸν κοντὰ στὴ Βηθανία, καὶ ὅπως λέει καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, (Πράξ. α΄ 12), «ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου τοῦ Ἐλαιῶνος», τὸ ὄρος αὐτὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται κατέναντι τῆς Ἱερουσαλήμ.  Τρία χαρακτηριστικὰ εἶχε ἡ τοποθεσία αὐτὴ στὴν ὁποία συνέβη τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως:  Πρῶτον, ὅτι ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ• δεύτερον, ἦταν πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους τοῦ ἐλαιῶνος• καὶ τρίτον, κατέναντι, ἀκριβῶς ἀντίκρυ τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ἆραγε ὅλα αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς συμπτωματικές, χωροταξικὲς περιγραφές ἢ μήπως ἔχουν καὶ κάποια ἄλλη σημασία; Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως μυστικὰ ὡς γεγονὸς καθαρὰ πνευματικό, προσωπικὰ ἐμπειρικό, θεολογικό, πνευματικό, καλεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ κάποιον χῶρο του, νὰ ἀνέβει πάνω σὲ κάποιον τόπο, σ᾿ ἕνα δικό του Ὄρος Ἐλαιῶν καὶ νὰ βλέπει ἀπέναντι κάποια Ἱερουσαλήμ.
Καλούμεθα νὰ βγοῦμε κι ἐμεῖς ἔξω στὴν ἡσυχία, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα, μακρυὰ ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, τὴν ἐπιγειότητα, τὴν ὑλικότητα, τὴν φθαρτότητα, ὅλα αὐτὰ ποὺ διαρκῶς φθείρονται, καταστρέφονται, ἐξαφανίζονται καὶ πεθαίνουν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀρνηθοῦμε. Νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν τύρβη τῶν μεριμνῶν, τῶν πολλῶν φροντίδων, τοῦ κολλημένου στὰ γήινα φρονήματος, καὶ νὰ πᾶμε σὲ μιὰ ἀκρούλα.  Σὲ τέτοιες ἥσυχες γωνιές ἐπιτελοῦνται τὰ μεγάλα γεγονότα.
Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως συνέβη ἐπὶ «τοῦ ὅρους τοῦ καλουμένου ‘Eλαιῶνος». Τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς μᾶς προτρέπουν νὰ ἀνέβουμε κι ἐμεῖς καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ μας κάπου ψηλά, καὶ μὲ καθαρότητα ζωῆς, καθαρότητα διαθέσεως, καθαρότητα εἰλικρίνειας καὶ ἁγνότητα προθέσεων νὰ ἀνεβάσουμε λίγο τὴν ψυχή μας πιὸ ψηλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς δημιουργοῦν τὴν αἴσθηση τῆς παχύτητος καὶ βαρύτητος καὶ τὴν κατεβάζουν πρὸς τὰ χαμηλὰ καὶ τὰ μικρά. Καὶ διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν ἀνωτέρων φρονημάτων, διὰ τῆς ἀνωτέρας σκέψεως, νὰ ἀνεβάσουμε τὸν νοῦ μας λίγο πρὸς τὰ πάνω γιὰ νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ βαρίδια ποὺ τὸν κρατοῦν προσκολλημένο στὰ ἐπίγεια.
Τρίτο χαρακτηριστκὸ εἶναι τὸ γεγονός ὅτι οἱ μαθητές κάθησαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλη ἡ ὁποία φιλοξένησε τὸν Κύριο, δέχθηκε τὴ διδασκαλία Του, εἶχε ἐμπειρία τῶν θαυμάτων Του• τὴν πόλη ἡ ὁποία ὑποδέχθηκε τὶς ἐπαγγελίες Του, τὶς ὑποσχέσεις Του• τὴν πόλη ποὺ τόλμησε νὰ ἀντικρύσει τὸ πάθος καὶ τὴ σταύρωσή Του καὶ τέλος νὰ ζήσει τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως Του.
Καθὼς οἱ ἀπόστολοι ἀντίκρυζαν τὴν Ἱερουσαλήμ, ζοῦσαν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τοῦ Κυρίου, τὴν ἐμπειρία τῆς ἐλπίδος, τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου παραδείγματος Του, τὴν ἐμπειρία τῆς προσδοκίας τῆς εὐλογίας Του, αὐτὴν ποὺ τελικὰ τοὺς χάρισε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.  Καὶ ὅλοι ἐμεῖς καλούμεθα λίγο νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιγειότητά μας, νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν μικρότητά μας, νὰ ἀνέβουμε μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν καθαρότητά μας σ᾿ αὐτὸ τὸ ὄρος τὸ πνευματικό καὶ νὰ μελετήσουμε λίγο νοσταλγικὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.
Οἰ ἀπόστολοι, ἂν καὶ ὑπῆρχε φαινομενικὸς χωρισμός ἀπὸ τὸν Κύριο, αὐτοὶ εἶχαν ἐμπειρία συναντήσεως μαζί Του. Ἐνῶ ὑπῆρχε στέρηση, αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ νοιώσουν τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς, ὅπως περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ ὑπῆρχε ἀπουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἀναχώρησή Του, αὐτοὶ ζοῦσαν τὴν παρουσία καὶ τὴν ἔλευσή Του στὴ δική τους καρδιά.
Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ζἠσουμε ὅλοι μας, ὅπως οἱ ἀπόστολοι, τὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναλήψεως, μιὰ ἐμπειρία αἰσθήσεως τῶν θεϊκῶν ἰδιωμάτων ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα στὴ δική του φύση κατὰ χάριν καὶ νὰ μπορέσουμε ἔτσι νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο ἐν δόξῃ στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸ λάφυρο τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσεως δοξασμένης καὶ θεωμένης, καὶ νὰ ζήσουμε αἰωνίως στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Ἀνάληψη 2020
 

π. Θεόδωρος Ζήσης, Η σημασία της Αναλήψεως

Πηγαίνω να ετοιμάσω τόπο (Πέμπτη της Αναλήψεως)


( † Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου)
Σαράντα ήμερες μετά την Ανάστασή Του, ο Κύριος πήρε τους μαθητές Του και ανέβηκε σ’ ένα όρος υψηλό. Και εκεί τους είπε: «Εγώ θα φύγω. Θα ανεβώ στον Πατέρα Μου».
Τότε γέμισαν οι καρδιές των μαθητών και της Παναγίας από λύπη. Και άρχισαν να Τον παρακαλούν: «Μη μας αφήσεις ορφανούς. Είσαι ο Πατέρας μας. Εσύ μας γέννησες».
Ο άνθρωπος γεννιέται μεν από τον πατέρα του και από την μητέρα του κατά σάρκα. Αλλά ο Θεός δεν θέλει να ζήσουμε μόνο σ’ αυτό τον κόσμο για δέκα, είκοσι, πενήντα, εκατό χρόνια. Θέλει να ζήσουμε στην Βασιλεία Του για πάντα!
Γι’ αυτή την ζωή, την πρόσκαιρη, μας δίνουν ύπαρξη ο πατέρας μας και η μητέρα μας. Για την ζωή στην Επουράνιο Βασιλεία, την ατελεύτητη, μας δίνει ζωή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Και γι’ αυτή την αιώνια ζωή, γεννιόμαστε την ημέρα, που μπαίνουμε μέσα στην κολυμβήθρα. Εκείνη την ημέρα, που βαφτιζόμαστε, γινόμαστε τέκνα του Επουρανίου Πατέρα μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο και προσευχόμαστε πλέον, κάθε ημέρα και Του λέμε την ωραία προσευχή: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομά Σου…».
Έτσι, λοιπόν, η Υπεραγία Θεοτόκος και οι Άγιοι Απόστολοι παρακαλούσαν τον Κύριο και Του έλεγαν: «Μη μας αφήσεις ορφανούς».
Και ο Κύριος τους είπε:
-Δεν φεύγω για να σας αφήσω ορφανούς. Πη­γαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Γιατί θα έρθει ώρα που θα φύγετε. Έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Πόσο θα ζήσει πάνω στην γη; Εκατό χρόνια; Εκα­τόν είκοσι; Μπορεί να είναι και μια ημέρα μόνο η ζωή του. Εσείς λοιπόν θα φύγετε. Εγώ πηγαίνω να ετοιμάσω τον τόπο, στον οποίο θα σας υποδεχτώ. Σας λέω ότι ο Πατέρας μου, που με γέννησε ‘προ πάντων των αιώνων’, και μαζί δημιουργήσαμε όλο τον κόσμο, σας αγαπάει. Έχει πολλά φτιάξει στον ουρανό. Μη φοβόσαστε. Εμπιστευτείτε στον Λόγο του Θεού. Εμπιστευτείτε σε Μένα. Κοπιάστε! Αγωνιστείτε! Οπωσδήποτε θα βρεθεί για σας, στην Βασιλεία των Ουρανών, τόπος. Εάν δεν υπάρχει, θα φτιάξω ειδικά για σας.
Και εκείνη την στιγμή, αφού τους είπε τα παρήγορα λόγια, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, γεμάτος από δόξα και φως. Και ήρθε ένα ολόλαμπρο σύννεφο, που συμβολίζει την Δόξα του Θεού. Δεν ήταν σύν­νεφο. Η Δόξα του Θεού ήταν. Και Τον σκέπασε και Τον πήρε. Πήρε το Σώμα Του το Άγιο, Αυτό που το θυσίασε για μας επάνω στον Σταυρό, Το πήρε στον ουρανό. Και εκάθησε στα δεξιά του Πατέρα Του, του Δημιουργού των πάντων, Θεού.
Και τότε, η Παναγία και οι Άγιοι Απόστολοι γέμισαν από χαρά.

Το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και η ολοκλήρωσή του



του Γεωργίου Ν. Μανώλη, Θεολόγου, υπ. ΜΔΕ Ερμηνευτικής Θεολογίας

Το γεγονός της Αναλήψεως του Κυρίου είναι το ορατό σημείο της συμφιλίωσης Θεού και ανθρώπου, αλλά και του δοξασμού της ανθρώπινης φύσης. Η καταλλαγή αυτή και ο δοξασμός του ανθρώπου επιτεύχθηκε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, την Διδασκαλία Του, το εκούσιο Πάθη Του, την ένδοξη Ανάστασή Του και ολοκληρώνεται με την εις Ουρανούς Ανάληψη Του.

Το γεγονός της Αναλήψεως του Χριστού περιγράφεται από τους ευαγγελιστές Μάρκο (16,19) και Λουκά (24, 50-51), καθώς και στις Πράξεις των Αποστόλων (1,9-11). Ως προς τον χρόνο της Αναλήψεως το βιβλίο των Πράξεων μας πληροφορεί πως αυτή συνέβη σαράντα ημέρες μετά την εκ νεκρών Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Κατά την πατερική ερμηνεία το γεγονός της Αναλήψεως πραγματοποιήθηκε σάραντα ημέρες μετά την Ανάσταση, ώστε, παραμένοντας ο Κύριος στην γη κατά την περίοδο αυτή, να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές Του το γεγονός της Αναστάσεως. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως την περίοδο αυτή των σαράντα ημερών ο Κύριος δεν ήταν διαρκώς με τους μαθητές του συνηθίζοντας ταυτόχρονα και στην ιδέα του τέλους της επί γης παρουσίας Του. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτή συνέβη, κατά την περιγραφή των βιβλικών κειμένων, αποτελεί πράξη συγκατάβασης του Χριστού στην ανθρώπινη αδυναμία, ανάλογη με εκείνη της λήψης τροφής από τον αναστημένο Κύριο, προκειμένου να πειστούν οι μαθητές ότι δεν είχαν ενώπιον του κάποιο πνεύμα, όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Μετά την πτώση και την έξοδο του ανθρώπου από την τρυφή του Παραδείσου ο άνθρωπος αντί να οδηγηθεί στη θέωση, έγινε δέσμιος της φθοράς και του θανάτου και από την πορεία προς το καθ’ ομίωσιν βρέθηκε με αμαυρωμένο το κατ’ εικόνα υπό το κράτος της αμαρτίας και του Διαβόλου. Ο Θεός όμως ως φιλόστοργος Πατήρ αναλαμβάνει ο ίδιος την σωτηρία του ανθρώπου δια της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, ώστε δια της σταυρικής θυσίας και της εκ νεκρών αναστάσεως Του να λυτρώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου.

Η πορεία του άνθρωπου προς την τελείωση και η αστοχία του δεν είναι γεγονότα διαδραματιζόμενα μακριά ερήμην του Θεού. Ο Θεός διά της άκρας φιλανθρωπίας Του, η οποία ταυτίζεται με την αγάπη και την άκτιστη ενέργεια της θείας χάριτος, θέλησε να επαναφέρει τον άνθρωπο από την πλάνη στην επίγνωση της αλήθειας. Για να αποκαταστήσει την πεπτωκυία φύση του ανθρώπου και να την σώσει από την αμαρτία και τον θάνατο, προς το σκοπό ακριβώς αυτόν ο Θεός οἰκονόμησε και πραγματοποίησε την σωτηρία του ανθρώπου.

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ομιλία στην Ανάληψη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Αναδημοσίευση)



Γιορτάσαμε το Πάσχα, τη διάβαση της φύσεώς μας, διά του Ιησού Χριστού από το θάνατο προς τη ζωή. Στη συνέχεια γιορτάσαμε την Ανάληψη. Ο Κύριος την ώρα του εξαιρετικού αυτού γεγονότος, ευλογεί τους μαθητές Του και αποχωρίζεται από αυτούς, ενώ πριν λίγο Τον έβλεπαν αναμεσά τους και Τον άκουσαν που τους είπε: «Ειρήνη υμίν.» Ξαφνικά, αναλαμβανόταν στον ουρανό χρησιμοποιώντας ως όχημα νεφέλη. Αφού αναλήφθηκε, μπήκε στα Άγια των Αγίων και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα Του, πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Έτσι, έκανε το ανθρώπινο φύραμα ομόθρονο με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που είναι ο Ίδιος. Ο άγγελος είπε στους μαθητές, οι οποίοι δεν σταματούσαν να βλέπουν έκπληκτοι το υπέροχο γεγονός ατενίζοντας τον ουρανό: «Όπως Τον βλέπετε να ανεβαίνει, έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό, ενώ όλοι θα παρατηρούν τον Ερχόμενο.»

Στην Ανάληψη γιορτάζουμε τη διάβαση της ανθρωπίνης φύσεώς μας, που ο Χριστός είχε προσλάβει, όχι από τα υπόγεια στην επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό. Πολλές αναστάσεις σημειώθηκαν πριν από την Ανάσταση του Χριστού, όπως και πολλές αναλήψεις. Τον προφήτη Ιερεμία τον ανέλαβε Πνεύμα και τον Αββακούμ Άγγελος, ενώ ο προφήτης Ηλίας αναλήφθηκε σε πύρινο άρμα. Ο Χριστός, όμως, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς, αναλήφθηκε και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα με την ανθρώπινη φύση Του. Καμιά άλλη ανάσταση και  ανάληψη δε γιορτάζουμε εκτός από αυτή του Χριστού. Γιατί αυτή η Ανάσταση και η Ανάληψη είναι και δική μας. Αναφέρεται στον καθένα από εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό και το αποδείχνουν με τα έργα τους. Εκείνος για τις δικές αμαρτίες οδηγήθηκε στο θάνατο. Αναστήθηκε και αναλήφθηκε για μας. Αν ο καθένας μας το θέλει, θα νικήσει μέσα απ’ τον αγώνα που θα κάνει, τον πνευματικό αγώνα, όλα του τα πάθη. Αν το θελήσει θα γίνει κοινωνός της Αναστάσεως και της Αναλήψεως και κληρονόμος του Θεού. Χαιρόμαστε ζώντας τα γεγονότα αυτά, γιατί με το Χριστό ανυψώθηκε η φύση μας και άρχισε, ήδη, για τον κάθε πιστό η ανάσταση και η ανάληψή του.

Οι μαθητές γύρισαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι και ζούσαν συνεχώς στο ναό, έχοντας το νου τους στον ουρανό. Άλλωστε αυτή είναι, αδελφοί, η πολιτεία των χριστιανών. Να προσηλώνονται, δηλαδή, στις δεήσεις και τις προσευχές και να στρέφονται διαρκώς προς τον ουράνιο Δεσπότη. Να Τον υμνούν και να Τον ευλογούν με την ανεπίληπτη ζωή τους. Ταυτόχρονα, αυτό που κανένας μας δεν πρέπει να ξεχνά, είναι ο Χριστός νίκησε το θάνατο και την κακία του Διαβόλου με την ταπείνωση και την αδοξία Του. Ο απόστολος Παύλος λέει για το Χριστό: «Ταπείνωσε τον εαυτό Του και υπάκουσε μέχρι τι θάνατο, και μάλιστα το θάνατο του Σταυρού. Γι’ αυτό και ο Θεός Τον υπερύψωσε…, ώστε στο όνομά Του να λυγίσει κάθε γόνατο των επουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων και να κηρύξει η κάθε γλώσσα, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος για τη δόξα του Θεού και Πατέρα». Αν, λοιπόν, ο Χριστός υπερυψώνεται για το λόγο ότι ταπεινώθηκε και ατιμάσθηκε και πειράσθηκε, πώς θα σώσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξουμε προσωπικά την ταπείνωση για τη ζωή μας κι αν δεν την αποδείξουμε μέσα από την αγάπη που θα έχουμε μεταξύ μας; Έτσι μονάχα, όποιος θέλει θα μπορέσει να ακολουθήσει τα ίχνη Του.

Η σωτηρία μας είναι γεμάτη από ελπίδα και δεν έχει καμιά σχέση με την απόγνωση, γιατί αυτή η σωτηρία εξασφαλίστηκε για όλους από το Χριστό. Για μας που εμπιστευόμαστε σ’ Αυτόν τη ζωή μας δεν υπάρχει καιρός απογνώσεως, γιατί κάθε στιγμή αυτής της ζωής είναι καιρός μετανοίας και συγχωρήσεως. Ο Θεός δε θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη ζωή του. Εμείς, αμαρτάνοντας δε στερούμαστε αμέσως τη ζωή, γιατί υπάρχει η ελπίδα της επιστροφής. Όπου υπάρχει ελπίδα δεν έχει καμιά θέση ποτέ η απόγνωση. Ο Χριστός διενήργησε την ανακαίνισή μας μέσα σε άνθρωπο. Τώρα όλα εξαρτώνται από μας.

Ας σκεφθούμε για λίγο ότι όλοι επιθυμούμε μια πολυχρόνια ζωή, που κάποτε τελειώνει.  Την αιώνια ζωή δεν θα την επιθυμήσουμε; Οι άνθρωποι παραδίδουν τον εαυτό τους σε τόσους κόπους, ακόμη και στο θάνατο για τα φτωχά, τα προσωρινά και τα επίγεια. Γίνονται δούλοι για ελάχιστο κέρδος. Εμείς θα δυσκολευτούμε να υπακούσουμε στον εκ φύσεως Θεάνθρωπο και φιλάνθρωπο Κύριο; Γιατί να μην απορρίψουμε τα περιττά και να αρκεστούμε στα απόλυτα αναγκαία, ώστε να ελπίζουμε στον ουράνιο και άφθαρτο πλούτο; Δε θα πεινάσουμε και δε θα διψάσουμε για να φάμε τον άρτο της ζωής; Δε θα καθαρίσουμε τα μάτια της ψυχής μας από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος; Ας μην προτιμήσουμε αντί για το φως το σκοτάδι. Αντί για το Θεό το διάβολο. Αντί για την ένθεη αγαλλίαση, την προσωρινή ηδονή που υπηρετεί τη φθορά και το θάνατο. Ας ζήσουμε, όπως έζησε Εκείνος κι όπως μας υπέδειξε και μας δἰδαξε, όταν έγινε σαν κι εμάς κι έζησε ανάμεσά μας.

Ας σταυρώσουμε, λοιπόν, τη σάρκα με τα παθήματα και τις επιθυμίες της για να συνδοξασθούμε και να συναναστηθούμε με Αυτόν και να αναληφθούμε προς Αυτόν. Όπως ακριβώς έκαναν οι μαθητές μετά την Ανάληψη, ας καταλαγιάσει μέσα μας η ειρήνη, καθώς θα ειρηνεύουμε με τον εαυτό μας και μεταξύ μας. Ανερχόμενοι στο υπερώο μας, στο νου δηλαδή, ας παραμένουμε εκεί με απλότητα στην καρδιά και προσευχόμενοι. Έτσι θα είναι και για μας γεγονός, όταν ο Κύριος το θελήσει, η επιδημία του Παρακλήτου μέσα μας και θα προσκυνήσουμε τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα».


   


   


   


ΥΜΝΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕΡΟΣ Α΄

Ο αναληφθείς και πάλιν ερχόμενος (Πράξ. 1.1-12)

 
Στη σημερινή περικοπή από την αρχή των Πράξεων των Αποστόλων, ο ευαγγελιστής Λουκάς μάς περιγράφει το θαυμαστό γεγονός της Αναλήψεως του Χριστού. Από την Ανάστασή του και επί σαράντα ημέρες, ο Κύριος εμφανίστηκε πολλές φορές ζωντανός στους μαθητές του και τούς δίδασκε για την Βασιλεία του Θεού. Τούς παρήγγειλε μάλιστα να μη φύγουν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την έλευση του Αγίου Πνεύματος. Παρόλο που πλέον τούς δίδασκε φανερά, κάποιοι από αυτούς τον ρώτησαν εάν πρόκειται σύντομα να αποκαταστήσει το κράτος του Ισραήλ. 
– Δεν είναι δουλειά σας, τους απάντησε, να γνωρίζετε τους χρόνους ή τους καιρούς που έχει ορίσει ο Θεός· αλλά θα λάβετε δύναμη όταν έλθει το Άγιο Πνεύμα και θα γίνετε μάρτυρές μου στην Ιερουσαλήμ και στη Σαμάρεια και σε όλον τον κόσμο. Και λέγοντας αυτά, ανελήφθη ενώπιόν τους βασταζόμενος επί νεφελών. Τότε εμφανίστηκαν δύο άγγελοι, ντυμένοι στα λευκά, και τούς είπαν: – Μη απορείτε· ο Ιησούς Χριστός, με τον ίδιο τρόπο που αναλήφθηκε θα έλθει πάλι.
Η περίοδος ανάμεσα στο Πάσχα και στην Ανάληψη του Κυρίου, όπως φανερώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, ήταν χαρμόσυνη και αποκαλυπτική για τους μαθητές του Χριστού. Χαρμόσυνη, επειδή έβλεπαν ανάμεσά τους ζωντανό τον σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό, είχαν ενώπιόν τους τα τεκμήρια της νίκης του επάνω στον θάνατο· και αποκαλυπτική, γιατί πλέον κατά τις εμφανίσεις του «διερμήνευσεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ» (Λουκ. 24.27) και τους φανέρωσε τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. 
Αυτή η διπλή μαρτυρία, θα μεταμορφωθεί μετά από λίγες ημέρες, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, θα εμπνεύσει πίστη στους μαθητές και παρρησία, ώστε να γίνουν οι διαπρύσιοι κήρυκες του Ευαγγελίου και της Αναστάσεως του Χριστού. Το δε κήρυγμά τους, μετά ταύτα, δεν είναι απλά προϊόν μαθητείας, αλλά εμπειρίας και αποκαλύψεως του Θεού. Αυτόπτες και αυτήκοοι, συνδαιτυμόνες του Κυρίου πριν και μετά την Ανάσταση, καταθέτουν τη ζωντανή εμπειρία τους στους «μη ειδότας», στα πέρατα της γης, προκειμένου πάντες να πιστέψουμε και να γίνουμε κοινωνοί των μυστηρίων του Θεού.

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΤΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ


Σχετική εικόνα


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πλήρωμα καί τό κόσμημα ὅλων τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Εἶναι τό πλήρωμα τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας μας πού πραγματοποίησε ὁ ἐνσαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Τά περί τῆς θείας Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου ὡς ἱστορικοῦ γεγονότος πληροφορούμαστε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί συγκεκριμένα ἀπό τήν ἀναφορά στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ καί στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.1 Ὑπάρχει ὡστόσο καί σύντομη ἀναφορά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μᾶρκου. Σύμφωνα λοιπόν μέ τή Γραφή, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ ἐμφανίστηκε πολλές φορές στούς Μαθητές Του, πραματοποίησε τήν τελευταία ἐμφάνιση στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου, κατά τήν εὐαγγελική διήγηση «μετά τό λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν καί ἐκάθισεν έκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ»2. Οἱ Μαθητές τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου, παρά τόν ἀποχωρισμό τους ἀπό Ἐκεῖνον καί τόν ἀπορφανισμό τους, ἐπέστρεψαν στην Ἱερουσαλήμ «μετά χαρᾶς μεγάλης». Ἡ χαρά τῶν Ἀποστόλων ὀφείλεται στήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου περί τῆς παροχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Τό διατυπώνει τό Ἀπολυτίκιο τῆς Ἐορτῆς: «χαροποιήσας τούς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί στίς Πράξεις τονίζεται ἡ ἐνίσχυση τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν Παράκλητο πού θά ἔρθει κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «ἀλλά λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς».3 Ἡ δέ ἐσχατολογική προσδοκία τῆς ἐνδόξου ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου, γιά τήν ὁποία ἄκουσαν ἀπό τούς ἀγγέλους οἱ Ἀπόστολοι («ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν, πορευόμενον εἰς οὐρανόν»4), ὑπῆρξε ἀκόμη μία ἀφορμή χαρᾶς, παρά τόν κατά τά φαινόμενα χωρισμό τους ἀπό τόν Διδάσκαλο Χριστό.
Στήν Ἀνάληψη πραγματοποιεῖται θά λέγαμε ἡ πληρότητα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση, δοξαζόμενη στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀχωρίστως ἐνωμένη μέ τήν θεία φύση. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «εἰς τήν Ἀνάληψιν περατοῦται ἡ κίνησις ἐπιστροφῆς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου ἐκ τοῦ ἀβολίστου βάθους τοῦ τάφου καί τοῦ Ἅδου πρός τόν Πατέρα, διερχομένη ἀπό τήν Ἀνάστασιν».5 Ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν Ἐνανθρώπηση μέχρι τήν Ἀνάληψη, παρουσιάζει διπλή κίνηση: ἀπό ἐπάνω πρός τά κάτω καί ἀπό κάτω πρός τά ἐπάνω. Θεολογικά αὐτό ἐκφράζεται μέ τίς ἑξεῖς ἀντιθετικές λέξεις πού περιέχουν τά βιβλικά καί πατερικά κείμενα: κάθοδος καί ἄνοδος, συγκατάβαση καί ἀνύψωση, κένωση καί δόξα.6
Τήν συνεχῆ κίνηση τῆς καθόδου, τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐκούσιας ταπεινώσεως καί συγκαταβάσεώς Του ἐκφράζει τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἡ κένωση φθάνει «μέχρι σταυροῦ καί θανάτου», ὅπου καταργεῖται ὁ θάνατος ἀπό Αὐτόν ὁ Ὁποῖος κατεβαίνει «εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς», ἀφοῦ κατά τόν Παύλο «ὁ καταβάς αὐτός ἐστί και ὁ ἀναβάς»7. Ἐκεῖ συντρίβεται τό κράτος τοῦ διαβόλου μέ τήν ἐξουσία τοῦ Παντοδυνάμου Λόγου, τόν Ὁποῖον, σύμφωνα μέ τήν Ὑμνολογία τοῦ Μ. Σαββάτου, βλέπει ὁ Ἅδης «κατάστικτον τοῖς μόλωψι καί Πανσθενουργόν»8. Καί στή συνέχεια συντελεῖται ἡ «διάβασις», τό ἀληθινό Πάσχα, ἡ μετάβασις ὅλων μας «ἐκ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν» μέ τήν ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού συνανιστᾶ «παγγενῆ τόν Ἀδάμ». Ἀπό ἐκεῖ πλέον ἐγκαινιάζεται ἡ ἀντίστροφη κίνηση, ἡ «ἐν Δόξῃ» ἄνοδος τοῦ Κενωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά φθάσει στήν ἔνδοξο Ἀνάληψη, ὁλοκληρώνοντας τό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί ὑποσχόμενος τήν Κάθοδο τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά ἔρθει γιά νά συνεχίσει ὡς «ἄλλος Παράκλητος» τό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἄν καί εἶναι γεγονός ἱστορικό, ἀφοῦ πραγματοποιεῖται ἐν τόπῳ καί χρόνῳ, ἐντούτοις ἀπό τήν Ἐκκλησία κατατάσσεται στά δόγματα τῆς Πίστεώς μας καί περιλαμβάνεται στό Σύμβολο της, λόγῳ τοῦ ὑπερφυσικοῦ χαρακτῆρα της.
Κύριος ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς μετά σώματος, ὅπως διδάσκει ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἶναι ὁ πρῶτος καί μοναδικός πού τό ἔπραξε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ».9 Ὡστόσο, ὅμως, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε καί ἄλλον νά ἀναλαμβάνεται στόν οὐρανό, τόν Προφήτη Ἠλία. Πῶς αὐτό συμβιβάζεται μέ τό «οὐδείς» πού εἶπε ὁ Κύριος; Ὑπάρχει ἡ ἐξήγηση μέσα ἀπό τά ἴδια τά βιβλικά κείμενα. Γιά τόν ζηλωτή Προφήτη ἡ Γραφή λέγει ὅτι «ἀνελήφθη ἐν συσσεσμῷ ὡς εἰς τόν οὐρανόν».10 Γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό λέγει ὅτι «ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν». Ἡ πρόθεση «ὡς» δηλώνει τήν διαφορά, καθότι ὁ Ἠλίας δέν μετέβη ἀκριβῶς στόν οὐρανό, ἀλλά ἔτσι ἐφάνη καί βρίσκεται σέ «χῶρο» πού γνωρίζει μόνο ὁ Κύριος, μέχρι λίγο πρίν τήν Β΄ ἔνδοξο Παρουσία, ὁ πύρινος Προφήτης θά ἐμφανιστεῖ καί θά κηρύξει στόν κόσμο τήν μετάνοια. Σύμφωνα μέ τήν πατερική Διδασκαλία, ἡ ἀνάληψη τόσο τοῦ Ἡλία, ὅσο καί ἄλλων προσώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι κατά κάποιον τρόπο μία μετάθεση πού τούς ἀνύψωσε μέν ἀπό τή γῆ, ἀλλά δέν τούς ἔβγαλε ἔξω ἄπό αὐτήν. Ἦταν μία «οἷον τις μετάθεσις», ὅπως θα γράψει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.11 Δηλαδή, κανείς ἀπό τούς κοινούς θνητούς πού ἀνελήφθησαν δέν ξεπέρασε τήν περίγεια ἀτμόσφαιρα. Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μετά τοῦ σώματος τό ὁποῖο εἶχε λάβει ἀπό τήν Παναγία καί τό ὁποῖο ἐθέωσε.
Στήν παρούσα ἀναφορά θά ἐπισημανθεῖ ἐπίσης ὅτι ἀπό ἀνθρωπολογικῆς ἀπόψεως ἡ εἰς οὐρανούς θεία Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μετά τοῦ τεθεωμένου σώματος εἶναι κάτι πολύ σπουδαίο, καθότι δείχνει τό γεγονός τῆς ἀνυψώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί τῆς θεώσεώς της. Ἔτσι, ἡ ἀξία καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος φαίνεται στή μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἐνδύεται ὁ ἐπίσκοπος τήν Ἀρχιερατική του στολή, καί συγκεκριμένα ὅταν φοράει τό μεγάλο ὠμοφόριο, λέγεται μιά εὐχή ἡ ὁποία ἐκφράζει αὐτή τήν θεολογική πραγματικότητα πού καλεῖται νά διακονήσει ὁ εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ ἱστάμενος ἀρχιερεύς καί νά καταστεῖ μιμητής τοῦ Μεγάλου Ποιμένος, Ἰησοῦ Χριστοῦ. : «ἐπί τῶν ὤμων Χριστέ τήν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν ἀναληφθείς τῷ Θεῷ καί Πατρί προσήγαγες». Θά πρέπει ἐν προκειμένῳ νά σημειώσουμε ὅτι τό ὠμοφόριο πού φορεῖ ὁ ἀρχιερεύς παραπέμπει στήν παραβολή τοῦ «Καλοῦ Ποιμένος», ὁ ὁποῖος παίρνει στούς ὤμους του τό πλανηθὲν πρόβατο γιά νά τό σώσει. Τό ὠμοφόριο συμβολίζει ἀκριβῶς αὐτό τό πρόβατο, τήν πτωτική ἀνθρωπότητα την ὁποία ἀνέλαβε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατά τήν Ἐνανθρώπησή Του καί τήν ὁποία ἀνύψωσε στόν οὐρανό καί θέωσε Οἱ σχετικοί ὕμνοι τῆς Δεσποτικῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως ἐκφράζουν αὐτή τήν πραγματικότητα. Ἕνα τροπάριο λ.χ. τοῦ Κανόνος στόν Ὄρθρο τῆς Ἑορτῆς λέγει: «Τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων Χριστέ, φθορᾷ πεσοῦσαν ἐξανέστησας, καὶ τῇ ἀνόδῳ σου ὕψωσας, καὶ σαυτῷ ἡμᾶς ἐδόξασας».12. Καί στό Δοξαστικό τοῦ Ἐσπερινοῦ ψάλλουμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός «τήν πεσοῦσαν φύσιν ἡμῶν συμπαθῶς ἀνυψώσας, τῷ Πατρί συνεκάθισε».
Ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ἔχει μεγάλη σημασία καί σπουδαιότητα γιά τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή τῶν Χριστιανῶν. Καί τοῦτο διότι συνδέεται μέ τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀποία ἀποτελεῖ τή στοχοθεσία τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Θέωση εἶναι «ἡ προς Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις», ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες μας.13 Ἡ θέωση, βεβαίως, δέν παράγεται ἀπό τόν κτιστό, πεπερασμένο καί πτωτικό ἄνθρωπο! Εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρεται στόν ἄνθρωπο ὑπό προϋποθέσεις, ὅταν αὐτός «ἀνοιχτεῖ» πρός τόν Θεό καί περάσει ἀπό τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆ, δηλαδή ἀφοῦ καθαρθεῖ καί φωτιστεῖ. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχή τῆς Ἱστορίας προσπάθησε νά θεωθεῖ ἀλλά ἀπέτυχε, διότι ἀρνήθηκε τόν Θεό. Αὐτό ὅμως πού δέν κατόρθωσε αὐτός μέ τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός μέ τήν Ἐνσαρκη παρουσία του στόν κόσμο. Τήν πραγματικότητα αὐτή ἐκφράζει πολύ χαρακτηριστικά ἕνας ὕμνος (Δοξαστικόν) ἀπό τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου: «Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδάμ, και θεός ἐπιθυμήσας οὐ γέγονεν. Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». Ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τήν θέωσε. Ἀξίζει νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεάνθρωπο Χριστό δέν ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς στήν κατάσταση πού βρισκόταν πρίν τήν πτώση του, ἀλλά ὁδηγεῖται πολύ ψηλότερα. Ἡ νέα αὐτή κατάσταση φανερώνεται μέ τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάληψη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποτελεῖ προσωπική ὑπόθεσή Του, ἀλλά φανέρωση τῆς δόξας τοῦ νέου ἀνθρώπου. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν κοσμική ἀναγκαιότητα καί τήν ἀνύψωσε στή μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.14
Τώρα πλέον ὅπου ὁ «καταβάς» καί μετά σώματος «ἀναβάς» Θεάνθρωπος Κύριος πραγματοποίησε ἀντικειμενικῶς τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, θεώνοντας την φύση του, πρέπει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ, νά «ἀνοιχτεῖ» καί νά «ἀναχθεῖ» πρός τόν Θεό. Αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ὅλη πνευματική ζωή ὅπως λέμε, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά «φρονεῖ τά ἄνω15» ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του καί ὅπως ἡ θεία Εὐχαριστία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προτρέπει: «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Καλεῖται νά ζεῖ εὐχαριστιακά, πνευματικά, προσευχητικά καί μετανοητικά, κατά Θεόν, νά «συνεργάζεται» μέ τόν Θεό, προκειμένου νά ὁδηγηθεῖ στήν προσωπική του χαρισματική θέωση. Καί αὐτή ἡ μακαρία κατάσταση τῆς θεώσεως, ἔρχεται ὡς καρπός τῆς ὁμοιώσεώς του, ὅσο εἶναι δυνατόν, μετά τοῦ Θεοῦ, τῆς διατηρήσεως τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί τῆς πραγματώσεως τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄν θέλει, μπορεῖ νά γίνει κοινωνός τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλμᾶς.16
Πολλά ἀκόμη θά μπορούσαν νά παρατεθοῦν ὡς θεολογικά ἐδέσματα ἀπό τήν πατερική Διδασκαλία περί τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἀρκούμαστε στά ὅσα ἀναφέρθησαν. Θά περατώσουμε τήν παρούσα ἀναφορά μας μέ τό Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς, τό ὁποῖο ἐμπεριέχει τήν θεολογία αὐτῆς.
«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γης ἐνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξη, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν  χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσι σε∙ Ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ᾿ ὑμῶν».
-------------------------------------------

1 Λκ. κδ΄, 50, Πρ. α΄, 1-11.
2 Μρκ. ιστ΄, 19
3 Πρ. α΄, 8.
4 Τροπάριον τῆς Λιτῆς.
5 Ἀνδρέα Θεοδώρου, περί τῆς δογματικῆς σημασίας τῆς Ἀναλήψεως εἰς ΘΗΕ, 2, 501.
6 ΘΗΕ, 2, 500.
7 Ἐφ. 4, 10.
8 Βλ. Κανόνα Ὄρθρου Μ. Σαββάτου, Ὠδή Δ΄.
9 Ἰω. γ΄, 13.
10 Βασ. Β΄, 11.
11 Βλ. Ἁγίου Γργορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ, 10, 24. Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς Γεν. τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 311.
12 Τροπάριον Γ΄ Ὠδῆς τοῦ Α΄Κανόνος.
13 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 3, MPG. 3, 376 Α.
14 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ήθική, 2΄, 2003, σελ. 677.
15 Κολ. 3, 2.
16 ΕΠΕ, 10, 29.

1 Λκ. κδ΄, 50, Πρ. α΄, 1-11.
2 Μρκ. ιστ΄, 19
3 Πρ. α΄, 8.
4 Τροπάριον τῆς Λιτῆς.
5 Ἀνδρέα Θεοδώρου, περί τῆς δογματικῆς σημασίας τῆς Ἀναλήψεως εἰς ΘΗΕ, 2, 501.
6 ΘΗΕ, 2, 500.
7 Ἐφ. 4, 10.
8 Βλ. Κανόνα Ὄρθρου Μ. Σαββάτου, Ὠδή Δ΄.
9 Ἰω. γ΄, 13.
10 Βασ. Β΄, 11.
11 Βλ. Ἁγίου Γργορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ, 10, 24. Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς Γεν. τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 311.
12 Τροπάριον Γ΄ Ὠδῆς τοῦ Α΄Κανόνος.
13 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 3, MPG. 3, 376 Α.
14 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ήθική, 2΄, 2003, σελ. 677.
15 Κολ. 3, 2.

16 ΕΠΕ, 10, 29.

Ἑρμηνεία τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναλήψεως

analipsiΣτὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως ὁ Κύριος μὲ φωτεινὰ ἐνδύματα καὶ κυριαρχικὴ στάση, εἰκονίζεται μέσα σὲ «δόξα», ποὺ εἶναι ἄλλοτε στρογγυλή, ὅπως στὴν εἰκόνα μας καὶ ἄλλοτε ἐλλειψοειδής. Κάθεται σὲ οὐράνιο τόξο εὐλογώντας μὲ τὸ ἕνα του τὸ χέρι καὶ κρατώντας ὄρθιο εἰλητάριο μὲ τὸ ἄλλο. Τὸ εἰλητάριο εἶναι σύμβολο τοῦ διδασκάλου.
Τὴ «δόξα», μέσα στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ Κύριος ὑποβαστάζουν δυὸ ἄγγελοι. Συμβολίζουν καὶ ἐκφράζουν τὴ θεία μεγαλειότητα καὶ ἐξουσία. Ὁ Κύριος ὡς παντοδύναμος δὲν εἶχε ἀνάγκη τοὺς ἀγγέλους γιὰ νὰ ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς. Σὲ μερικὲς εἰκόνες τῆς Ἀναλήψεως οἱ ἄγγελοι δὲν ἀνακρατοῦν τὸ δίσκο τῆς δόξας, ἀλλὰ ἀτενίζουν τὸν Κύριο σὲ στάση προσευχῆς. Ὅπως λένε τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ἀποροῦν καὶ θαυμάζουν, γιατί ὁ Χριστὸς ἀναλήφθηκε ὄχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος, δηλαδὴ μὲ τὸ ἄφθαρτο καὶ δοξασμένο σῶμα του.
Ἄλλοτε οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται νὰ σαλπίζουν σύμφωνα μὲ τὸ ψαλμικὸ στίχο«ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος »(Ψάλμ. 46, 6). Ὁ στίχος αὐτὸς ἀναφέρεται αὐτούσιος στὴν ὑμνολογία τῆς Ἀναλήψεως, γιατί «ἡ εἰς οὐρανούς ἄνοδος διὰ τούτων (τῶν λέξεων) τοῦ Κυρίου σημαίνεται» (Μ. Ἀθανάσιος, ΒΕΠ 32, 116).
Οἱ ἀπόστολοι. Χωρισμένοι κάτω σὲ δυὸ ὁμίλους ἔχοντας τὴν Παναγία στὴ μέση «θεωροῦν τὸν ἀναλαμβανόμενο Κύριο μὲ χειρονομίες καὶ στάσεις ποὺ δηλώνουν ἔκπληξη, ἀμηχανία, θάμβος καὶ ταραχή». Πίσω της βρίσκονται δυὸ λευκοφορεμένοι ἄγγελοι, ποὺ δείχνουν μὲ ὑψωμένο τὸ χέρι τὸν ἀναλαμβανόμενο Κύριο. Ὡς ἀγγελιοφόροι τοῦ Θεοῦ διαβεβαιώνουν καὶ παρηγοροῦν τοὺς παριστάμενους πὼς ὁ Κύριος θὰ ἐπανέλθει κατὰ τὴ Δευτέρα παρουσία Του.
Στὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Λούκ. 24, 50-52. Πράξ. 1, 9-11) ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἀνάληψη, ἡ Θεοτόκος δὲν εἶναι ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα ποὺ παραβρίσκονται στὸ γεγονός. Γιὰ τὴν παρουσία της μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἱερὰ Παράδοση, ὅπως τὴ βλέπουμε ἄλλωστε στὰ τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς καὶ τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας∙ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν (= πού πόνεσε πιό πολύ), ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός σου ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς  (Δοξαστικό τῆς λιτῆς). Ἄξια προσοχῆς εἶναι ἡ θέση καὶ ἡ στάση τῆς Θεοτόκου στὴν εἰκόνα. Βρίσκεται ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν υἱό της καὶ εἶναι ἄξονας τῆς ὅλης σύνθεσης. «Ἡ κάθετη γραμμὴ ποὺ ἑνώνει τὸ κεφάλι τοῦ Σωτῆρος μὲ ἐκεῖνο τῆς Θεοτόκου μοιράζει τὸ σύνολο ἀκριβῶς σὲ δυὸ ὅμοια μέρη, διασταυρώνεται μὲ τὴν ὁριζόντια γραμμὴ καὶ σχηματίζει ἕνα τέλειο σταυρό»(Π. Εὐδοκίμωφ). Οἱ ἀπόστολοι μὲ τὶς χειρονομίες τους καὶ ἔχοντας τὰ κεφάλια τοὺς στραμμένα πρὸς τὸν Κύριο ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀτάραχη κὰ ἤρεμη μορφὴ τῆς Πανάγιας. Ἡ ἠρεμία της, ὅπως εἰπώθηκε, ἐκφράζει τὴν ἀναλλοίωτη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας μας θέλησε μὲ τοὺς ἀποστόλους ποὺ κυκλώνουν τὴν Παναγία νὰ παρουσιάσει τὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ὁ Κύριος θὰ ἔστελνε τὴν Πεντηκοστὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ τὴν ζωοποιήσει καὶ κινητοποιήσει. Γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς μαθητὲς καὶ τῆς ἐπιδημίας του στὸν κόσμο μιλοῦν καὶ τὰ τροπάρια τῆς Ἀναλήψεως. «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλεύς, τόν Παράκλητον ἡμῖν ἐκ τοῦ Πατρός ἀποστεῖλαι» (α΄ τροπάριον, ᾠδὴ δ΄). Ἔτσι τὰ δυὸ κοσμοσωτήρια καὶ κοσμοϊστορικὰ γεγονότα, τῆς Ἀναλήψεως καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους.

Λόγοι περί της Αναλήψεως του Κυρίου – Πατερικές διδαχές


ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς γράφει γιὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου: «Ἂν ὁ Θεὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα ἔγινε ἄνθρωπος καὶ υἱὸς ἀνθρώπου, γιὰ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους θεοὺς καὶ υἱοὺς Θεοῦ, ἂς πιστέψουμε ὅτι ἐκεῖ θὰ φτάσουμε, ὅπου τώρα εἶναι ὁ Χριστός, ὡς κεφαλὴ τοῦ ὅλου σώματος, ποὺ ἔγινε γιὰ χάρη μας πρόδρομός μας πρὸς τὸν Πατέρα μὲ τὴν δική μας φύση. Γιατί στὴ σύναξη τῶν θεῶν, δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ θὰ σωθοῦν, θὰ σταθεῖ ὁ Θεὸς ἀνάμεσά τους μοιράζοντας τὶς ἀμοιβὲς τῆς ἐπουράνιας μακαριότητας, χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμία ἀπόσταση μεταξὺ Αὐτοῦ καὶ τῶν ἀξίων» (1).

ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας σὲ ὁμιλία του στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου λέει: «Καταλαβαίνουμε τὸ μέγεθος τῆς ἀπωλείας, ποὺ πρέπει νὰ ἔνοιωσαν οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴν Ἀνάληψη στὸν οὐρανὸ τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦταν τὸ πᾶν γι᾽ αὐτοὺς ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ εἶναι αὐτὴ ταύτη ἡ ἀπώλεια γιὰ τὴν ὁποία οἱ οὐράνιες δυνάμεις σπεύδουν νὰ τοὺς παρηγορήσουν, ὅταν τοὺς λένε ὅτι «οὗτος ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται». Χριστιανοί, ἐὰν γνωρίσατε καθόλου τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἐὰν «γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος», ἀσφαλῶς πρέπει λίγο-πολὺ νὰ ἔχετε καταλάβει πόσο ἄδειος εἶναι ὁ κόσμος χωρὶς Αὐτόν, καὶ νὰ νιώθετε πόσο ἄδεια εἶναι ἡ καρδιὰ σας, ὅταν εἶναι ἀπών Ἐκεῖνος… Ἔτσι ὅσο μεγάλος καὶ ἂν εἶναι ὁ κόσμος, ὅση ποικιλία καὶ ἂν ἔχουν τὰ ὡραῖα πράγματα, ὅσο ἄφθονες καὶ ἂν εἶναι οἱ πηγὲς τῶν ἀπολαύσεων, δὲν μποροῦν νὰ γεμίσουν τὸ μικρὸ σκεῦος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἡ ὁποία, ὄντας ἀθάνατη, μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μόνο μὲ τὴν ἀθάνατη ζωή» (2).

ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν λόγο του στὴ Ἀνάληψη ἀναφέρει: «Ἐγὼ νομίζω ὅτι μὲ τὴν φράση “ἔστη ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν’’ δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι οἱ μαθητὲς ἐστηρίχθηκαν στὴν πίστη πρὸς αὐτὸν μὲ αὐτὴν τὴν φανέρωση καὶ τὴν εὐλογία. Διότι δὲν ἐστάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο τῆς καρδιᾶς καθενός, κι ἐστηρίχθηκε διὰ τῆς πίστεως· ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὴν κάθε καρδιὰ ἐκεῖνο τὸ ψαλμικὸ “ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ οὐ σαλευθήσεται’’. Διότι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι. Ἐστάθηκε στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, “εἰρήνη ὑμῖν’’, τοῦτο τὸ γλυκὸ καὶ σημαντικὸ καὶ συνηθισμένο του προσφώνημα. Ἐπειδὴ ἡ εἰρήνη εἶναι διπλή, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ ἔχουμε πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι κατ᾽ ἐξοχὴν γέννημα τῆς εὐσεβείας, καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας» (3).

ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν ὁμιλία του στὴν Ἀνάληψη λέει: «Ὅπως ἔμεινε ἔκπληκτη ἡ γῆ ὅταν εἶδε ὅτι εἶχε σῶμα ὁ Σωτήρας καὶ μὲ τὴν θεϊκή του δύναμη διέταζε τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν θάλασσα, ἔτσι καὶ ὁ οὐρανὸς βλέποντας μὲ κατάπληξη τὸ Θεὸ μὲ σῶμα, λέγει “Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Βασιλιὰς τῆς δόξης’’; Καὶ πρόσεχε τὸ θαυμαστό. Ὁ Σωτήρας, ὅταν ἦλθε στὸν κόσμο ἔφερε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅταν ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς, ἔφερε μαζί του σῶμα ἅγιο, γιὰ νὰ δώσει στὸν κόσμο ἐγγύηση σωτηρίας, τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ σῶμα του εἶναι στὸν οὐρανό, καὶ τὸ Πνεῦμα του εἶναι κοντά μας, κάτω στὴ γῆ. Ἔγινε ἕνα γένος, Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων» (4).