(ἀπὸ τὸ Πέδρο Καζᾶς, Βασάντα κι ἄλλες ἱστορίες,
«Ἀστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1967)
Αὐτὸ τὸ κακὸ δαιμόνιο καθότανε σ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Καταβύθιση, μέσα στὴν
ἔρημο Δραμούγκα. Ἐκεῖ πέρα ἤτανε κ᾿ ἡ Ζυγαριὰ τῆς Σωτηρίας, μὲ τὴν ὁποία ζυγιάζανε
τοὺς προσκυνητὲς κατὰ πόσο ἤτανε ἄξιοι νὰ σωθοῦνε.
Τρέχανε λοιπὸν ἀπὸ κάθε χώρα χιλιάδες προσκυνητὲς νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι. Περπατούσανε
βιαστικά, πεινασμένοι, διψασμένοι, σκελεθρωμένοι, μὲ ποδάρια πληγωμένα. Αὐτὸ τὸ
κοπάδι, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἤτανε τόσο μεγάλο, μὲ τὸν καιρὸ λιγόστευε ἀντὶς νὰ πληθαίνει,
ἐπειδὴς αὐτοὶ οἱ χατζῆδες δὲν τρώγανε ὁλότελα, μὴν τύχει καὶ παχύνουνε, καὶ πεθαίνανε
ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀπὸ τὴν κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ.
Πῶς παίρνει ὁ ἄνεμος τὸν καπνό, ἔτσι τρέχανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μέσα στοὺς κάμπους
καὶ στὰ βουνά. Σκύλοι μαλλιαροὶ κι ἀγριεμένοι γαβγίζανε ἀπὸ πίσω τους.
Περάσανε μία χώρα ποὺ τὴ λένε Φαρμακωμένη, γιατὶ δὲν ἔχει τίποτ᾿ ἄλλο ἀπὸ πέτρες
κατάξερες.
Τὸ κρύο τοὺς ἔκαιγε σὰ φωτιά. Σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, δυὸ ὧρες ἅμα βγεῖ ὁ ἥλιος, ἀρχίζει
νὰ φυσᾶ ἕνας ἀγέρας ταντανιασμένος, σὰ νὰ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ παγωμένες σπηλιές. Φυσᾶ
ἴσαμε τὸ βράδι, λίγο πρὶν βασιλέψει ὁ ἥλιος. Τὰ βουνὰ καὶ τὰ βράχια φαίνουνται σὰν
κρούσταλλα, ὁ οὐρανὸς σὰ γυαλί, καὶ θαρρεῖ κανένας πὼς εἶναι κοντά, ἀλλὰ μπορεῖ
νὰ περπατᾶ ἕναν μήνα γιὰ νὰ τὰ σιμώσει.
Κατὰ τὸ δρόμο ποὺ τραβούσανε, ἅμα τοὺς χτυποῦσε ὁ ἄνεμος ἀπὸ μπροστά, βασανιζόντανε
μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἅμα τοὺς χτυποῦσε ἀπὸ τὰ πλάγια, πηγαίνανε μὲ τό ῾να πλευρό,
ἅμα τοὺς ἔδερνε ἀπὸ πίσω, τοὺς σβάρνιζε σὰ νά ῾τανε ἀγκάθια ἐλαφρότατα.
Φτάξανε σ᾿ ἕνα μέρος πότρεχε ἕνα ποτάμι ἀφρισμένο. Δὲν ἤτανε
παγωμένο, γιατὶ εἶχε ὅλο καταρράχτες σὰ σκαλοπάτια, καὶ τὸ νερὸ ἔπεφτε
ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλο καὶ
δὲν πρόφτανε νὰ παγώσει. Ὁ τόπος εἶχε καὶ λίγα ἀγριόδεντρα. Εἴδανε ἕνα
μύλο ποὺ
βρόνταγε ἡ ρόδα του, μὰ ἤτανε ἔρημος καὶ γύριζε μοναχός του.
Ἀφοῦ περάσανε τὸ ποτάμι, καθήσανε καὶ συλλογιζόντανε ποιὸ δρόμο νὰ τραβήξουνε.
Τότες ἀκούσανε μία φωνὴ ψιλὴ καὶ παράξενη, πὄβγαινε ἀπὸ τὴ ρόδα τοῦ μύλου, λέγοντάς
τους νὰ περάσουνε μέσ᾿ ἀπὸ μία τρύπα τοῦ βουνοῦ.
Ἀφοῦ περπατήξανε κάμποσο, βρήκανε αὐτὴ τὴν τρύπα καί, μπαίνοντας μέσα, πέσανε
νὰ κοιμηθοῦνε. Ἀλλὰ δὲν μπορέσανε νὰ κοιμηθοῦνε, γιατὶ κολλήσανε ἀπάνω τοὺς πλῆθος
βδέλλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἤτανε γεμάτη κείνη ἡ τρύπα.
Πρὶν ξημερώσει λοιπὸν φύγανε ἀπὸ κεῖ. Ἡ τρύπα τοὺς ἔβγαλε σ᾿ ἕνα μέρος γεμάτο
κοφτερὲς στουρναρόπετρες καὶ κάμποσοι πεθάνανε, ἀδυνατισμένοι ὁλότελα ἀπὸ τὸ αἷμα
ποὺ τοὺς ἤπιανε οἱ βδέλλες.
Σὲ λίγες μέρες καταντήσανε ὁλότελα σκέλεθρα, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει ὁ θεὸς Κόνανος:
«Ἂν θέλεις νὰ μὴν καταποντιστεῖς, πρέπει νὰ ξεραθοῦνε τὰ κρέατα τοῦ κορμιοῦ σου·
τὰ κόκκαλά σου νὰ μικρύνουνε καὶ νὰ γίνουνε σὰν ἀλαφρόπετρα.»
Ὁλοένα βουνὰ ἀνεβαίνανε, βουνὰ ἄσπλαχνα, καταβόθρες μαῦρες κ᾿ ἔρημες. Μηδὲ ἀγριοπούλι
δὲν εἴδανε.
Φτάξανε σ᾿ ἕνα μέρος ἡμερώτερο λεγόμενο Νάτικον, ποὺ θὰ πεῖ Καλὸς Τόπος. Εἴδανε
ἀπὸ μακριὰ κάποιους ἀνθρώπους νὰ περπατᾶνε. Σὰν ἀνεβήκανε στὸ βουνό, εἴδανε ἀπὸ
τὴν ἄλλη μεριὰ κάμποσες καλύβες κ᾿ ἕναν πύργο, μ᾿ ἕνα τέρας καθισμένο στὴν κορφή
του.
Ἀπὸ κεῖνα τὰ σπίτια ἔβγαινε μία ψαλμωδία λυπητερή, μὰ δὲ φάνηκε κανένας ἄνθρωπος.
Πέσανε ὕστερα σὲ μιὰ λίμνη μισοπαγωμένη, καὶ γύρω της βοσκούσανε πολλὰ βουβάλια.
Πέντ᾿ - ἕξι τσομπάνηδες πήγανε κοντά τους καὶ τοὺς δώσανε παγωμένο κρέας, μὰ δὲν
τὸ φάγανε.
Τὴ νύχτα κονέψανε μαζί τους. Τὸ πρωὶ οἱ μισοὶ δὲ σηκωθήκανε, γιατὶ πεθάνανε τὴ
νύχτα.
Ἀπὸ κεῖ περπατήξανε οἱ ἄλλοι ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ κατὰ τὸ βράδι φτάξανε σὲ μιὰ μεγάλη
πολιτεία. Κοιμηθήκανε σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ τὸ πρωὶ πήγανε νὰ πάρουνε ἕναν λοξὸ δρόμο,
μὰ τοὺς μποδίσανε κάτι παπάδες, ποὺ ἐρχόντανε ἀπό ῾να μοναστήρι, καὶ τοὺς πήγανε
στὴν πολιτεία γιὰ νὰ πάρουνε χῶμα ἀπὸ τὸ μνημόρι κάποιου ἀσκητῆ, ὁ ὁποῖος ἤτανε
θαμμένος στὸ κάστρο, νὰ τὸ πίνουνε μὲ τὸ νερό, νὰ μὴν πεθάνουνε στὸ δρόμο.
Ἀφοῦ πήρανε τὸ χῶμα, ἐπειδὴς νύχτωσε, τοὺς πήγανε σ᾿ ἕνα χάνι νὰ κοιμηθοῦνε.
Αὐτὸ τὸ χάνι εἶχε μία κάμαρα ποὺ χωροῦσε ὡς δυὸ χιλιάδες κόσμο. Τὸ πάτωμα ἤτανε
σκεπασμένο ἀπὸ φτερὰ ἀνακατεμένα μὲ ξεροχόρταρα. Πρὶν νυχτώσει καλὰ - καλά, γέμισε
ἀπό ῾να πλῆθος ἀμέτρητο, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε ζητιάνοι.
Ἤτανε ξαπλωμένοι, ἄλλοι μαζεμένοι, ἄλλοι μοναχοί, καὶ περιμένανε νὰ τοὺς σκεπάσουνε,
γιατὶ κανένας δὲν εἶχε δικό του σκέπασμα. Σὰ βολευτήκανε ὅλοι, ἀκούστηκε ἕνα τούμπανο
καὶ σὲ λίγο κατεβάσανε ἕνα πάπλωμα, πὄπιανε ἀπὸ τὴ μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη, καὶ σκέπασε
ὅλους ἐκεινοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς εἰδοποιούσανε μὲ τὸ τούμπανο, γιὰ νά ῾χει ὁ
καθένας τὸ νοῦ του, νὰ περάσει τὸ κεφάλι τοῦ μέσα σε μία ἀπὸ τὶς πολλὲς τρύπες
πού ῾χε αὐτὸ τὸ πάπλωμα. Τὴν ἡμέρα ἤτανε μαζεμένο στὸ ταβάνι καὶ τὸ κατεβάζανε μ᾿ ἕνα
σωρὸ μακαράδες.
Τὸ λοιπόν, ἐκεῖ μέσα κοιμηθήκανε οἱ χατζῆδες. Πρωὶ - πρωὶ ἔπαιξε πάλι τὸ
ταμποῦρλο, γιὰ νὰ ξυπνήσουνε· κ᾿ ὕστερ᾿ ἀνέβηκε σιγὰ - σιγὰ κεῖνο τὸ πάπλωμα στὸν ἀγέρα, καὶ
τοῦτο μὴν τυχὸν κοιμᾶται κανένας, καὶ τὸν σηκώσει κείνη ἡ παράξενη μηχανὴ καὶ τὸν
πνίξει.
Κινήσανε δίχως νὰ χασομερήσουνε καὶ μπήκανε ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο σ᾿ ἕνα ντερβένι γεμάτο
ὄρνια. Ἅμα βγήκανε στ᾿ ἀνοιχτά, τοὺς πιάσανε κάτι ληστές, μὰ δὲν τοὺς πειράξανε,
γιατὶ δὲν εἴχανε τίποτ᾿ ἀπάνω τους καὶ γιατὶ ἤτανε ἁγιασμένοι ἄνθρωποι.
Αὐτοὶ οἱ ληστὲς καθόντανε μέσα σ᾿ ἕνα κάστρο ρεπιασμένο, κ᾿ ἐκεῖ μέσα περάσανε
τὴ νύχτα.
Πρὶν νὰ χαράξει, σηκωθήκανε καὶ κάνανε τὴν προσευχή τους, θυμιάσανε καὶ κομματιάσανε
τὰ κορμιὰ ἐκεινῶν πού ῾χανε πεθάνει τὴ νύχτα, καὶ τὰ κομμάτια τὰ βάλανε ἀπάνω στὰ
μπεντένια νὰ τὰ φάνε τ᾿ ἀγριοπούλια. Πέντ᾿ - ἕξι ἀπὸ τοὺς ληστὲς πήγανε μαζί τους,
γιὰ νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους.
Ὁδοιπορήσανε ὅλη κείνη τὴ μέρα καὶ δὲ σταθήκανε πουθενὰ τὴ νύχτα, γιατὶ τὸ μέρος
ἤτανε κάμπος. Τὸ φεγγάρι καὶ τ᾿ ἄστρα ἤτανε κόκκινα καὶ φοβερά.
Τὴν αὐγὴ ἄρχισε νὰ φυσᾶ ἕνας ἀγέρας μπουρινιασμένος καὶ παγωμένος. Τὸ κοπάδι
σάστισε κ᾿ ἔτρεχε σβαρνίζοντας ἀπάνου σ᾿ ἕναν γλιστερὸ γκρεμνό. Πολλοὶ χαθήκανε.
Μὰ κ᾿ οἱ ἄλλοι δὲ θὰ γλυτώνανε, ἂν δὲν τρυπώνανε σὲ κάτι σπηλιὲς ποὺ τοὺς δείξανε
οἱ ληστές.
Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε τρεῖς ἡμέρες, κι ὁλοένα δυνάμωνε. Τὴν τετάρτη ἔπαψε μονομιᾶς,
κ᾿ ἤβγανε ὄξω, φάγανε κάτι βότανα κ᾿ ὕστερα μισέψανε.
Σὲ δυὸ μέρες εἴδανε ἀπὸ μακριὰ ἕνα μεγάλο μοναστήρι, τριγυρισμένο μ᾿ ἕναν ἀψηλὸ
μαντρότοιχο, κολλημένο στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ. Τὸ λέγανε Μουλᾶν, κ᾿ εἶχε πέντ᾿ -
ἕξι χιλιάδες καλόγερους. Ἀπάνου στὰ μπεντένια στεκόντανε ὡς χίλια εἴδωλα σιχαμερά.
Ἀπ᾿ ὄξω εἶχε ἕναν ἄλλον μαντρότοιχο χαμηλόν, κ᾿ ἐκεῖ μέσα ἤτανε χτισμένα ἴσαμε διακόσια
σπίτια γεμάτα κόκκαλα.
Περάσανε κοντὰ ἀπὸ τὸν τοῖχο κ᾿ εἴδανε κοπάδια ἀπὸ ἀγιοῦπες, ποὺ μαλώνανε γιὰ
τὰ κουφάρια, τὰ ὁποῖα εἴχανε ρίξει οἱ καλόγεροι κομματιασμένα, καὶ σφυρίζανε. Ὅσα
ὄρνια ἤτανε χορτάτα, καθόντανε κουρνιασμένα καὶ δὲν μπορούσανε νὰ πετάξουνε, παρὰ
σφυρίζανε. Βρῶμα ἀνυπόφερτη γέμιζε τὸν ἀγέρα.
Στὴν πόρτα στεκότανε στυλωμένο ἕνα εἴδωλο πολὺ μεγάλο, μ᾿ ἕνα σκέδιο φοβερό,
πότρωγε ἕναν ἄνθρωπο, καὶ στὰ πόδια τοῦ ἤτανε στοιβαγμένα πολλὰ νεκροκέφαλα.
Οἱ καλόγεροι ἤτανε κλεισμένοι στὶς ἐκκλησίες κι ἀκουγότανε ἡ ψαλμωδία. Εἴδανε
μονάχα ἕναν γέρο, ποὺ καθότανε μέσα σ᾿ ἕνα κουβούκλι κοντὰ στὴν καστρόπορτα, κι
ὅπως φαίνεται ἤτανε στραβός, γιατὶ δὲ γύρισε τὸ κεφάλι του ὁλότελα.
Τραβήξανε παραπέρα, κ᾿ ηὕρανε κάτι τσομπάνηδες μὲ τὰ τσαντίρια. Τοὺς δώσανε καὶ
φάγανε καὶ τοὺς βάλανε νὰ κοιμηθοῦνε μέσα σὲ κάτι τρύπες, κοντὰ σ᾿ ἕνα ποτάμι.
Σηκωθήκανε τὰ γλυκοχαράγματα καὶ πιάσανε κι ἀνεβαίνανε κάποιο βουνὸ λεγόμενο
Τιτάκα, καὶ φτάξανε σ᾿ ἕνα διάσελο δίχως νὰ λείψει κανένας, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε πεθαμένοι
ἀπὸ τὴν κούραση. Τὸ κρύο τοὺς εἶχε θανατώσει. Στήσανε τὰ τσαντίρια τους καὶ τρυπώσανε
ἀπὸ κάτω, μὰ ὅλη τη νύχτα τὰ δαιμόνια κροταλούσανε καὶ μουγκρίζανε, σιμώνανε στὰ
τσαντίρια τους καὶ πάλι ἀνεβαίνανε στὰ βουνά. Γιατὶ αὐτὸ τὸ μέρος ἤτανε στοιχειωμένο.
Τὴν ἄλλη μέρα ηὕρανε στὸ δρόμο τους ἕνα κοπάδι ζαρκάδια κ᾿ οἱ ληστὲς σκοτώσανε
δυὸ - τρία, γιατὶ εἴχανε μαζί τους τὰ ταρκάσια τους μὲ τὶς σαγίτες.
Σιγὰ - σιγὰ ἀνεβήκανε σ᾿ ἕνα σκληρότατο βουνό, κ᾿ ὕστερα κατεβήκανε σ᾿ ἕνα λαγκάδι
μὲ λιγοστὰ ἀγριόδεντρα. Ἀπάνου σὲ κεῖνον τὸν ἀνήφορο ἀπομείνανε κάμποσοι πεθαμένοι
ἢ λιγοθυμισμένοι ἀπὸ τὴν κακοπάθηση κι ἀπὸ τὸ κρύο.
Οἱ ληστὲς λέγανε πὼς σὲ κεῖνα τὰ μέρη βρίσκουνται ἀγριανθρώποι μαλλιαροί, ποὺ
τρῶνε τοὺς ἥμερους. Δὲν εἴδανε ὅμως κανέναν.
Ὕστερα περάσανε ἀνάμεσα σὲ κάτι μικρὰ βουνὰ ἔρημα καὶ κατάξερα καί, σὰν τὰ περάσανε,
πέσανε σὲ βαλτόνερα παγωμένα μὲ λιγοστὰ ξερόκλαρα τριγυρισμένα.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ἀνταμωθήκανε μ᾿ ἕνα κερβάνι καὶ πιάσανε καὶ τοὺς ρωτούσανε ποὺ
πᾶνε. Σὰ μάθανε πὼς πηγαίνανε στὸ θεὸ Κόνανο, τοὺς μιλήσανε μὲ εὐλάβεια καὶ τοὺς
δώσανε λίγο κριθαρόψωμο.
Τὴ νύχτα τὴν περάσανε στὸν κάμπο. Τὰ βουνὰ κατεβάζανε ἕναν ἀγέρα θανατερὸν καὶ
δὲν μπορέσανε νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νύχτα καὶ περπατούσανε.
Ἔρημοι τόποι! Δυὸ μέρες δὲν εἴδανε ζωντανὸ πλάσμα. Κατὰ τὸ βράδι, στρίβοντας
πίσ᾿ ἀπό ῾να χαμοβούνι, εἴδανε ἕνα μικρὸ χωριό.
Οἱ χωριάτες τρέξανε νὰ τοὺς δοῦνε, μὰ ἤτανε φοβισμένοι, γιατὶ τοὺς περάσανε γιὰ
τελώνια, ἐπειδὴς εἴχανε χαλάσει οἱ περισσότερες καλύβες τους ἀπὸ τὴ φουρτούνα
πού ῾χε γίνει πρὸ δυὸ - τρεῖς μέρες. Ἤτανε θεόφτωχοι καὶ λιγδιασμένοι σὰν ψωριάρικοι
σκύλοι. Οἱ κοιλιὲς τοὺς ἤτανε πρισμένες καὶ τὰ μάτια τοὺς τσιμπλιασμένα.
Σὲ κάμποσες ὧρες φτάξανε σ᾿ ἕναν τόπο μὲ γκρεμισμένες καλύβες, καὶ μαζέψανε τὶς
πλίθρες καὶ κάνανε ἕνα μάντρωμα καὶ κοιμηθήκανε.
Τὴν ἄλλη μέρα, κατὰ τὸ μεσημέρι, βρεθήκανε σ᾿ ἕναν κάμπο χαρούμενον, μὲ πολλὰ
χωριὰ στολισμένον. Τὰ σπίτια ἤτανε καλοχτισμένα καὶ τὰ περισσότερα εἴχανε δυὸ πατώματα.
Βγήκανε οἱ χωριάτες καὶ τοὺς πήρανε καὶ τοὺς πήγανε σ᾿ ἑνὰν γέρο καλόγερα, ποὺ
ἤτανε πρὶν γούμενος σ᾿ ἕνα μικρὸ φτοχωμονάστηρο κοντά σε κεῖνο τὸ χωριό. Ἀφοῦ μιλήσανε
μὲ τὸ γέρο, τοὺς δώσανε καὶ φάγανε καὶ τοὺς βάλανε σὲ τρία μεγάλα σπίτια νὰ κοιμηθοῦνε.
Φύγανε νύχτα, δίχως νὰ ξυπνήσουνε οἱ χωριάτες.
Κείνη τὴ μέρα ἀπαντήσανε ἕνα μοναστήρι πολὺ παλαιότατο. Οἱ ἐκκλησιὲς καὶ τὰ κελλιὰ
ἤτανε βαμμένα ἄσπρα, μαῦρα καὶ κίτρινα. Τοὺς χουγιάξανε κάτι καλόγεροι ἀπάνω ἀπὸ
τὸν καστρότοιχο, μὰ δὲ θελήσανε νὰ χασομερήσουνε. Ἀφήσανε στὰ δεξιὰ τὸ μοναστήρι
καὶ πήρανε ἕναν δρόμο, ποὺ χώθηκε σὲ λίγο μέσα σε κάτι ντερβένια σκοτεινότατα.
Ἀπὸ κεῖ μέσα βγήκανε τὴν ἄλλη μέρα κατὰ τὸ βράδι καὶ πέσανε σ᾿ ἕνα ἀνοιχτὸ βουνοκάμπι.
Συναπαντήσανε κάτι ἄγριους τσομπαναρέους, ποὺ βοσκούσανε τὰ βόδια τους καὶ ποὺ δὲ
γνωρίζανε περαπάνω ἀπὸ εἴκοσι λόγια. Τοὺς δώσανε νὰ φᾶνε βούτυρο. Μὰ οἱ πιὸ πολλοὶ
χατζῆδες δὲ φάγανε, γιὰ νὰ μὴν παχύνουνε.